ΓΙΑ την πατρίδα μας, που δεν μπορεί να ξεκολλήσει από το σταυροδρόμι των «εθνικών κρίσεων», ήθελα να μιλήσουμε σήμερα.
ΝΑ πω, με δυο κουβέντες, ότι από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, δύο πράγματα παραμένουν ατελείωτα: η αποπεράτωση των έργων της εθνικής οδού Αθηνών-Κορίνθου και το… «τέλος» του νεοελληνικού κράτους.
ΠΑΡΑ τις προφητείες, το ελληνικό Έθνος (αν και βρίσκεται καταχρεωμένο στην «εντατική») συνεχίζει να ζει, ενώ ατελείωτη παραμένει η εθνική οδός παρά τις υποσχέσεις των τελευταίων 60 ετών.
ΕΝΟΨΕΙ των εκλογών, στο θέμα αυτό ήθελα να αναφερθώ, αλλά επειδή η παριοκιακή επικαιρότητα «δεν με αφήνει σε χλωρό κλαρί», αναγκάστηκα να αλλάξω πορεία.
ΧΩΡΙΣ να το επιδιώκω, τα όσα έγραψα την περασμένη Πέμπτη (για την ιστορική επίσκεψη του Αρχιεπισκόπου Στυλιανού στο νεόκτιστο Πολιτιστικό Κέντρο της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης) στάθηκαν αιτία να αναβιώσει μια «ξεχασμένη» ιστορία.
ΑΡΚΕΤΟΙ αναγνώστες, που έζησαν από κοντά εκείνη την ταραγμένη εποχή -που τα πάθη μας και όχι η λογική μας είχαν τον πρώτο λόγο-, μου τηλεφώνησαν, ενώ τέσσερις άλλοι (δυο εκ των οποίων ανώνυμα) έστειλαν επιστολές που θα δημοσιευτούν την ερχόμενη εβδομάδα.
ΟΙ αντιδράσεις ήταν -ως συνήθως- μεικτές. Ορισμένοι αναγνώστες (που τηλεφώνησαν) συμφωνούσαν με τα όσα έγραψα και άλλοι διαφωνούσαν.
ΣΤΗ συνέχεια και αφού ευχαριστήσω όλους όσους μπήκαν στον κόπο να τηλεφωνήσουν και να γράψουν (συμπεριλαμβανoμένων και όσων με έβρισαν)- θα αναφερθώ μόνο στα σχόλια των διαφωνούντων.
ΟΙ περισσότεροι στράφηκαν ουσιαστικά, όχι τόσο εναντίον εμού προσωπικά, αλλά εναντίον του «Νέου Κόσμου», τον οποίο και κατηγορούν ότι άλλαξε «γραμμή».
ΜΕ λίγα λόγια, ότι «πρόδωσε τον Κοινοτικό Θεσμό» και τους αγώνες των πρώτων ιστορικών Κοινοτήτων και τώρα «υποστηρίζει» τον Στυλιανό και την Αρχιεπισκοπή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟ για το πώς ακόμα σκέπτονται ορισμένοι συμπάροικοι είναι ο ισχυρισμός κάποιου, ο οποίος μου είπε ότι το σημερινό Διοικητικό Συμβούλιο της Κοινότητας «είναι έτοιμο να μεταβιβάσει την περιουσία του Οργανισμού στην Αρχιεπισκοπή».
Ο πιο πάνω αναγνώστης συγκαταλέγεται μεταξύ αυτών που πριν καμιά εικοσαριά χρόνια πίστευαν (και διέδιδαν στην παροικία) ότι τον «Νέο Κόσμο» τον «αγόρασε» η… Αρχιεπισκοπή!
ΕΠΕΙΔΗ επιχειρήματα σαν το πιο πάνω δεν στέκονται στα πόδια τους και ανήκουν σε ανθρώπους που πιστεύουν ότι «κάποιοι» τους κρύβουν την «αλήθεια» και πίσω από το κάθε τι υπάρχει μια συνωμοσία, δεν θα τους δώσω συνέχεια.
ΘΑ σταθώ, όμως, για λίγο στη σύντομη επώνυμη επιστολή, που μου έστειλε ένας αναγνώστης με τη σημείωση: «Do not publish this letter».
ΠΙΣΤΕΥΩ ότι από τη στιγμή που δεν αναφέρω το όνομά του δεν συντρέχει κανένας λόγος να μη τη δημοσιεύσω. Να πώς έχει:
«Διάβασα όσα γράφεις στο “Νέο Κόσμο” (8/1/2015) και μου θύμησες κάποιον ο οποίος έλεγε όταν τα οικονόμησε, ότι ποτέ του δεν είχε πάει σε παρέλαση διαμαρτυρίας διότι ήταν κομμουνιστής, δηλαδή άλλαξε πίστη όταν τα έπιασε, έτσι και εσύ φαίνεται ότι πριν αρκετά χρόνια ξέχασες τι έσουρνες στον Αρχιεπίσκοπο Στυλιανό και καλά κάνατε, αλλά εμείς ζούμε και θυμόμαστε το τι του σέρνατε, λοιπόν μη γράφεις αρλούμπες. Διατελώ και έχω μνήμη ευτυχώς».
