Λίγες ώρες μετά τη συνάντηση του προέδρου της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι με τον Έλληνα υπουργό Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αποφάσισε να άρει την εξαίρεση που είχε προβλεφθεί για τα εμπορεύσιμα χρηματοδοτικά μέσα που εκδίδονται ή είναι εγγυημένα από το Ελληνικό Δημόσιο και βάσει των οποίων οι ελληνικές τράπεζες είχαν πρόσβαση στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος.

Σύμφωνα με ανώτατο στέλεχος της Τράπεζας της Ελλάδος η απόφαση της ΕΚΤ δεν επηρεάζει τα επίπεδα ρευστότητας της ελληνικής αγοράς, καθώς οι τράπεζες θα υποκαταστήσουν τη χρηματοδότηση από τον ELA κάτι που όπως τόνισε ο ίδιος θα βαρύνεται αναπόφευκτα με μεγαλύτερο κόστος.

Το αιτιολογικό της απόφασης αναφέρει πως η άρση της εξαίρεσης είναι σύμφωνη με τους ισχύοντες κανόνες του Ευρωσυστήματος, δεδομένου ότι επί του παρόντος δεν είναι δυνατόν η Ελλάδα «να αναλάβει την επιτυχή ολοκλήρωση της επανεξέτασης του προγράμματος».

Στη βάση αυτή πηγές του Ευρωσυστήματος που ερωτήθηκαν από το in.gr ξεκαθάρισαν πως η σχετική απόφαση του ΔΣ της ΕΚΤ δεν σχετίζεται με τη συνάντηση Βαρουφάκη – Ντράγκι.

Στην ανακοίνωση της ΕΚΤ ξεκαθαρίζεται πως η αναστολή δεν έχει καμία επίπτωση στο status αντισυμβαλλομένων των ελληνικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς οι ανάγκες ρευστότητας που επηρεάζονται μπορούν να ικανοποιηθούν από την εθνική κεντρική τράπεζα, σύμφωνα με τους κανόνες του Ευρωσυστήματος.

«Οι ανάγκες ρευστότητας των αντισυμβαλλομένων του Ευρωσυστήματος, για αντισυμβαλλομένους που δεν έχουν επαρκείς εναλλακτικές εξασφαλίσεις, μπορούν να ικανοποιηθούν από την αντίστοιχη εθνική κεντρική τράπεζα, μέσω της έκτατης παροχής ρευστότητας (ELA), στο πλαίσιο των υφιστάμενων κανόνων του Ευρωσυστήματος», σημειώνεται στην απόφαση.

Ακόμη, αποσαφηνίζεται πως τα χρηματοδοτικά μέσα που εκδίδονται ή είναι εγγυημένα από το Ελληνικό Δημόσιο θα πάψουν να είναι αποδεκτά ως ενέχυρο από τη λήξη της τρέχουσας πράξης κύριας αναχρηματοδότησης (11 Φεβρουαρίου 2015).

Η σημερινή απόφαση της ΕΚΤ ασκεί πρόσθετες πιέσεις στις ελληνικές τράπεζες δεδομένου ότι από την 1η Μαρτίου οι εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου (όπως και κάθε άλλης χώρας της ευρωζώνης) δεν θα γίνονται δεκτές από την ΕΚΤ.

Ανακοίνωση εξέδωσε τα ξημερώματα της Πέμπτης το υπουργείο Οικονομικών στην οποία αναφέρεται ότι η απόφαση αυτή δεν αντανακλά σε καμία περίπτωση αρνητικές εξελίξεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα της χώρας και έρχεται μετά από δύο ημέρες ουσιαστικής σταθεροποίησής του. Σύμφωνα με την ίδια την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), το ελληνικό τραπεζικό σύστημα παραμένει επαρκώς κεφαλαιοποιημένο και πλήρως προστατευμένο μέσω της πρόσβασή του στον ELA.

ΚΑΘΗΣΥΧΑΖΕΙ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΤ

Ανακοίνωση την οποία υπογράφει ο ίδιος ο κ. Γιάνης Βαρουφάκης εξέδωσε τις πρώτες ώρες της Πέμπτης το υπουργείο Οικονομικών, σχετικά με την απόφαση της ΕΚΤ να μην δέχεται από τις 11 Φεβρουαρίου ως ενέχυρο τίτλους του ελληνικού Δημοσίου.

Η ανακοίνωση του υπουργείου Οικονομικών έχει ως εξής:

«Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αποφάσισε την παραπομπή στην Επείγουσα Παροχή Ρευστότητας (ELA) των αντισυμβαλλομένων του Ευρωσυστήματος που επιδιώκουν την εξασφάλιση ρευστότητας μέσω κατάθεσης ελληνικών τίτλων ως ενέχυρα.

»Η απόφαση αυτή δεν αντανακλά σε καμία περίπτωση αρνητικές εξελίξεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα της χώρας και έρχεται μετά από δύο ημέρες ουσιαστικής σταθεροποίησης του. Σύμφωνα με την ίδια την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), το ελληνικό τραπεζικό σύστημα παραμένει επαρκώς κεφαλαιοποιημένο και πλήρως προστατευμένο μέσω της πρόσβασή του στον ELA.

»Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), λαμβάνοντας και ανακοινώνοντας τούτη την απόφαση, ασκεί πίεση στο Eurogroup να προχωρήσει γοργά στην σύναψη νέας αμοιβαίως επωφελούς συμφωνίας μεταξύ της Ελλάδας και των εταίρων της.

»Η κυβέρνηση διευρύνει καθημερινά τον κύκλο των διαβουλεύσεων με εταίρους και θεσμούς στους οποίους ανήκει, παραμένει σταθερή στους στόχους του προγράμματος κοινωνικής σωτηρίας που ενέκρινε με την ψήφο του ο ελληνικός λαός, και διαβουλεύεται με στόχο την εκπόνηση της ευρωπαϊκής πολιτικής που θα τερματίσει οριστικά την έως τώρα αυτοτροφοδοτούμενη κρίση της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας».

ΠΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΝΤΡΑΓΚΙ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να «αποκλείσει» τις ελληνικές τράπεζες από τις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος και να τις οδηγήσει στο μηχανισμό έκτακτης χορήγησης ρευστότητας (Emergency Liquidity Assistance- ELA) της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να έχει περιορισμένες επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία της Ελλάδος, αλλά μπορεί και να εξελιχθεί και σε σοβαρή πληγή. Ο καθοριστικός παράγοντας που θα κρίνει τη μία ή την άλλη εξέλιξη είναι ο βαθμός ωριμότητας και ψυχραιμίας των Ελλήνων αποταμιευτών.

Πιο σχηματικά: Μετά τις 11 Φεβρουαρίου οι ελληνικές τράπεζες δεν θα μπορούν να αντλούν χρηματοδότηση από τον τεράστιο κουμπάρα της ΕΚΤ από τον οποίο σήμερα αντλούν περίπου 45 δισ. ευρώ με επιτόκιο 0,05%, καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν αναγνωρίζει από χθες ως επαρκείς τις εξασφαλίσεις (ενέχυρα) που διαθέτουν και που σε συντριπτικό βαθμό σχετίζονται με χρηματοδοτικά μέσα (ομόλογα- εγγυήσεις) που εκδίδονται ή είναι εγγυημένα από το Ελληνικό Δημόσιο.

Έτσι, τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να απευθύνονται υποχρεωτικά στις πράξεις έκτακτης χορήγησης ρευστότητας του ELA για να λαμβάνουν τη ρευστότητα που χρειάζονται. Μέσω αυτών θα υποκαταστήσουν την ρευστότητα ύψους 45 δισ. ευρώ που αντλούσαν από την ΕΚΤ, αλλά πλέον θα είναι αναγκασμένα να δανείζονται με επιτόκιο 1,55% περίπου. Σημειώνεται πως το 2012, οι ελληνικές τράπεζες βρέθηκαν να έχουν έκθεση στον ELA άνω των 120 δισ. ευρώ και εκείνη την περίοδο το κόστος δανεισμού μέσω του έκτακτου μηχανισμού ξεπερνούσε το 3%, ήτοι ήταν διπλάσιο σε σχέση με σήμερα.

Η Τράπεζα της Ελλάδος στην περίπτωση του ELA λαμβάνει σχεδόν διπλάσιες εξασφαλίσεις (ενέχυρα) από τα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς είναι αυτή που επωμίζεται το κόστος και τους κινδύνους που προκύπτουν από τις πράξεις έκτακτης χορήγησης ρευστότητας. Αξίζει να σημειωθεί πως η χορηγηθείσα ρευστότητα, μέσω των πράξεων ELA στις ελληνικές τράπεζες ήταν μηδενική στις 31.12.2014, ανερχόταν στα 9,8 δισ. ευρώ στις 31.12.2013, ενώ στις 31.12.2012 ήταν στα 101,8 δισ. ευρώ!

Αξίζει να αναφερθεί ότι από τις 22 Μαρτίου 2013 ήταν γνωστό στις ελληνικές τράπεζες, αλλά και σε όλες τις τράπεζες της ζώνης του ευρώ, ότι από την 1η Μαρτίου 2015 δεν θα γίνονται αποδεκτές ως εξασφαλίσεις από την ΕΚΤ καλυμμένες ομολογίες στο κάλυμμα των οποίων συμπεριλαμβάνονται τραπεζικά ομόλογα που φέρουν κρατική εγγύηση, αλλά έχουν εκδοθεί από το ίδιο πιστωτικό ίδρυμα (ή οντότητα στενά συνδεδεμένη με αυτό) το οποίο τις προσκομίζει στο Ευρωσύστημα ως εξασφαλίσεις.

Ακόμη ήταν γνωστό ότι οι αντισυμβαλλόμενοι του Ευρωσυστήματος θα μπορούσαν μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 2015 να προσκομίζουν ως εξασφαλίσεις ομόλογα τα οποία έχουν εκδώσει οι ίδιοι και φέρουν κρατική εγγύηση (αλλά δεν αποτελούν καλυμμένες τραπεζικές ομολογίες) συνολικής αξίας μέχρι της ονομαστικής αξίας των ομολόγων. Η ΕΚΤ απλά χθες «κούρεψε» τη σχετική καταληκτική προθεσμία κατά 17 ημέρες.

