Μπορεί η καριέρα του να απογειώθηκε ταξιδεύοντας με το «Σπασμένο Καράβι», στις 14 Φεβρουαρίου όμως, ο Δημήτρης Μπάσης, θα προσγειωθεί στο Λονσντέηλ Στρητ Φέστιβαλ, με σκοπό να ταξιδέψει το κοινό της Μελβούρνης με τη μουσική του.
«Παρότι είναι η τρίτη μου φορά στην Αυστραλία, είναι η πρώτη φορά που έρχομαι στους Αντίποδες. Μου είχε ξαναγίνει πρόταση στο παρελθόν, αλλά οι προγραμματισμένες εμφανίσεις μου σε μαγαζιά της Αθήνας δεν μου επέτρεπαν ένα τέτοιο ταξίδι».
Φέτος ο Δημήτρης κάνει χειμερινή περιοδεία στην Ελλάδα, επιτρέποντας στον εαυτό του ένα ταξίδι αστραπή στην Αυστραλία μαζί με την ορχήστρα του και την πολλά υποσχόμενη Ζωή Παπαδοπούλου.
«Θα ήθελα να μείνω περισσότερο», λέει. «Η Αυστραλία είναι για μένα μία από τις ομορφότερες χώρες στον κόσμο».
«Τη δεύτερη φορά που ήμουν εδώ, το 2003, έμεινα είκοσι μέρες και επισκέφθηκα σχεδόν όλες τις πόλεις».
Παιδί μεταναστών και ο ίδιος, αισθάνεται ένα ιδιαίτερο συναισθηματικό δέσιμο με τις ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού όταν βρίσκεται στη σκηνή.
«Γεννήθηκα στη Γερμανία», λέει και συνεχίζει, «οι γονείς μου έφυγαν με το μεταναστευτικό ρεύμα τις δεκαετίας του ’50, τότε που ο ελληνισμός σκορπίστηκε σε όλο τον πλανήτη».
«Βίωσα την ψυχολογία του μετανάστη, ξέρω καλά πως είναι να φεύγεις και να ζεις, να δουλεύεις σε μια ξένη χώρα, περιμένοντας να γυρίσεις στην πατρίδα σου, για να προσφέρεις στην οικογένειά σου καλύτερες συνθήκες, καλύτερη ποιότητα ζωής».
Μια ιδιαίτερη συνεργασία του Δημήτρη, αφιερωμένη στους Έλληνες που ζουν μακριά από την πατρίδα, είναι «Το Τραγούδι του Μετανάστη». Πρόκειται για μια καλλιτεχνική σύμπραξη με τη Γιώτα Νέγκα, που έλαβε χώρα στο Μικρό Θέατρο της Επιδαύρου, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών. Οι δυο τους ερμήνευσαν αποκλειστικά τραγούδια που γράφτηκαν για το μετανάστη και την ξενιτιά.
«Αυτά τα τραγούδια έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στην διατήρηση του δεσμού των ξενιτεμένων, με την πολιτιστική τους κληρονομιά».
«Θυμάμαι που μαζευόμασταν σε σπίτια οι Έλληνες στη Γερμανία και ακούγαμε ελληνικά τραγούδια».
«Ακόμη έχω ζωντανή την εικόνα των δικών μου εκεί που χορεύουν, να κλαίνε, φέρνοντας στο μυαλό τους την πατρίδα και τα αγαπημένα πρόσωπα που άφησαν πίσω».
Επιστέφοντας στην Ελλάδα, και από πολύ μικρή ηλικία, ξεκίνησε να ασχολείται με τη Βυζαντινή μουσική.
«Από εκεί ξεκίνησαν όλα. Τη Βυζαντινή μουσική. Αυτό σπούδασα και ήταν ένα εφόδιο που με βοήθησε πάρα πολύ στην πορεία μου ως τραγουδιστής».
«Το τραγούδι είναι η μεγάλη μου αγάπη. Ένα όνειρο ζωής που έγινε πραγματικότητα. Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να μην τραγουδά. Από τα 20 μου ζω από το τραγούδι. Για μένα δεν είναι απλά δουλειά αλλά τρόπος ζωής».
Πέρα από την έκθεση που του δίνει το τραγούδι, ο Δημήτρης ουδέποτε έχει απασχολήσει τα μέσα με την προσωπική του ζωή. Ο γάμος και η γέννηση του πρώτου του παιδιού, μαθεύτηκαν μήνες μετά.
«Ειλικρινά, δεν κάνω καμία προσπάθεια εγώ για να προστατεύσω ή να κρύψω την προσωπική μου ζωή», λέει.
«Ιδιαίτερη προσπάθεια κάνουν όλοι αυτοί που προκαλούν είτε δημοσιοποιούν την προσωπική του ζωή».
«Θέλω να απασχολώ τα φώτα της δημοσιότητας μόνο όταν έχω κάτι να πω ή να παρουσιάσω μια νέα δουλειά, μια συναυλία».
Ο ίδιος έχει δηλώσει στο παρελθόν, ότι όντας καθαρά λαϊκός τραγουδιστής, δεν επιθυμεί να συνεργαστεί με συναδέλφους που ανήκουν στο φάσμα του ελαφρολαϊκού ή ποπ τραγουδιού, σε μια προσπάθεια να κρατήσει αναλλοίωτη την καλλιτεχνική του ταυτότητα. Αυτή η δήλωση ήταν ένας από τους λόγους που η συνεργασία του με την τηλεοπτική παρουσιάστρια Νάντια Μπουλέ, εξέπληξε το Αθηναϊκό κοινό. Ο άλλος ήταν το απρόσμενα δεμένο αποτέλεσμα.