ΛΟΙΠΟΝ, φίλε, επειδή, όπως κατάλαβα από τα λίγα λόγια που έγραψες, ότι τα έχεις όλα μπερδεμένα στο μυαλό σου, σε πληροφορώ ότι, είτε δεν με ξέρεις είτε λάθος άνθρωπο σου θύμισα…
ΕΓΩ, ούτε τα έχω οικονομήσει ούτε πίστη έχω αλλάξει ούτε, βεβαίως, έχω ξεχάσει τι «έσουρνε» (όπως γράφεις) ο «Νέος Κόσμος» στον Στυλιανό.
ΑΝ διάβαζες πιο προσεκτικά (και χωρίς παρωπίδες) τα όσα έγραψα, ίσως να είχες αποφύγει το «μπέρδεμα».
ΤΟ ότι έχεις «μνήμη» δεν φτάνει. Περισσότερη σημασία έχει, όχι μόνο τι θυμάσαι, αλλά πώς ερμηνεύεις ιστορικά και προσαρμόζεις στις σημερινές συνθήκες αυτά που θυμάσαι.
ΓΙΑΤΙ μην ξεχνάς για το σήμερα μιλούσαμε και όχι για το τι λέγαμε και κάναμε πριν 30 ή 40 χρόνια.
ΔΗΛΑΔΗ, αν μάλωνες για ένα θέμα με κάποιον πριν 20 χρόνια, θα πρέπει να συνεχίσεις να μαλώνεις και σήμερα (παρά το γεγονός ότι οι συνθήκες έχουν αλλάξει και το τότε πρόβλημα δεν υφίσταται), για να δείξεις ότι δεν έχεις αλλαξοπιστήσει;
ΤΙ θα πει άλλα λέγαμε τότε και άλλα λέμε σήμερα; Δεν μπορούμε δηλαδή για κάποιο πρόβλημα να έχουμε άλλη άποψη σήμερα απ’ αυτή που είχαμε πριν 30 χρόνια;
Ο λόγος που έγραψα όσα έγραψα, δεν ήταν μόνο για να θυμίσω την εποχή των σκληρών αντιπαραθέσεων για το «εκκλησιαστικό πρόβλημα», αλλά κυρίως για να καταδείξω τι άφησαν πίσω τους εκείνες οι αντιπαραθέσεις.
ΓΙ’ ΑΥΤΟ, άλλωστε, υπογράμμισα και τη φράση «ως προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός»;
ΓΙΑΤΙ, δηλαδή, έγιναν τα όσα έγιναν. Ποιος κέρδισε και ποιος έχασε από την παροικιακή «φαγωμάρα» που διήρκεσε δεκαετίες.
ΚΑΤΑ τη γνώμη μου, δεν υπήρξαν ούτε νικητές ούτε ηττημένοι από το χαμό που έγινε τις δεκαετίες του ’60 και του ’70.
ΤΟΣΟ οι Κοινότητες όσο και η Αρχιεπισκοπή, παρέμειναν ως είχαν και προόδευσαν περισσότερο από τότε που τα «βρήκαν».
ΚΑΙ προόδευσαν γιατί κατάφεραν να ξεπεράσουν τις αγκυλώσεις εκείνης της εποχής και να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα που επικράτησε στην παροικία.
ΟΡΙΣΜΕΝΟΙ αναγνώστες, μάλιστα, με ρώτησαν για το τι μεσολάβησε και άλλαξαν οι σχέσεις μου με τον αρχιεπίσκοπο Στυλιανό.
ΠΟΛΛΑ μεσολάβησαν, αλλά καταλυτικό ρόλο έπαιξε το γεγονός ότι, τόσο εγώ, όσο και ο Στυλιανός (φαντάζομαι), δεν είμαστε σήμερα οι ίδιοι άνθρωποι που ήμασταν πριν 30 χρόνια.
ΕΠ’ ΕΥΚΑΙΡΙΑ, να επαναλάβω ότι με τον Στυλιανό γνωρίστηκα πριν 40 χρόνια και για μια δεκαετία είχαμε πάρα πολύ καλές σχέσεις, παρά το γεγονός ότι ήμουν στέλεχος μιας εφημερίδας που του είχε κηρύξει τον πόλεμο.
ΟΛΑ άλλαξαν (και ήλθαν τα πάνω κάτω) όταν τον Νοέμβριο του 1985 του ζήτησα να μου δώσει μια συνέντευξη για το περιοδικό «Παροικία» που θα βγάζαμε μαζί με τον αείμνηστο Χρήστο Μουρίκη και τον τότε αρχισυντάκτη του «Νέου Κόσμου», Νώντα Πεζάρο.
ΛΟΓΩ συμμετοχής του Μουρίκη, που την εποχή εκείνη έγραφε πύρινα άρθρα εναντίον του, δέχθηκε με «μισή καρδιά» να μου δώσει τη συνέντευξη.
