Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος, η καρδιά της ελληνικής παροικίας χτυπά στο κέντρο της Μελβούρνης, στο Lonsdale Street. Σημείο αναφοράς και τόπος συνάντησης ανθρώπων που εκπροσωπούν διαφορετικές γενιές και διαφορετικές περιοχές της Ελλάδας, αποτελεί μία πανηγυρική εκδήλωση της ελληνικής ταυτότητας, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, ειδικά για τη νεότερη γενιά.
Ειδικά για τους νεοφερμένους, το ‘γλέντι’ στο Lonsdale Street είναι μία ευκαιρία να συνδεθούν με όσα άφησαν πίσω, όταν αποφάσισαν να κάνουν το μεγάλο ταξίδι. Ο «Ν.Κ.» συνάντησε τρεις περιπτώσεις ανθρώπων που βρέθηκαν στην Αυστραλία τα τελευταία τρία χρόνια και μοιράστηκαν μαζί μας την εμπειρία τους από το Φεστιβάλ και τις σκέψεις τους για τον τρόπο που αντιπροσωπεύεται ο ελληνικός πολιτισμός, 15 χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο που παράγεται.
ΤΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΠΟΥ ΣΗΚΩΝΕΙ
ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΝΑΠΕ
«Θεωρώ ότι οι ‘Αντίποδες’ είναι η κορυφαία ελληνική πολιτιστική εκδήλωση στη Μελβούρνη, αν όχι στο σύνολο της Αυστραλίας» δηλώνει ο Δημήτρης Μαθέας, δημοσιογράφος στον ραδιοφωνικό σταθμό 3ΧΥ, ο οποίος επέστρεψε στην Αυστραλία πριν από τρία χρόνια, μετά από 25 χρόνια παραμονής στην Ελλάδα. «Εκτός από την κεντρική εκδήλωση που παρουσιάζει κάθε χρόνο το ‘Γλέντι’ είναι πολύ σημαντική η παρουσία των παραδοσιακών χορευτικών συγκροτημάτων από όλα τα μέρη της Ελλάδας» τονίζει ο κ. Μαθέας περιγράφοντας ως ιδιαίτερα συγκινητική την συνολική ατμόσφαιρα του Φεστιβάλ, που ντύνει το κέντρο της Μελβούρνης με τα χρώματα της γαλανόλευκης.
«Από τις αναμνήσεις που μού έχουν αφήσει πιο έντονη εντύπωση είναι ασφαλώς η συμμετοχή του κόσμου στη συναυλία του Μιχάλη Χατζηγιάννη που τραγούδησε κάτω από καταρρακτώδη βροχή». Το χαρακτηριστικό του Φεστιβάλ, σύμφωνα με τον δημοσιογράφο είναι, η συνύπαρξη των διαφορετικών ηλικιών: «Έχω δει όλες τις ηλικίες, από μωρά μέχρι παππούδες, από την πρώτη μέχρι την τέταρτη γενιά Ελληνοαυστραλών. Αυτό είναι και το μέτρο της επιτυχίας: είναι το Φεστιβάλ που κατάφερε να σηκώσει τον Έλληνα από τον καναπέ». Βέβαια, αυτές οι διαφορετικές γενιές, έχουν σαφέστατα διαφορετικές αναζητήσεις: η πρώτη γενιά είναι περισσότερο προσκολλημένη στο παραδοσιακό τραγούδι, το δημοτικό τραγούδι, τα παλιά λαϊκά και τη φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη, ενώ οι νεότεροι θέλουν να ακούσουν πιο σύγχρονα πράγματα, είτε στο λαϊκό τραγούδι, είτε στο έντεχνο τραγούδι, ή ακόμη και από την ελληνική ροκ σκηνή. «Τα ενδιαφέροντα των μεγαλύτερων είναι πολύ συγκεκριμένα» συμφωνεί ο κ. Μαθέας.
