Σε κλίμα βαθιάς συγκίνησης, η κοινότητα της Βρισβάνης αποχαιρέτησε έναν από τους επιφανέστερους πολίτες του Κουίνσλαντ κι έναν παθιασμένο υπέρμαχο της πολυπολιτισμικής Αυστραλίας. Πλήθος κόσμου -οι παρευρισκόμενοι υπολογίζονται σε περισσότερους από 1000- συνόδευσαν τον Νικ Ξυνιά στην τελευταία του κατοικία, ανάμεσά τους ο απερχόμενος πρέμιερ του Κουίνσλαντ, Campbell Newman, η νικήτρια των εκλογών Anastacia Palaszczuk και ο δήμαρχος Βρισβάνης, Graham Quirk, ο οποίος τίμησε την μνήμη του θανόντα, λέγοντας μεταξύ άλλων: «Η ζωή του Νικ ήταν μια ζωή ανιδιοτελούς συνεισφοράς.
Για περισσότερα από σαράντα χρόνια εργάστηκε ακούραστα για να δώσει φωνή στους Αυστραλούς που προέρχονται από διαφορετικά πολιτισμικά ή γλωσσικά περιβάλλοντα. Ως μετανάστης ο ίδιος, ο Νικ είχε επίγνωση των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι νέοι μετανάστες. Αφιέρωσε χωρίς δισταγμό την ζωή του στην υπέρβαση αυτών των εμποδίων. Εργάστηκε για να μεταδώσει στους άλλους την αγάπη του για την Βρισβάνη, το Κουίνσλαντ και την Αυστραλία. Και γι’ αυτήν την δουλειά του τον τιμούμε και τον θυμόμαστε.»
Καταγόμενος από την Λήμνο, ο Νικόλαος Ξυνιάς γεννήθηκε στην Ισμαηλία της Αιγύπτου το 1933, όπου είχαν μεταναστεύσει οι γονείς του. Εργάστηκε ως μηχανικός με τον βρετανικό στρατό, προτού εγκαταλείψει την Αίγυπτο το 1956, προς αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης στην Αυστραλία. Εγκαταστάθηκε στην Βρισβάνη, όπου ανέπτυξε επιχειρηματική και κοινωνική δραστηριότητα. Υπήρξε μέλος της Αυστραλο-Ελληνικής Εκπαιδευτικής Προοδευτικής Οργάνωσης ΑΧΕΠΑ από το 1964, ενώ το 1976 ήταν συνιδρυτής του Συμβουλίου Εθνικών Κοινοτήτων Κουίνσλαντ (ECCQ). Το 1982 τού απονεμήθηκε το Μετάλλιο της Βρετανικής Αυτοκρατορίας από την Βασίλισσα Ελισάβετ, ενώ αργότερα τιμήθηκε και με το Μετάλλιο του Τάγματος της Αυστραλίας.
Αν και σταμάτησε να εργάζεται το 1994, δεν έπαψε ποτέ να ασχολείται με τα κοινά, παραμένοντας ένας από τους πιο ένθερμους σταυροφόρους του πολυπολιτισμού μέχρι το τέλος της ζωής του. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά: «Δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να τα βρούμε μεταξύ μας. Ο πολυπολιτισμός μάς ωθεί να αποδεχτούμε ο ένας τον άλλο και να σεβαστούμε ο ένας τον άλλο. Δεν σημαίνει ότι πρέπει να συμφωνούμε απαραίτητα».