Ένας πολιτισμός, όπως έχει λεχθεί, δεν έχει απαραίτητα τοπικό χαρακτήρα. Μπορεί να διαχέεται γεωγραφικά και με άλλα κοινωνικά κριτήρια που του δίνουν ταυτότητα, όπως η γλώσσα, η εθνικότητα, η θρησκεία, η φυλή, κ.ά. Κινούμενοι με αυτή την επίγνωση, φιλοξενούμε εδώ μια από τις πολλές αφηγήσεις του μπάρμπα-Μενέλαου Παριανού από την μεταναστευτική εμπειρία του στην Αυστραλία – ατόμου καταγόμενου από την Αρέθουσα Ικαρίας.
Το κείμενο είναι από το μπλογκ «Η Αρέθουσα» που επιμελείται ο Βασίλης Τσαπαλιάρης και καταπιάνεται με την τοπική Ιστορία και Λαογραφία.
Η ΑΦΗΓΗΣΗ
Ας τα πάρουμε από την αρχή. Πότε ήρθες εσύ εδώ πέρα;
Το είκοσι επτά.
Ναι;
Το είκοσι επτά, λοιπόν – το είκοσι επτά ήρθες.
Εεε. Το είκοσι επτά.
Μετά τη Μικρά Ασία;
Βέβαια.
Α, βέβαια (η κυρά Λαμπρινή – σύζυγος). Τότες δα.
Έκαμα κι αιχμάλωτος. Κι ύστερις, ησκουμπήστηκα εγώ και ήρτα!
Έκαμε αιχμάλωτος, το είκοσι δύο (κυρά Λαμπρινή). Ηπιάστηκε αιχμάλωτος κι ήρτε εις το είκοσι τρία. Κάθισε μέχρι το είκοσι επτά, έφυγε κι` ήρτεν εδώ.
Και πώς ήρτες; Με πρόσκληση είχες έρτει;
Όχι. Εικοσιπέντε λίρες έπρεπε να `χεις. Είκοσι πέντε λίρες είχε το εισιτήριο…
Το εισιτήριο;
Εδώ για να `ρτει, να βγει…. (μπάρμπα Δημοσθένης – αδελφός Μενέλαου)
Εγώ, ηπήα και ήβρα τους Καβουριαραίους, απάνω, στο Kandos.
Ποιος ήταν τότες; Ο Κώστας;
Όχι. Ο Γιώργης με τον Λεωνίδα.
Ααα, ήτανε κι ο Λεωνίδας τότε εδώ;
Αμ, βέβαια.
Και πότε είχαν έρτει;
Εεε;
Πότε, είχανε έρτει;
Αυτοί ήτανε πιο γρήγορα από μένα, άμα ήρτα εγώ που τους ηβρήκα.
Άμα, ήρτα εγώ στην Αυστραλία, λέω, «που να πάω;»
Αρωτώ, τον μπάρμπα σου το Σπύρο.
Ο θείος μου ο Σπύρος ήτανε εδώ;
Ε, ήταν εδώ.
Αα, ήτανε.
Ε, ήτανε κι αυτός με το τσουβάλι!
Από τους πρώτους ήτανε;
Αμέ, βέβαια. Λοιπόν, αφού ηπήρα… ησυμβουλεύτηκα εγώ το Σπύρο: «Τι, `α κάμω», λέω, «βρε Σπύρο; Τι `α κάμω; Εγώ βλέπω σκοτεινά τα πράματα! Αποθάνομε – εν γλιτώνομε!» Λέει «βρεε ξάδελφε», λέει, «`α σου πω να πας στο Kandos» – απάνω, σ` ένα τσιμεντάδικο – ηχτίζανες…
Που ήτανε αυτό;
Ήτανε όξω από… Εκατόν πενήντα μίλια από το Σύδνεϋ, Kandos ηλέγονταν, Kandos.
Λοιπόν, all right, «και τι να κάμομε», λέω. Λέει: «Εγώ ηπήα εκεί πάνω κι ήκατσα δεκάξι μήνες – τίποτα!», λέει, «ούτε με γυρέψανε», λέει, «καθόλου για δουλειά»!
Κι είχε βρε Βασίλη Καριώτες εκεί, που δουλεύανε στο τσιμεντάδικο – ένας απ` το Γλαρέδο, ο Κόκκινος, ηλικιωμένος άνθρωπος.
Ο Σταμούλος δεν ήτανε εκεί;
(ερώτημα Λεωνίδα Κουντούπη, γαμβρού του)
Ε;
Ο Σταμούλος;
Εκείνος ήτανε κλειδί! (γέλια)
Εκεί ήταν κι εκείνος. Εκεδά ηγνωριστήκαμε με τον Σταμούλο, τον Σταμάτη.