«Όσο για τους νεότερους, εκείνοι που ενδιαφέρονται, ψάχνουν και βρίσκουν, αλλά προσωπικά θα ήθελα να δω να στήνεται μία σκηνή και γι’ αυτά τα είδη που δεν αντιπροσωπεύονται. Είναι σημαντικό να έρχονται καλές παραγωγές από την Ελλάδα γιατί όταν έρχεται κάτι από την πατρίδα φέρνει άλλον αέρα εδώ, μας βοηθάει να καταλάβουμε την εξέλιξη του πολιτισμού. Κυρίως, λείπουν κάποιες πολύ καλές ελληνικές θεατρικές παραγωγές. Με φωτεινή εξαίρεση την παράσταση που έδωσε ο θίασος του Βασίλη Κολοβού, δεν έχω δει κάτι άλλο ανάλογης ποιότητας. Θα μπορούσε να υπάρξει μία συνεργασία με το Εθνικό Θέατρο και καλό θα ήταν να έρθει σε επαφή η κοινότητα με τον νέο υπουργό Πολιτισμού για να γίνει κάτι προς αυτήν την κατεύθυνση». Πατέρας δύο παιδιών, ηλικίας έξι και τριών ετών, ο Δημήτρης Μαθέας ανήκει στην πολυπληθή ομάδα των νεοφερμένων που προσπαθούν να κρατήσουν ζωντανή την ελληνική ταυτότητα και κυρίως την ελληνική γλώσσα. «Η γλώσσα είναι η ταυτότητα του πολιτισμού» λέει χαρακτηριστικά, εξαίροντας τη δουλειά που κάνει σ’ αυτόν τον τομέα η Κοινότητα.
«Στις εκδηλώσεις του ελληνικού σχολείου τα παιδιά μαθαίνουν χορούς, τραγούδια, θεατρικά σκετς από τη μυθολογία ή τη λαογραφία. Τους γοητεύει αυτή η επαφή με το ελληνικό στοιχείο, γιατί είναι πολύ σημαντικό το πώς θα το μεταδώσεις». Θα μπορούσαν οι Αντίποδες να είναι η αφορμή για να μεταδοθεί ο ελληνικός πολιτισμός και στους εκπροσώπους άλλων εθνικών ομάδων; «Αν υπάρχει τρόπος να απευθυνθεί το Φεστιβάλ και σε ανθρώπους που δεν είναι ελληνικής καταγωγής, θα ήταν ευχής έργο, γιατί η Αυστραλία είναι μία πολυπολιτισμική κοινωνία. Αλλά η προτεραιότητα θα πρέπει να είναι οι Ελληνοαυστραλοί, πώς να διατηρήσουμε την ταυτότητα και την γλώσσα μας». Καταλήγοντας, ο κ. Μαθέας τονίζει ότι ο πολιτισμός δεν έχει στεγανά. «Όλοι συμβάλλουν, ο καθένας από την δική του θέση: από το Φεστιβάλ, από το ραδιόφωνο και τις ελληνικές εφημερίδες μέχρι τον σύλλογο ηλικιωμένων της πιο απομακρυσμένης περιοχής της Ελλάδας, ακόμη και την εκκλησία».
ΑΡΩΜΑ ΕΛΛΑΔΑΣ
ΜΕ ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΙΚΟ ΚΟΣΤΟΣ
Στη σημασία του ρόλου της θρησκείας συμφωνεί και η κ. Ράνια Χουσού, περιγράφοντας τη συγκίνηση που ένιωσε παρακολουθώντας τον αγιασμό το πρωί της πρώτης μέρας στο ελληνικό σχολείο, όπου πηγαίνουν τα παιδιά της, ηλικίας τεσσάρων και έξι ετών. «Είναι πολύ σημαντικό τα παιδιά να παρακολουθούν τις ελληνικές παραδόσεις», τονίζει. «Μαθαίνουν για τις Απόκριες, για το Πάσχα και είναι ωραίο να βλέπεις να συνδυάζονται διαφορετικές παραδόσεις, να φτιάχνουν λαμπάδες, αλλά και να βγαίνουν με τα καλαθάκια τους να βρουν τα αβγά που κρύβει το κουνελάκι. Το πιο σημαντικό είναι ότι τα παιδιά των νεοφερμένων, που έχουν ως πρώτη γλώσσα τα Ελληνικά, έρχονται σε επαφή με άλλα παιδιά που μιλούν την ίδια γλώσσα και ζουν τις ίδιες καταστάσεις».