Ο ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ

Η αύξηση ή η μείωση των ποσών που αναγκάζονται να αντλούν οι τράπεζες μέσω του ELA συνδέεται άμεσα με τα επίπεδα των καταθέσεων. Τον προηγούμενο Απρίλιο η εξομάλυνση των οικονομικών συνθηκών, η εκ νέου πρόσβαση των πιστωτικών ιδρυμάτων σε χρηματοδότηση μέσω πράξεων του Ευρωσυστήματος και η επαναφορά τους στις διεθνείς χρηματαγορές, μηδένισαν την έκθεσης των ελληνικών τραπεζών στον ELA. Το ίδιο διάστημα το απόθεμα των ελληνικών καταθέσεων είχε βρεθεί στα υψηλότερα επίπεδα της διετίας (165 δισ. ευρώ περίπου).

Σήμερα το υφιστάμενο απόθεμα καταθέσεων εκτιμάται στα 146 δισ. ευρώ, ενώ οι χορηγήσεις ανέρχονται σε 210 δισ. ευρώ περίπου. Αυτό απλά σημαίνει πως οι τράπεζες εμφανίζουν ένα κενό ρευστότητας 64 δισ. ευρώ (το κενό ρευστότητας στις αρχές Δεκεμβρίου ήταν μόλις 49 δισ. ευρώ). Όπως προαναφέρθηκε τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα μέχρι και τις Φεβρουαρίου θα μπορούν να καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος του κενού ρευστότητας τους από τις πράξεις χρηματοδότησης της ΕΚΤ, αλλά εν συνεχεία η μοναδική πηγή άντλησης ρευστότητας θα είναι ο ELA.

Εάν η κατάσταση σε επίπεδο καταθέσεων παραμείνει στα υφιστάμενα επίπεδα θα είναι πολύ πιο εύκολο για τα τραπεζικά ιδρύματα να διαχειριστούν το ζήτημα της ρευστότητας τους. Εάν δεν επικρατήσει ψυχραιμία στα γκισέ οι τράπεζες θα είναι αναγκασμένες να αντλούν ολοένα και μεγαλύτερα ποσά από τον ELA. Ειδικά εάν κληθούν να καλύψουν πρόσθετες εκδόσεις εντόκων γραμματίων του Δημοσίου, οι ανάγκες της ρευστότητας τους θα διογκωθούν περαιτέρω. Σήμερα η έκθεση των τραπεζών στον ELA είναι 5 δισ. ευρώ και προφανώς μέχρι το πρόσφατο ιστορικό υψηλό των 120 δισ. ευρώ υπάρχει μεγάλο περιθώριο.

ΟΙ ΝΟΜΙΚΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ

Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε χθες να διατηρήσει την παρασχεθείσα έκτακτη χρηματοδότηση (ELA) προς την Κεντρική Τράπεζα της Ελλάδας μέχρι τις 18 Φεβρουαρίου. Μετά από αυτή την ημερομηνία η χορήγηση έκτακτης χρηματοδότησης θα επανεξετασθεί.

Η ΕΚΤ συνδέει τη χορήγηση ELA με τη δρομολόγηση προγράμματος της ΕΕ και του ΔΝΤ το οποίο θα διασφαλίζει τη φερεγγυότητα των τραπεζών που λαμβάνουν τη χρηματοδότηση αυτή. Εάν οι τράπεζες κριθούν μη φερέγγυες τότε μπορεί να μην εγκρίνει τη χορήγηση της ρευστότητας (η ελληνική πλευρά υποστηρίζει πως ο περιορισμός αυτός δεν προκύπτει από το καταστατικό της ΕΚΤ).

Ωστόσο, μετά τα πρόσφατα τεστ αντοχής της ΕΚΤ που κατέδειξαν την κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζών και δεδομένου ότι αυτές εποπτεύονται από τον νέο Μηχανισμό Εποπτείας (SSM) της ΕΚΤ θέμα φερεγγυότητας των ελληνικών τραπεζών δεν τίθεται – άμεσα τουλάχιστον.

Εάν η Ελλάδα δεν καταθέσει αίτημα για παράταση τους υφιστάμενου προγράμματος έως τις 28 Φεβρουαρίου ή αίτημα για νέο πρόγραμμα, τότε το ΔΣ της ΕΚΤ από τις 4 Μαρτίου και μετά θα καλείται κάθε δύο εβδομάδες να ανανεώνει την πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών στον ELA και να γνωμοδοτεί για το εάν είναι φερέγγυες ή όχι.

Προφανώς, ακόμη και εάν οι καταθέσεις παραμείνουν στα υφιστάμενα επίπεδα τόσο το κόστος άντλησης ρευστότητας μέσω του ELA, όσο και η ανάγκη των τραπεζών να κρατήσουν σε διαχειρίσιμα επίπεδα το κενό ρευστότητας τους, θα έχουν ως αποτέλεσμα να συγκρατηθούν οι εκταμιεύσεις δανείων και να μειωθεί έτσι η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.