ΑΝ στόχος της νέας ελληνικής κυβέρνησης ήταν να «μπερδέψει» εντελώς τους Ευρωπαίους εταίρους της, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι το πέτυχε.

ΔΕΚΑ μέρες μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα κανείς δεν γνωρίζει τι θα φέρει η επόμενη μέρα. 

ΤΗ στιγμή που ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, δεν χάνει ευκαιρία να επαναλαμβάνει, ότι η Ελλάδα θα πρέπει να τιμήσει την υπογραφή της και να τηρήσει τα συμφωνηθέντα, βγαίνει ο Γιάνης Βαρουφάκης και λέει τα ακριβώς αντίθετα.

ΜΕΤΑ τη συνάντηση που είχε πρόσφατα στο Λονδίνο με τον Βρετανό ομόλογό του, Τζορτζ Όσμπουρν, δήλωσε ότι «είναι θέμα ωρών ή ημερών η συμφωνία που θα λύσει το ελληνικό ζήτημα μια για πάντα».

ΕΚΤΟΤΕ, πέρασε ένα τριήμερο χωρίς να γίνει απολύτως τίποτα και κανείς, από τους ενδιαφερόμενους που θα το «έλυναν», δεν έχει αναφερθεί στο θέμα. 

ΑΝ λέει κάτι η πιο πάνω «λεπτομέρεια», αυτό είναι ότι -για την ώρα τουλάχιστον-, ο καθένας λέει ό,τι του αρέσει και ο συνομιλητής του το αντιλαμβάνεται και το ερμηνεύει όπως γουστάρει.

Η ελληνική κυβέρνηση από την πλευρά της, έχει υποσχεθεί στον ελληνικό λαό ότι θα «σκίσει» το Μνημόνιο και θα διώξει την τρόικα, πριν αρχίσει να διαπραγματεύεται με τους εταίρους και τους δανειστές την περαιτέρω μείωση (ή μονομερή διαγραφή!) του χρέους.

ΑΠΟ τη δική τους πλευρά, οι Ευρωπαίοι έχουν απορρίψει κατηγορηματικά κάθε συζήτηση για νέο «κούρεμα» και επιμένουν ότι η συμφωνία που υπέγραψε η πατρίδα μας, για να της δοθεί το νέο δάνειο των 220 δισεκατομμυρίων ευρώ, προβλέπει την ύπαρξη της τρόικας.

ΜΕ δυο κουβέντες, αυτό που λένε είναι ότι η Ελλάδα πήρε το μεγαλύτερο δάνειο που δόθηκε ποτέ στον κόσμο, με την αυστηρή προϋπόθεση ότι η τρόικα θα αξιολογεί την πρόοδο και εφαρμογή των συμφωνηθέντων.

ΣΥΝΕΠΩΣ, άσχετα τι λέει στους συνομιλητές του και τι δηλώνει στα διεθνή Μέσα Ενημέρωσης ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών, κανείς ακόμα δεν γνωρίζει (ούτε ο ίδιος ο Βαρουφάκης) πού θα καταλήξουν οι διαπραγματεύσεις και αν τελικά γεφυρωθεί το χάσμα που χωρίζει τις δύο πλευρές.

ΜΕΧΡΙ στιγμής όλα δείχνουν ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι μας παραμένουν «κουτουπωμένοι» απέναντί μας γιατί, ουσιαστικά, δεν μπορούν να καταλάβουν τι έχουμε στο μυαλό μας.

ΤΩΡΑ θα μου πείτε ότι είμαστε, ως λαός, τόσο συγχυσμένοι, που ακόμα δεν ξέρουμε ούτε εμείς οι ίδιοι τι έχουμε στο μυαλό μας (και τι θέλουμε), θα ξέρουν οι Ευρωπαίοι;

ΜΑ θα μου πείτε (και δικαιολογημένα) είναι δυνατόν να μην ξέρουν, τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ εδώ και τέσσερα χρόνια έλεγε ότι θα διαγράψει μονομερώς το χρέος, θα «σκίσει» τα Μνημόνια και θα στείλει αδιάβαστους τους τροϊκανούς στα σπίτια τους, να κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν;

ΒΕΒΑΙΩΣ και είναι, αφού όλα τα κόμματα του πλανήτη, όταν βρίσκονται ακόμα στην αντιπολίτευση προβαίνουν σε λεονταρισμούς και υπόσχονται πράγματα που «ξεχνούν» από τη μέρα που αναλαμβάνουν την εξουσία και βρίσκονται απέναντι στην αμείλικτη πραγματικότητα. 