Για την ίδια και την οικογένειά της, όπως και για την πλειοψηφία των νεοφερμένων, το ‘Γλέντι’ στο Lonsdale St. αποτελεί μία νέα παράδοση, ένα σημείο αναφοράς. «Είναι το σημείο συνάντησης των Ελλήνων» εξηγεί. «Μού θυμίζει τα δικά μας πανηγύρια στην Ελλάδα, με τα παραδοσιακά εδέσματα, το κρασί, τα χορευτικά συγκροτήματα, τις μυρωδιές. Πηγαίνουμε οπουδήποτε μυρίζει Ελλάδα: στο Φεστιβάλ, στο Ελληνικό Μουσείο, στη γιορτή της ελιάς στο Red Hill».
Αυτό που είναι κοινός τόπος στους ανθρώπους που έχουν έρθει στην Αυστραλία τα τελευταία χρόνια, είναι ότι προέρχονται από την μεσαία τάξη, που σημαίνει ότι είχαν μεγάλη επαφή με τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό: παρακολουθούσαν θέατρο, πήγαιναν σε συναυλίες, διάβαζαν βιβλία, είχαν ενδιαφέροντα, που προσπαθούν να τα κρατήσουν ζωντανά και στην Αυστραλία.
«Ευτυχώς που υπάρχουν οι βιβλιοθήκες και το διαδίκτυο», λέει χαρακτηριστικά η κ. Χουσού, η οποία επισημαίνει τη δυσκολία να έρθει κανείς σε επαφή με ό,τι νέο συμβαίνει στον ελληνικό πολιτισμό. Η ίδια παρακολουθεί ελληνική τηλεόραση και τα προγράμματα των αθηναϊκών ραδιοφωνικών σταθμών από το διαδίκτυο, θεωρώντας ότι το ελληνικό τραγούδι δεν αντιπροσωπεύεται στο ραδιοφωνικό τοπίο της Μελβούρνης. Όσο για τα βιβλία, το απαγορευτικό κόστος τους στα λίγα καταστήματα που διαθέτουν ελληνικά βιβλία, την έχει στρέψει στη δανειστική βιβλιοθήκη της περιοχής της, η οποία είναι πολύ ενημερωμένη με πρόσφατες κυκλοφορίες.
«Είναι ωραίο συναίσθημα να βλέπεις καινούρια ελληνικά βιβλία στη βιβλιοθήκη. Και βεβαίως, θα με ενδιέφερε να παρακολουθήσω και θεατρικές παραστάσεις που θα έρχονταν από την Ελλάδα. Είναι μεγάλη συγκίνηση να βρίσκεσαι εδώ και να νιώθεις ότι έχει έρθει ένας φίλος να σε δει». Αυτή η συγκίνηση ήταν εμφανής και σε συναυλίες όπως εκείνη που έδωσε πρόσφατα ο Γιάννης Πλούταρχος στο Hamer Hall. Όμως το κόστος τέτοιων εκδηλώσεων είναι απαγορευτικό για τους νεοφερμένους, που βλέπουν την επαφή τους με τον πολιτισμό να γίνεται είδος πολυτελείας. «Αυτό που κυκλοφορεί πολύ έντονα, από στόμα σε στόμα» εξηγεί η κ. Χουσού, «είναι ότι οι περισσότεροι Έλληνες καλλιτέχνες έρχονται εδώ για αρπαχτές, ζητώντας πολλά χρήματα σε σχέση με αυτό που προσφέρουν».
«ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ Η ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΕΔΩ»
Την ίδια εμπειρία μεταφέρει και ένα νέο ζευγάρι που βρίσκεται στην Αυστραλία εδώ και δύο χρόνια για σπουδές, η Ο. και ο Κ. B., οι οποίοι προτιμούν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους (τα πλήρη στοιχεία τους βρίσκονται στη διάθεση της εφημερίδας): «Είναι απαγορευτικό για μας να πάμε να ακούσουμε έναν τραγουδιστή που έρχεται εδώ. Μόνο για τα εισιτήρια θα χρειαστεί να πληρώσουμε τουλάχιστον 200 δολάρια που δεν μας περισσεύουν».