Λοιπόν, «ε», μου λέει ο μπάρβας σου, «πήαινε», λέει, «εγώ ήκαμα δεκάξι μήνες, εκεί, εν ηκόλλησα», λέει, «πουθενά, αλλά να μην νομίζεις», λέει, «κόβγεται… Πήαινε βρε εξάδελφε», λέει, «πάε μια βόλτα και συ, εκεί»!
Και ηπήα λοιπόν, απάνω και τα `δα τα πράματα. Λοιπόν, ήτανε ο Κατσιφάς, αυτός, ο Σταμούλος.
«Με, που `α πας;», λέει, «κάτσε εδωνά», λέει. «Να που δουλεύω», λέει, «εγώ!»
Ηδούλευε εις το τσιμεντάδικο.
«Ε, μα ίσαμε πότε;» λέω.
«Ε, καμιά, φορά», λέει, «χαλάει το σχοινί της μάνας – η ‘μάινα’- και παίρνουνε απέξω εργάτες, όπου βρούνε».
Και τι δουλειά, ηκάνατε εσείς;
Ηκάμνανε `ποθήκη πολύ.
Άμα ηδούλευε η «μάινα» κι` `εν ηπάθαινε τίποτε, ηδούλευε, κι ήπαιρνε κι` εργάτες, `εν ηπροκάνανε να κανονίζουν ούλες τις δουλειές, το «κόρυ» αυτό…
Λοιπόν, all right, κάμνω λοιπόν, κάπου τρεις μήνες εκεδά.
Λέω: «Ρε Σταμάτη, τι να κάθομαι;»
Λέει: «Να που ήνοιξε», λέει, «μια δουλειά, κάπου εξακόσια μίλια – με το τρένο. Τι λες;», λέει.
Ήτανε, ένας Τσαρνάς Χρήστος, εκεί.
Λέει: «Βρε συ, ξέρεις», λέει, «εγώ ήμαθα τις μεξικάνικες…» (κουβέντες), (γέλια!)
«Α», εγώ, λέω, «ούλα να τα περιμένεις, ατού που πάμε!»
All right. Πάμε, λοιπόν, α, λέω μοιανού από το Μπερδίκι (Περδίκι Ικαρίας) – ήτανε άκληρος αυτός, αλλά παιδάριο. Λέω: «Ναι μεν, να που είπανε πως ήνοιξε στο West Coast, εδώ κάτω, – ξύλα να καθαρίζεις – φάρμα. Και `α πάμε εκεί να δούμε λοιπόν, αλλά τα ναύλα; »
“Ε, `α σου τα δώσω…”
Εδώ, κάτω, ήταν αυτό;
Εδώ κάτω. Εδώ, στο West Coast. Εδώ, στο Port Pirie.
Μαζευόμαστε, λοιπόν, και πάμε εις αυτό…
Λέω: «Ρε συ, εσύ `α μου τα δώκεις τα ναύλα; Γαμώ τον Σταυρό του! Ολωνών των χρωστώ! Και σας τα ίδια;».
Χεχεχε, χα χα χα!
“Βρε, πήαινε να πιάσεις δουλειά – ότι μπορείς κάμε!”
Λοιπόν, ηποσώσαμε, εκεί στο χωριό , που ήξερε πως ήταν μια, πως τη λένε; Μια χαβούζα που μαζεύουν τα νερά, πρώτα, κι` ύστερα να κάμουνε…
Λοιπόν, τελείωσε ίσαμε και κει, τελείωσε. All right.
Ήμουνα εγώ, με τον…
Ήτανε ο Τσαπαλιάρης ο Γιώργης απ` την Πέρα Μεριά.
Α, είχε κι άλλον;
Εκεί κάτω; Σκυλί μωρέ! Εκεί ήταν ο κόσμος!
Λέω…
Αυτός ήταν που είχε την Πιτάκαινα; (ερώτημα Βάσως – κόρης Μενέλαου)
Ζούσατε σε σκηνές;
Αμέ που;
Εγώ εκεί στο χωριό που πήαινα για το τζόμπι, το μεγάλο, ηπήαμε εις το οτέλι – ένα κι` έξι να πληρώσεις να κοιμηθείς. Ένα κι` έξι.
Ένα κι έξι σέντσια;
Ε; Ένα σελίνι κι` έξι πέννες;
Ναι, ο ύπνος…
Λέω: «Ουλωνώ `α χρωστώ τώρα, από δω και πέρα!»
Λοιπόν, να φτιαχτείς; Πουθενά, να φτιαχτείς!
Εκείνος, ο…, που σου λέω, ο Μπερδικιώτης… ήτανε ξακουστός! Θηρίο! Θηρίο!
