Μου άρεσε και θα έλεγα πως, κάποιες φορές, έβρισκα παρηγοριά στους στίχους και συμφωνούσα με τη… φιλοσοφία του ποιητή. Μιλάω για το ποίημα «Η Λήθη» του μεγάλου ποιητή, σονετογράφου, Λορέντζου Μαβίλη.
Στον πρώτο του στίχο, θεωρεί καλότυχους τους νεκρούς και δείτε τι λέει:
Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
την πίκρα της ζωής. Όντας βυθίσει
ο ήλιος και το σούρουπο ακολουθήσει
μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να’ ναι.
Στους επόμενους στίχους, ο ποιητής, δικαιολογεί τις απόψεις του και… συμβουλεύει να μη στάξει το δάκρυ μας στο νερό της λησμονιάς που σκύβουν να πιουν οι… ψυχές των δικών μας ανθρώπων. Με την άδεια που του δίνει η τέχνη του, ο ποιητής προσπαθεί να μας πείσει πως αν κλάψουμε για τον αγαπημένο μας, τον φίλο, τον συνάδελφο που τον «αγκάλιασε ο θάνατος», αυτός θα ξαναθυμηθεί «πόνους παλιούς που μέσα του κοιμούνται».
Είναι η πρώτη φορά που θα διαφωνήσω με τον μεγάλο μας ποιητή. Οι νεκροί λησμονούν την πίκρα της ζωής πεθαίνοντας, αλλά χάνουν και τις λιγοστές, τις ελάχιστες ίσως χαρές τους. Δεν τους ρώτησε κανείς αν δέχονται να ανταλλάξουν χιλιάδες πίκρες με τη χαρά μιας καλημέρας, το χάδι μιας αγαπημένης ή το φιλί ενός παιδιού.
Αν μας φτάσει ο χρόνος και ο χώρος θα γράψω και τους υπόλοιπους στίχους και θα σας αφήσω να βγάλετε συμπεράσματα, να συμφωνήσετε ή να υποβάλετε ενστάσεις. Αυτή την Κυριακή που πήγα στην εφημερίδα, η μοντέρνα μεγάλη και φωτεινή αίθουσα των δημοσιογράφων, έμοιαζε κρύα, σκοτεινή και άδεια. Τις άλλες Κυριακές, είτε ο Σωτήρης είναι αρχισυντάκτης είτε ο Κώστας, ο χώρος είναι ζωντανός, οι οδηγίες καθαρές και ο διάλογος έντονος. Την περασμένη Κυριακή, ο Κώστας ο Νικολόπουλος δεν ήταν στη θέση του. Ο χώρος βουβός και οι συνάδελφοι λυπημένοι και αμίλητοι. Στο γραφείο του ένα κεράκι άναβε, λίγες επιστολές που είχαν τ’ όνομά του σκορπισμένες δίπλα στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του και δροσερά λουλούδια σε ένα όμορφο βαζάκι. Σκέψη και εκτέλεση της «Θλιμμένης διακόσμησης» από την φανερά πικραμένη, κλαμένη, συνάδελφο κ. Θεανώ Ηλιάδου. Ένα κονιάκ μου δόθηκε, από την εξ ίσου καταβεβλημένη συνεργάτιδα κ. Ελένη Καραγκούνη, και σε μιαν άκρη του μεγάλου τραπεζιού λίγα μικρά ψωμάκια και άλλα λίγα παξιμάδια. Και τη Δευτέρα δάκρυα πολλά, τριαντάφυλλα κι ένα κερί ακουμπισμένα με τάξη, στο γραφείο του Κώστα, από τη συνάδελφο Έφη Τσουκάλη.
Γέλαγε όταν του έλεγα…
«Κώστα αν την βρεις, την αρρώστια σε καμιά γωνιά και την στριμώξεις, φώναξέ με. Εγώ, λόγω αναστήματος, θα την χτυπάω από τη μέση και κάτω κι εσύ τσάκισέ της το υπόλοιπο επάνω».
-Προφασίζεσαι το ανάστημα για να πάρεις το καλό κομμάτι, άθλιε, έλεγε γελώντας.
Κάθε φορά που περνούσα από κοντά του, έλεγα στα πεταχτά: -Νικολόπουλε, θύμισέ μου να σου πω ένα καινούργιο ανέκδοτο»
-Φύγε τώρα γιατί προσπαθώ να συγκεντρωθώ και θα έλθω να μου το πεις πριν φύγω για να θυμηθώ να το πω και της Έφης.
-Θέλεις να με εκθέσεις Νικολόπουλε στην ερίτιμο σύζυγό σου;
Την προηγούμενη φορά που είχε αρρωστήσει, τον είχαμε επισκεφθεί στο Νοσοκομείο ο Σωτήρης, ο Μπάμπης κι εγώ. Είχε αρχίσει ν’ αναρρώνει. Αυτή τη φορά δεν πήγαμε, όσο κι αν θέλαμε. Δεν ανάρρωσε, δεν τον είδαμε, τον… χάσαμε. Ξαναδιαβάστε σας παρακαλώ τον πρώτο στίχο. Τώρα, αν θέλετε, ακολουθήστε με στο δεύτερο και το υπόλοιπο του ποιήματος για να πούμε ένα διαφορετικό… αντίο
Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση
μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει
α στάξει γι’ αυτές δάκρυ όθε αγαπάνε.
Κι αν πιουν θολό νερό, ξαναθυμούνται
διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι,
πόνους παλιούς που μέσα τους κοιμούνται.
Ο Κώστας δεν ήθελε να ξεχάσει την πίκρα της ζωής, γιατί μέσα από τούτη την πίκρα, ποιητή μου, ξεπετάγεται και η μικρή ή η μεγάλη χαρά, της φωνής που ακούς δίπλα σου, του αγγίγματος που νιώθεις, του φιλιού και σε κάποια ανάπαυλα της πίκρας, το χάδι, οι ευχές, ο καλός ο λόγος και η ελπίδα. Και το ποίημα τελειώνει με τους παρακάτω τρεις στίχους:
Αν δεν μπορείς παρά να κλαις το δείλι,
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν:
θέλουν- μα δε βολεί να λησμονήσουν.
Ναι, θα μας θρηνήσουν εμάς τους ζωντανούς, χρειαζόμαστε θρήνους και οδυρμούς. Άφησε, ποιητή μου, αυτούς που φεύγουν να πάνε να βρουν, επάνω, αγαπημένα πρόσωπα. Άφησε αυτούς που φεύγουν να βρουν αυτούς που έφυγαν νωρίς. Πού ξέρεις; Μπορεί κάποιο απόγευμα ή κάποιο γλυκοχάραμα να φύγουν ξαφνικά απ του Παράδεισου τα μέρη, να πάρουν άδεια αδελφέ, και να γυρίσουν έστω και για λίγο. Να δουν αγαπημένα πρόσωπα, να πιουν νερό να δροσιστούν και να σταθούν να ξαποστάσουν.
Και πού είσαι, η πόρτα θα είναι ανοιχτή. Και σφαλισμένη να την βρουν, κλειδιά κρατούν κι οι δύο τους.
Αντίο Κώστα.