Η περιγραφή τους είναι ιδιαίτερα αιχμηρή, σε ό,τι αφορά στα νυχτερινά μαγαζιά που προσπαθούν να αντιγράψουν τα αντίστοιχα ελληνικά. «Στην Ελλάδα βγαίνουμε για να διασκεδάσουμε στη 1 τη νύχτα και γυρίζουμε το ξημέρωμα. Εδώ στις 2.30 έχουν σταματήσει». Το σχόλιο αφορά περισσότερο τις συνήθειες και λιγότερο την ίδια τη μουσική, αλλά μεταφέρει ακριβώς την πολιτισμική διαφορά των νεοφερμένων από τους Ελληνο-Αυστραλούς και τη δυσκολία της προσαρμογής. «Παρακολουθούμε όσο μπορούμε αυτά που συμβαίνουν: πηγαίνουμε στο Ελληνικό Μουσείο, είδαμε την έκθεση του Μουσείου Μπενάκη, θα πάμε και στις κινηματογραφικές προβολές παλιών ταινιών που γίνονται εκεί. Θέλουμε να διατηρήσουμε την επαφή μας με τον ελληνικό πολιτισμό, αλλά εδώ είναι πολύ δύσκολο, γιατί δεν υπάρχει η αυθεντική ελληνική παράδοση. Ακόμη και το γλέντι στο Lonsdale Street, ενώ δεν είναι άσχημο, δεν καταλαβαίνουμε ποιον αντιπροσωπεύει: τον ελληνισμό ή την τρίτη γενιά; Ωραία είναι τα πανηγύρια και τα σουβλάκια, αλλά η Ελλάδα δεν είναι μόνο διασκέδαση και χορός. Αυτή είναι η εικόνα που έχουν οι τριαντάρηδες που πηγαίνουν από εδώ διακοπές στη Σαντορίνη. Ούτε τα νέα της Ελλάδας παρακολουθούν, ούτε πολύ περισσότερο τον πολιτισμό. Δεν καταλαβαίνω γιατί να ξοδεύονται όλα αυτά τα χρήματα σε χορούς και όχι σε προγράμματα που θα μπορούσαν να εκπαιδεύσουν τη νέα γενιά σε σχέση με τον ελληνικό πολιτισμό: από υποτροφίες μέχρι ανταλλαγή μαθητών».
Μιλώντας για τους ‘Αντίποδες’ ο Κ. μεταφέρει την εμπειρία του από το αντίστοιχο φεστιβάλ της ισπανικής κοινότητας, η οποία κατάφερε να μεταφέρει την ισπανική κουλτούρα στους μη Ισπανούς επισκέπτες, τονίζοντας την αυτοαναφορικότητα της ελληνικής διοργάνωσης. «Η Κοινότητα βρίσκεται περίπου 30 με 40 χρόνια πίσω», τονίζει, επισημαίνοντας ότι ειδικά στο ραδιόφωνο είναι εξαιρετικά δύσκολο να ακούσει κανείς καλό ελληνικό τραγούδι.
«Το 3ΧΥ απευθύνεται σε ηλικιωμένους, παίζει αυτά που ξέρουν. Ο ‘Rythmos’ κάνει καλύτερη δουλειά, είναι πιο αντιπροσωπευτικός, αλλά δεν ακούγεται πουθενά. Ενδιαφέρον έχει η εκπομπή του Γιώργου Ηλιόπουλου στον Inner Fm». Ο Κ. παραδέχεται ότι η σύγκριση ανάμεσα στον τρόπο που παράγεται και καταναλώνεται ο ελληνικός πολιτισμός στην Ελλάδα και την Αυστραλία αδικεί λίγο τους ανθρώπους της παροικίας, τόσο αυτός όμως όσο και η σύζυγός του συμφωνούν ότι, αν αποκτήσουν παιδιά, θα επιστρέψουν στην Ελλάδα, θεωρώντας ότι εδώ δεν θα μπορέσουν να τα μεγαλώσουν ως Εληνόπουλα. «Μπορεί να μάθουν ελληνικά, αλλά η νοοτροπία που επικρατεί εδώ δεν έχει καμία σχέση με την Ελλάδα».