Λέει: «Σας ηπρογκίξανε πουθενά, μωρέ, εδώ που κουλουριαστήκαμε ούλοι όξω; Ο κόσμος όξω; »
Είμαστε διακόσιοι εργάτες που ηπήαμε για το τζόμπι, όξω, στο ύπαιθρο. Για σκέψου!
Αλλά εμείς, ο Τσαρνάς, μου λέει: «βρε βαστώ ένα τσεκ τρία σελίνια, βρε `α πάω στο οτέλι να κοιμηθώ», λέει, «ας πα στο διάολο, τι τρία, τι πέντε!»
Λοιπόν. Ε, τώρα, που τελείωσε το παραμύθι, ήρταμε εδώ να πάμε λέει, κάτω στο country. Ήτανε οι Τσαπαλιαραίοι, ο Τσαπαλιάρης ο Αριστοτέλης ηδούλευε εκεί.
Ήταν κι` ο Αριστοτέλης εκεί;
Ε, βέβαια, εκεί. Εκεί.
Αλλά, «εδώ», λέει, «`εν υπάρχει ελπίδα – κάτω! »
Λέω, “ πάμε εις το Adelaide, να δω, να δούμε κι άλλη Πολιτεία πως είναι”.
Ηκατεβήκαμεν, λοιπόν.
Με το τρένο ταξιδεύατε;
Βέβαια. Βέβαια με το τρένο, αλλά ήτανε φτηνά, μωρέ. Kαι τα τρένα κι` ούλα – τζάμπα ήτανε!
Πόσο ήτανε το εισιτήριο;
Μα, δύο, τρία σελίνια ήτανε. Έτσι.
Η γουέντζα τους δεν ήτανε παραπάνω από μία. (Βασιλεία)
Ένα κι έξι, ηκοιμήθηκα στο οτέλι, ένα κι έξι.
Μεροκάματο, πόσο παίρνατε τότες;
Μα `εν ήκαμα εγώ μεροκάματο!
Μα, αυτοί που δούλευαν, πόσο παίρνανε;
Πόσο; Πόσα;
Ο Σταμούλος που δούλευε εκεί στο… που ηφτιάχνανε, που κάναν τσιμέντο, πόσο ήτανε; Δυο λίρες ήτανε; (ερώτημα Λεωνίδα)
Βρε! Παραπάνω ήτανε! Παραπάνω από δύο λίρες.
Την εβδομάδα;
Ε;
Την εβδομάδα;
Εκεί, σ` αυτό; Δύο λίρες, παραπάνω, γιατί ο Σταμάτης ο Σταμούλος ήπαιζε. Ήπαιζε ρέσες…
Λοιπόν, «κάτσε», λέει, «μωρέ, κάτσε μαζί μου».
«Τι να κάτσω», λέω, «Σταμάτη, τι `α κάμω;»
«Ε, άμα βρίσκεται», λέει, «κάνα μεροκάματο εδώ από τη μάινα, ε, `α σε σκουντώ εγώ!».
Οι Καβουριαράτοι ηδουλεύανε εις ένα κόρυ. Όξω. Κάπου τρία μίλια από το, από την πολιτεία – τρία μίλια.
Σπούσανε χαλίκι;
Ε;
Χαλίκι σπούσανε;
Γκρεμνά!
Ηκάμναν το τσιμέντο. Γκρεμνά!
Με τι το σπούσανε;
Με δυναμίτες.
Δυναμίτες… Και του πατέρα το βουνό! Κι ηρχόνταν τα σκίπτια από το εργοστάσιο κι` ημάζευαν την πέτρα, κι` είχε μιαν σαν κοφινίδα του μύλου, κι` ηραδιάζονταν εκεί τα σκίπτια, κι` ημόλα, λοιπόν το ποτάμι εκεί να τα πάρει, να πάει στο κόφυ, να πάει στο εργοστάσιο, να το περάσουνε από – ξέρεις. Να το κάμουν σκόνη. Ε, σκόνη.
Λοιπόν, all right. Ετελείωσε αυτό.
“Εμείς”, λέει, «τι καθόμαστε; `εν υπάρχει ελπίδα!», μας λέει ένας!
Α, λέω του Τσαρνά: «εσύ, βρε, που ξέρεις τα εγγλέζικα καλά, πάρε το manager, να μείνουμε εδώ, να μην ερκόμαστε τέσσερα μίλια με τα πόδια».
Ηπηαίναμε πρωί, κι` ηγυρίζαμε το βράδυ, ή το μεσημέρι… (για τυχόν δουλειά).
Λέει: «Τι να σας πω» λέει. «Αν μείνετε», λέει, «αν έρτουν εις την πόρτα, χωριανοί, δηλαδή Αυστραλέζοι, δεν έχετε hope! `εν έχει…».
Ε, να φύγομε!
Κι ηφύαμε. Ησηκωθήκαμε κι ηφύαμε κι ηκατεβήκαμε κάτω, ύστερα, εις το Adelaide.