ΤΗΝ ίδια συνταγή πίστευαν (και συνεχίζουν να πιστεύουν) ότι το ίδιο μονοπάτι θα ακολουθήσει και η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα όταν αντιληφθεί, ότι όσα υποσχέθηκε πως θα κάνει δεν μπορούν να γίνουν, γιατί τα λεφτά έχουν σταματήσει να φυτρώνουν στα λιβάδια. 

ΞΕΧΝΟΥΝ, βέβαια, οι άνθρωποι ότι οι ουτοπικές εμμονές του ελληνικού λαού και η νοοτροπία με την οποία έχει γαλουχηθεί δεν έχει προηγούμενο.

ΤΟΥΣ διαφεύγει ότι από τη στιγμή που κάποιος γεννιέται Έλληνας τού χρωστάει ολόκληρος ο κόσμος, περισσότερα απ’ όσα χρωστά ο ίδιος ο λαός στην Μιχαλού…

ΕΙΜΑΣΤΕ ένας λαός που του λείπει η στοιχειώδης αυτογνωσία και δεν έχει καμιά αντίληψη για το πού βρίσκεται η χώρα και ποιες πραγματικά είναι οι δυνατότητές της. 

ΣΤΗ συνέχεια αναδημοσιεύω από τον ιστότοπο «Μεταρρύθμιση» ένα μικρό, αλλά σχετικό άρθρο της δημοσιογράφου, Αγγελικής Σπανού, με τίτλο «Τι χώρα είναι αυτή;». 

ΝΑ πώς έχει το άρθρο της Αγγελικής, που αναφέρεται στο μεγάλο έλλειμμα αυτογνωσίας του… εξυπνότερου λαού του κόσμου: 

«EΝΑΣ λόγος που δεν μας καταλαβαίνουν οι ξένοι και κάνουν συνεχώς λάθος αναγνώσεις της ελληνικής κατάστασης είναι, ίσως, ότι ούτε οι ίδιοι ξέρουμε ή αναγνωρίζουμε ποιοι είμαστε.

Η συλλογική αυτογνωσία είναι εξαιρετικά χαμηλή και κυριαρχεί ο εξωραϊσμός της αυτοεικόνας μας με την επίκληση της σοφίας του λαού από τα κόμματα αλλά και με την -μελοδραματική συχνά- επίδειξη κατανόησης από το σύστημα απέναντι ακόμη και στα πιο αποκρουστικά κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας.

ΛΕΓΕΤΑΙ, για παράδειγμα, με έμφαση ότι, αφού η Χρυσή Αυγή κατάφερε ξανά να είναι τρίτη δύναμη, με την ηγετική της ομάδα έγκλειστη στον Κορυδαλλό για δολοφονίες και άλλα κακουργήματα, μήπως να ξαναδούμε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε το δημοκρατικό πολιτικό σύστημα το νεοναζιστικό κόμμα, αφού η μέθοδος που ακολουθήθηκε δεν απέδωσε. 

ΔΕΝ πολυσυζητείται, αντίθετα, πόσο αποκαλυπτικό είναι αυτό το φοβερό φαινόμενο για την ποιότητα της παιδείας ενός σημαντικού τμήματος της ελληνικής κοινωνίας, για τη βαθύτερη σχέση πολλών με τη δημοκρατία και τη νομιμότητα, για τις παρενέργειες του φανατισμού και της απλοϊκής σκέψης, για την αποενοχοποίηση της βίας, για την κακία τόσων ανθρώπων της διπλανής πόρτας που φανερώνονται όταν κρύβονται στο παραβάν.

ΚΑΓΧΑΖΟΥΜΕ, ας πούμε, για το 0,4% της ΔΗΜΑΡ και μπορούμε να απαριθμήσουμε έναν μακρύ κατάλογο με τις αιτίες του καταποντισμού της, αλλά δεν έχουμε και πολλά να πούμε για το ότι η Τελεία του Απ. Γκλέτσου με υποψήφια την Κ. Στανίση, πέτυχε ένα 1,77% και κάτι αντίστοιχο η Ένωση Κεντρώων του Βασίλη Λεβέντη. 

