«Αντιλήψεις πολέμου» («Perceptions of War») είναι ο τίτλος μιας νέας φωτογραφικής έκθεσης που θα εγκαινιαστεί στις 11 Φεβρουαρίου, στο Macquarie University Art Gallery του Σίδνεϊ, στο πλαίσιο των εκατό χρόνων από την εκστρατεία της Καλλίπολης.

Την έκθεση έχουν επιμεληθεί η Έφη Αλεξάκη, φωτογράφος και ερευνήτρια (Macquarie University του Σίδνεϊ), ευρύτατα γνωστή στην ελληνική και αυστραλιανή κοινότητα για την πλούσια φωτογραφική της δραστηριότητα, και ο ιστορικός Leonard Janiszewski, που ερευνούν την ιστορική και σύγχρονη παρουσία των Ελληνοαυστραλών στον αυστραλιανό και διεθνή χώρο από το 1982.

Μέσα από φωτογραφίες και κείμενα παρουσιάζεται η συμμετοχή των Ελλήνων της Αυστραλίας στην εκστρατεία της Καλλίπολης.

Από την μια, αυτοί που πολέμησαν στο μέτωπο και, από την άλλη, αυτοί που έμειναν πίσω και υπέστησαν τις συνέπειες της ανθελληνικές εξέγερσης στην περίοδο 1915-16.

Ο καθοριστικός ρόλος των Αυστραλών στρατιωτών στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στις 25 Απριλίου 1915 στην απόβαση και μάχη της Καλλίπολης, υπήρξε η αφετηρία της δόμησης της δικής τους εθνικής ιστορίας. Η μάχη αυτή σηματοδοτεί την πρώτη μεγάλη στρατιωτική εκστρατεία της Αυστραλίας, για ένα νέο έθνος που μόλις το 1901, μόνο 14 χρόνια πριν τη σημαντική αυτή μάχη, είχε συσταθεί ως ομοσπονδιακό κράτος. Με πληθυσμό λιγότερο από 5 εκατομμύρια, πάνω από 420.000 Αυστραλοί στρατολογήθηκαν να υπηρετήσουν κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου και περισσότεροι από 8.700 Αυστραλοί στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους στην εκστρατεία της Καλλίπολης.

Κατά τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο περίπου 60 Έλληνες πολέμησαν με τις αυστραλιανές ένοπλες δυνάμεις.

Από αυτούς έξι σκοτώθηκαν και 18 τραυματίστηκαν ενώ τρεις τιμήθηκαν με αριστείο ανδρείας. Στην Καλλίπολη πολέμησαν 12 Έλληνες.

Την ίδια περίοδο σημειώθηκαν εξεγέρσεις εναντίον Ελλήνων της Αυστραλίας.

Την αφορμή την πρόσφερε η συγκυρία του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, όταν η Ελλάδα του βασιλιά Κωνσταντίνου ήρθε αντιμέτωπη με την Αντάντ και οι Έλληνες μετανάστες μετατράπηκαν εν μία νυκτί σε «εσωτερικό εχθρό».

Ενδεικτικά να σημειωθεί ότι:

– τον Ιούλιο του 1915, περίπου 200 άτομα, καθοδηγούμενα από μια «ομάδα κρούσης» 60 στρατιωτών καταστρέφουν ελληνικό καφενείο στο Μπρίσμπαν, τραυματίζοντας σοβαρά μια σερβιτόρα. Δεν υπήρξαν συλλήψεις.

– τον Νοέμβριο του 1915, ένταση επικρατεί στο Σίδνεϊ ύστερα από τη διασπορά μιας ψευδούς φήμης ότι Έλληνας υπάλληλος ιταλικού μανάβικου δολοφόνησε αδειούχο φαντάρο. Το μανάβικο γίνεται ‘βίδες’ από τον εξαγριωμένο όχλο. Ακολουθεί λιθοβολισμός της Διεθνούς Λέσχης από 300 στρατιώτες, με συνδρομή κάπου 1000 πολιτών.

– στις 13 Δεκεμβρίου 1915, πάντα στο Σίδνεϊ και με αφορμή την ίδια διάδοση, περίπου 300 στρατιώτες σε σχηματισμό μάχης αρχίζουν να καταστρέφουν συστηματικά τα ελληνικά μαγαζιά του κέντρου της πόλης. Στις βιαιότητες παίρνουν μέρος και εκατοντάδες νεαροί πολίτες, με αποτέλεσμα ο όχλος να φτάσει τις 4.000 άτομα. Ύστερα από ώρες συλλαμβάνονται 14 άτομα, τα οποία θα καταδικαστούν σε μικροπρόστιμα. Οι αρχές της Πολιτείας καταδικάζουν τις επιθέσεις ως «άνομη ηλιθιότητα», με το σκεπτικό ότι αυτοί που θα πληρώσουν τα σπασμένα είναι όχι οι (ανεπιθύμητοι) Έλληνες αλλά οι αυστραλιανές ασφαλιστικές εταιρείες!

– στις 27 Οκτωβρίου 1916, εκατοντάδες πολίτες με τη βρετανική σημαία μπροστά λεηλατούν τα ελληνικά καταστήματα του Περθ.

– στις 9 Δεκεμβρίου 1916, ένα πλήθος -καθοδηγητικός πυρήνας του οποίου ήταν στρατιωτικά τμήματα σε παράταξη, με επικεφαλής ένα σαλπιγκτή που έδωσε και το σήμα για την έφοδο- λεηλατεί και πυρπολεί τα ελληνικά καταστήματα του Καλγκούρλι. Αντίστοιχες σκηνές διαδραματίζονται μέσα στο διήμερο και στο γειτονικό Μπάουλντερ. Συνολικά, 21 ελληνικά μαγαζιά τέθηκαν εκτός μάχης, με ενεργό συμμετοχή του ευρύτερου πληθυσμού. Η αυστραλιανή κυβέρνηση αρνήθηκε με επιμονή οποιαδήποτε αποζημίωση, ενώ ακόμη πιο αποκαλυπτική για το κλίμα των ημερών υπήρξε η στάση της Δικαιοσύνης: τα μοναδικά άτομα που καταδικάστηκαν σε μικρές ποινές φυλάκισης ήταν ένας πρώην κατάδικος κι ένας Ιταλός – στην περίπτωση του οποίου, οι δικαστές φρόντισαν να καταλογίσουν ρητά ως επιβαρυντικό στοιχείο την de facto «απουσία πατριωτικού ζήλου»! Ο επικεφαλής σαλπιγκτής τιμωρήθηκε με πρόστιμο των δυόμισι σελινιών, ενώ φαντάροι που είχαν γυρίσει απ’ το Μέτωπο κρίθηκαν μεν ένοχοι, δεν τους καταλογίστηκε όμως ποινή.