«ΚΑΛΑ θα ήταν να μη βγάλεις περιοδικό με αυτόν τον άνθρωπο, αλλά μιας που το αποφάσισες, όπως μου λες, θα σου μιλήσω» μου είπε στο τηλέφωνο και μου υποσχέθηκε ότι όταν θα ερχόταν στη Μελβούρνη θα μου τηλεφωνούσε να βρεθούμε.
ΕΤΣΙ και έγινε. Όταν ήλθε μου τηλεφώνησε και πήγα στο γραφείο της Αρχιεπισκοπής στο South Melbourne και συναντηθήκαμε.
Ο χώρος μού ήταν γνωστός γιατί είχαμε συναντηθεί και κάποια άλλη φορά και με υποδέχτηκε (ως συνήθως) εγκάρδια.
ΑΦΟΥ μιλήσαμε για πολλά και διάφορα, στο τέλος μου είπε: «Τι θέλεις να σου πω;».
ΝΑ μιλήσουμε για τις σχέσεις της Εκκλησίας με τις Κοινότητας, Σεβασμιότατε, του λέω.
«ΜΑ γι’ αυτά έχουμε μιλήσει πολλές φορές, ρε Μπάμπη (μου λέει). Είναι γραμμένα και χιλιοειπωμένα. Αν θέλεις περισσότερες λεπτομέρειες, να διαβάσεις τα πρακτικά των Κληρικολαϊκών Συνελεύσεων. Εκεί υπάρχουν όλα. Καλύτερα να μιλήσουμε για άλλα πράγματα που μας ενδιαφέρουν και τους δύο…».
ΚΑΙ έτσι αρχίσαμε να μιλάμε για την ποίηση, τον Καζαντζάκη, την Ελλάδα, την Κρήτη, τους γονείς μας και τη λογοτεχνία.
ΚΙΝΗΤΗ βιβλιοθήκη ο Στυλιανός για όλα αυτά. Διάθεση να έχεις να τον ακούς και να του κάνεις ερωτήσεις.
ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ στο γραφείο του περιοδικού, με ρώτησε ανήσυχος ο Μουρίκης: «Τι σου είπε ο Αρχιεπίσκοπος; Πώς απάντησε στις ερωτήσεις που του θέσαμε»;
ΟΤΑΝ του είπα ότι δεν μιλήσαμε καθόλου γι’ αυτά έγινε «θηρίο» αφού πίστευε ότι αυτή θα ήταν η «συνέντευξη», που θα έγραφε ιστορία και θα καθιέρωνε το περιοδικό.
ΚΑΙ μιας και είχαμε προαναγγείλει τη συνέντευξη στη σχετική διαφήμιση για το πρώτο τεύχος με ρώτησε «και τώρα τι θα γράψεις»;
ΝΑ αυτά τα «άσχετα» που είπαμε του λέω. Έτσι και έγινε. Η «Παροικία» κυκλοφόρησε με τη συνέντευξη του Στυλιανού που έφερε τον τίτλο «Μια συνέντευξη που δεν δόθηκε ποτέ»!
ΣΤΗΝ τελευταία, όμως, παράγραφο της συνέντευξης που «δεν δόθηκε ποτέ» πρόσθεσε ο Μουρίκης δέκα λέξεις που δεν είχε πει ο Στυλιανός και, βέβαια, δεν είχα γράψει εγώ.
ΟΤΙ, δηλαδή, ο Αρχιεπίσκοπος δεν πρόκειται να αλλάξει και θα συνεχίσει να διεκδικεί τους τίτλους ιδιοκτησίας των ναών!
ΜΕ το που το διάβασε ο Στυλιανός, εξοργίστηκε και όταν μετά από λίγες εβδομάδες ήλθε στη Μελβούρνη, ζήτησε να πάω στο ναό της Αγίας Τριάδας (στο Richmond) και να τον συναντήσω.
ΧΩΡΙΣ να έχω υπόψη μου τίποτα, πήγα. Με το που με κάλεσε μετά το τέλος της λειτουργίας στο ιερό του ναού και με είδε να μπαίνω με κοιτάζει θυμωμένος και μου λέει: «Πολύ καλή η συνέντευξη και ευρηματικότατος ο τίτλος, αλλά… δεν μου λες ρε αθεόφοβε σου είπα εγώ ποτέ αυτά που πρόσθεσες στο τέλος»;
ΜΗ γνωρίζοντας σε τι ακριβώς αναφέρεται, ρώτησα «ποιο πράγμα». Αυτό ήταν. Ο Στυλιανός μου είπε να φύγω αμέσως από την Εκκλησία και χρειάστηκε να περάσουν 12 χρόνια μέχρι να με συγχωρέσει…
ΝΑ προσθέσω εδώ ότι αυτή είναι η πρώτη φορά που αναφέρομαι στην πιο πάνω λεπτομέρεια, μιας και (επίσημα για το νόμο) εκδότης και διευθυντής του περιοδικού ήμουν εγώ και όφειλα να γνωρίζω και την τελευταία λέξη που γράφει…