Με ζωή μυθιστορηματική, που εμπεριέχει από την ορφάνια έως και τη φιλοξενία του στο παλάτι από τη βασίλισσα Φρειδερίκη, η οποία ενθουσιάστηκε με τη φωνή του, ο Αλέκος Κιτσάκης, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 81 ετών, έμεινε στην ιστορία του παραδοσιακού τραγουδιού ως «το αηδόνι της Ηπείρου» και «ο Στέλιος Καζαντζίδης του δημοτικού τραγουδιού». Με πρωτόγνωρη δύναμη και έκταση φωνής, χαρακτηριστική για τα μελωδικά της γυρίσματα, ο Κιτσάκης τραγούδησε χιλιάδες τραγούδια, δικά του και άλλων, που εξύμνησαν την πατρίδα του την Ήπειρο, τη φυσική ομορφιά του τοπίου, την ποιμενική ζωή, την ξενιτιά, τον έρωτα, αλλά και τους αγώνες του ελληνικού έθνους.
Οι Έλληνες της Αυστραλίας είχαν την ευκαιρία να τον γνωρίσουν και να τον χαρούν από κοντά.
Ποιος θα ξεχάσει πολλές χιλιάδες Έλληνες να τον απολαμβάνουν στο Peninsula Gardens του Rosbund στις αρχές της δεκαετίας του ’80;
Γεννημένος στο Ριζοβούνι του νομού Πρέβεζας το 1934, ορφανεύει μικρός και εγκαθίσταται στην Αθήνα, όπου και αρχίζει να συμμετέχει σε εκδηλώσεις της Ηπειρωτικής Ομοσπονδίας. Τελειώνει το Δημοτικό Σχολείο στο Οικοτροφείο Κέρκυρας και τον Σεπτέμβριο του 1949 στέλνεται στη Μέση Γεωπονική Σχολή Πατρών. Παράλληλα, σπουδάζει στο Ωδείο Πατρών, ψέλνει σε εκκλησία και παρουσιάζεται σε ραδιοφωνικές εκπομπές για το δημοτικό τραγούδι. Με τη βοήθεια του Μανώλη Καλομοίρη, παίρνει υποτροφία για το Εθνικό Ωδείο Αθηνών. Στρατεύεται και όταν επιστρέφει συνεργάζεται με την Odeon ξεκινώντας τη σταδιοδρομία του στη μουσική βιομηχανία. Υπολογίζεται ότι έχει ηχογραφήσει 2.500 τραγούδια.
Συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού τραγουδιού, τους καλύτερους σολίστες στο κλαρίνο και υπήρξε δημιουργός κι ερμηνευτής του ύμνου του ΠΑΣ Γιάννενα, στη δεκαετία του ’70.
Η κηδεία του έγινε στον Άγιο Νικόλαο Κοπάνων, στα Γιάννενα.