ΑΛΛΩΣΤΕ, το βρίσκουμε κανονικό ότι κάποιοι αγανακτισμένοι σπάνε πλάκα με την ψήφο τους, όπως φυσικά δεν μας εκπλήττει η πρωτιά της Ραχήλ Μακρή με το ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ στην Κοζάνη, η δικαίωση του Π. Χαϊκάλη, που μετά την περιπέτειά του με τους κοριούς επανεξελέγη, η ανταμοιβή του Βορίδη που μετά το εμφυλιοπολεμικό του κήρυγμα έσκισε στην περιφέρειά του, η επιβράβευση του Νικολόπουλου των ΑΝΕΛ από τους Αχαιούς συμπολίτες του που, προφανώς, δεν είχαν ενοχληθεί από το χυδαίο ομοφοβικό tweet του σε βάρος του πρωθυπουργού του Λουξεμβούργου. 

ΣΧΕΤΙΚΟ και άσχετο ότι ο Βαρουφάκης πέρασε κατά αρκετές χιλιάδες σταυρούς τον Δραγασάκη στην Β’ Αθήνας.

ΣΕ πολλούς, μάλιστα, αρέσει που το ΠΑΣΟΚ τιμωρήθηκε και βρέθηκε στην τελευταία θέση της κατάταξης των κοινοβουλευτικών κομμάτων, πολύς τηλεοπτικός χρόνος αναλώνεται για να αναλυθεί το γεγονός αυτό. 

ΡΙΧΝΕΙ ο καθένας και από ένα βελάκι ή μια πέτρα πάνω στην πεσμένη παράταξη, αλλά δεν αφιερώνεται ο ίδιος χρόνος για να εξηγηθεί η αντοχή των ΑΝΕΛ που, πιστεύοντας πως οι Εβραίοι πληρώνουν λιγότερους φόρους, πέρασαν το ΠΑΣΟΚ χωρίς αυτό να θεωρείται σύμπτωμα παρακμής.

ΚΑΙ βέβαια πέφτει γέλιο που ο Λεβέντης κέρδισε περισσότερους σταυρούς από τον Βενιζέλο στην Α’ Θεσσαλονίκης, σαν ο εξευτελισμός να αφορά τον Βενιζέλο και όχι τους ψηφοφόρους που έκαναν αυτή την επιλογή.

ΠΕΡΑ από την εκπροσώπηση στο κοινοβούλιο φασιστών και εκφραστών του πολιτικού underground, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και η περίφημη μετακινούμενη ψήφος, οι εκλογικοί αναλυτές τη λένε «δανεική». 

ΟΙ Νεοδημοκράτες που χάρισαν στον ΣΥΡΙΖΑ την εκτίναξη του ποσοστού του ήθελαν να διαμαρτυρηθούν για τον ΕΝΦΙΑ κ.ο.κ., αλλά δεν σταμάτησαν στο Ποτάμι, πήγαν κατευθείαν στον βασικό πολιτικό αντίπαλο. 

ΓΙΑΤΙ άραγε; Έγιναν ξαφνικά αριστεροί; Δεν πιστεύουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς; 

ΤΟ πιθανότερο είναι ότι πήγαν εκεί γιατί τους είναι οικείος ο πελατειακός κώδικας που χρησιμοποιείται και ο οποίος είναι τόσο ισχυρός ώστε υπερβαίνει τις πολιτικές, αισθητικές και αξιακές διαφορές. 

ΤΕΛΙΚΑ, ιδεολογικοποιείται ο λαϊκισμός και αυτό καθορίζει τη νέα διαχωριστική γραμμή.

ΚΑΠΩΣ έτσι φτάνουμε στην κυβερνητική συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ. Δεν είναι καταναγκασμός για το κόμμα του Α. Τσίπρα, είναι επιλογή. 

ΚΑΙ δεν πρόκειται για λεπτομέρεια, αλλά για την ουσία. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανέχεται απλώς τους ΑΝΕΛ και ό,τι αντιπροσωπεύουν, τους ξεπλένει. 

Ο Α. Τσίπρας επιμένει στις αρχές του με τον πολιτικό όρκο, αφήνει λουλούδια στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής (δυο συγκλονιστικές στιγμές, λυτρωτικές μετά την κυριαρχία της λούμπεν δεξιάς) και ύστερα μοιράζει τα υπουργεία με τον Π. Καμμένο. Αντιφάσεις; Μακάρι να ήταν μόνο αυτό».

ΑΥΤΑ για σήμερα και ας ελπίσουμε ότι δεν θα ξεσπάσει «εμφύλιος» πόλεμος στους κόλπους της νέας κυβέρνησης μετά τη δήλωση του Βαρουφάκη για «επιμήκυνση» και όχι διαγραφή του χρέους. Για χαρά.