«Εγώ τη Νάντια την άκουσα πρώτη φορά να τραγουδά με το Μανώλη Λιδάκη», εξηγεί.
«Δεν επέλεξα να συνεργαστώ με ένα τηλεοπτικό πρόσωπο, αλλά με ένα κορίτσι που έχει μουσική παιδεία και τεράστιες φωνητικές δυνατότητες».
Φυσικά, δεν είναι η πρώτη φορά που ο τραγουδιστής επιλέγει να συνεργαστεί με νέα πρόσωπα.
«Η Ραλλία Χρηστίδου και η Ζωή Παπαδοπούλου π.χ., έχουν πολύ καλές φωνές και τα δείγματα δουλειάς τους είναι πραγματικά αξιόλογα. Για μένα τα παιδιά αυτά είναι το μέλλον του ελληνικού τραγουδιού», λέει.
«Δεν είμαστε και πολύ μακριά ηλικιακά, αλλά αυτό που μετρά για μένα, είναι να μιλάμε την ίδια γλώσσα στη μουσική».
Ο Δημήτρης Μπάσης, μετρά πλήθος αξιόλογων συνεργασιών. Έχει μοιραστεί την σκηνή με το Γιώργο Νταλάρα, τη Χάρις Αλεξίου, το Γιώργο Μητροπάνο, τον Πασχάλη Τερζή, το Χρήστο Νικολόπουλο, την Άλκηστη Πρωτοψάλτη, τη Δήμητρα Γαλάνη, τη Γλυκερία κ.α.
«Είχα την τύχη να γνωρίσω το Μίκη Θεοδωράκη και να κάνω δύο δίσκους μαζί του», λέει.
«Διηύθυνε τις συναυλίες μου δύο χρόνια».
Πριν από χρόνια, είχε δηλώσει πως ήθελε να συνεργαστεί με το Θάνο Μικρούτσικο, του οποίου η «λαϊκή» πλευρά ως μουσικοσυνθέτη, τον είχε κερδίσει. Αυτό συνέβη, και εκτός από την συνεργασία που προέκυψε επί σκηνής, αναμένουμε μία ιδιαίτερη δισκογραφική δουλειά, που θα φέρει την υπογραφή του.
«Είμαι στο στούντιο δουλεύοντας τραγούδια του και περιμένω κι άλλα, ενώ σκέφτομαι πως τα μεγαλύτερά μου όνειρα έχουν γίνει πραγματικότητα».
Στο νέο δίσκο που θα κυκλοφορήσει σε λίγους μήνες, συναντιέται ξανά και με το Χρήστο Νικολόπουλο.
«Με το Χρήστο ξεκίνησα την καριέρα μου και του χρωστάω πάρα πολλά για τί εκείνος με σύστησε στον κόσμο».
«Αναμφισβήτητα, είναι ένας δίσκος για τον οποίο αισθάνομαι περήφανος και θα αποτελέσει σημαντικότατο κομμάτι της πορείας μου».
Ο Δημήτρης δεν σταματά να προσπαθεί όμως. Θέλει να συνεχίσει να παράγει τραγούδια που θα γίνονται αγαπητά από το κοινό, παραμένοντας συνεπής και στον εαυτό του.
«Δούλεψα πολύ σκληρά για να τα καταφέρω. Τίποτα δεν μου χαρίστηκε», εξομολογείται.
«Για μένα το πιο δυνατό ερέθισμα είναι η αγάπη του κοινού. Έμπνευση για μένα είναι να βλέπω τον κόσμο να χαίρεται και να αισθάνεται τα τραγούδια μου σε βαθύτερο επίπεδο».
Τι γίνεται όμως όταν το κοινό μιας χώρας όπως η Ελλάδα, ζει με το άγχος της οικονομικής κρίσης και του αβέβαιου κοινωνικοπολιτικού σκηνικού; Πώς παραμένει πιστό στον αγαπημένο του καλλιτέχνη;
«Κακά τα ψέματα, δεν ξεκίνησε όλο αυτό τώρα. Κοντεύουν πέντε χρόνια από τότε που η κρίση ‘επιβλήθηκε’ στην ελληνική κοινωνία, πράγμα εμφανές στην Αθηναϊκή νύχτα».
«Μια πόλη πέντε εκατομμυρίων που διασκέδαζε κάθε μέρα, βγαίνει μόνο, αν βγει, Παρασκευή και Σάββατο», τονίζει.
Η κρίση έχει επηρεάσει την καθημερινότητα και κατά συνέπεια δραστηριότητες που όσο κι αν είναι συνυφασμένες με το ταμπεραμέντο του Έλληνα, δεν παύουν να αποτελούν αγαθά πολυτελείας.
«Η κρίση είναι πάρα πολύ βαθιά και οι καλλιτέχνες οφείλουμε να προσαρμοζόμαστε με βάση τα δεδομένα αυτά. Έχουμε ρίξει τις τιμές όσο πιο χαμηλά και θα το παλέψουμε», επιμένει.
«Όλοι μας. Όχι μόνο οι καλλιτέχνες. Ζούμε σε μία πανέμορφη χώρα την οποία από κοινού την καταντήσαμε όπως την καταντήσαμε, γι’ αυτό πρέπει να μείνουμε όρθιοι και να το παλέψουμε όχι μόνο για μας αλλά και για τα παιδιά μας».