Και βρίσκω τον αυτόνε, τον… πες μου τον, μωρέ, που ήταν και…
Τον Πολύδωρο; (ερώτημα Λεωνίδα)
Βρε, τον…
Τον Πέτρο; (ερώτημα Λεωνίδα)
Τον Πέτρο; Βρε, έναν από την Πέρα Μεριά, τον Τζίμη…
Τον Τζίμη; Τον Φάκαρο; (ερώτημα Λεωνίδα)
Τον Τζίμη τον Τσαγκά; (ερώτημα Βάσως)
Ε;
Όχι. Απ` την Πέρα Μερέ, βρε. Ένας Περαμερίτης είναι. Τσαγκάς; Όχι Τσαγκάς. Σαλάς; (παρέμβαση και ερωτήματα Λεωνίδα)
Όχι, Σαλάς. Ο άλλος μωρέ…
Αλλιώς τον λένε – ξέχασα κι εγώ! (Λεωνίδας)
Ραντάς; (Βάσω)
Όχι, ρε, όχι! (Λεωνίδας)
Νο, no, no? (Βάσω)
Ε;
Ο Τζίμης, είπες; (Λεωνίδας)
Ο Τζίμης! Τζίμη, τον ηλέανε, βέβαια!
Ο Τζίμης ο Μάζαρης. Ε, ε, τέλος πάντων!
«Από πού έρχεστε;», λέει.
«Από το West Coast! Εμείς, ερχόμαστε για δουλειά εδώ κάτω»
«Μπα! Δεν υπάρχει ελπίδα!», λέει.
Ε, λοιπόν, σκεφτήκαμεν – κι` έτσι ήτανε σωστό – λέω: «`α φύγω. Εγώ θα πάω για το Renmark»
∞ ∞
Αυτό, πότε ήτανε; Το είκοσι εφτά και μετά;
Είκοσι εφτά – είκοσι οκτώ – ετσεδά μέσα.
Λέω: «Στο Renmark».
«All right», λέει. «Μα εσύ, `εν ήξερες;», λέει, «κανέναν εκεί;»
Λέω: «Ο Καβουριάρης, βρε, έχω ακούσει ότι εκεί εις στα αμπέλια κάπου είναι!»
Λοιπόν ηπήαμεν εκεί.
Εγώ, ησηκωνόμουν τη νύχτα από κει που κοιμούμαστε, εκεδά στο Renmark.
Λέω: «`α φύγω!»
«Που `α πας;», λέει.
Λέω: «Τι `α κάτσομε; `εν υπάρχει ελπίδα, και δω! Ε, όξω!»
Λέει: «Με να `ρτω και εγώ!» – λέει ο Τσαπαλιάρης ο Γιώργης.
Λέω: «Βρε παιδιά, άμα θέλετε ακολουθάτε. Εγώ `εν τον ηξέρω», λέω, «κι αυτόνε – αν γίνει τίποτα, καμιά μεσιτεία».
Λοιπόν. Μπαίνομε μέσα σ` ένα ταξί, σ` ένα διάoλο-μπάσι, ηπήαμε το βράδυ στη Μildura.
Πάμε στη Μildura. Εγώ, λέω: «Τι `α κάμομε; Εγώ `α πα να πέσω!», λέω. «Βρείτε μου κρεβάτι, γιατί ηζαλίστηκα, είμαι χάλια, εε…».
Λέει ο Τσαπαλιάρης: «Δεν θα βγούμε όξω;», λέει, «να δούμε, μωρέ, κανέναν Γραικό, εδώ;»
Λοιπόν. All right.
Τι `α κάμεις;
Ηπήαμε λοιπόν, πάει, κοιμήθηκα εγώ. Το πρωί, λέω, ας πάρω μια βόλτα εις τα μαγαζιά, να δω, μωρέ, για κανέναν Γραικό. Ο Καβουριάρης που είναι; Ξέρω γω…
Ήβλεπα, έναν, λοιπόν, Γραικό, σάμπως τον ηξανάδα!
Λέω: «Που τον εγνωρίζω; Που;, αυτόν τον άνθρωπο. Που τον ηξέρω;»
Ήτανε ένας Σαμιώτης, ο Αλέκος! Άκουγε!
Λέω…
Πώς λεγότανε αυτός; Θυμάσαι το επίθετο του; (ερώτημα Βάσως)
Ε;
Το επίθετο του, το θυμάσαι;
Ποιόνε;
Το επίθετο, το επίθετο του Σαμιώτη;
Αλέκο… Όχι, αλλιώς… Τ` όνομα του ήτανε Αλέκος, αλλά καλός! Good Boy!.
Είχανε ένα σόπι εκεί.
Μου λέει, μ` έβλεπε καλά καλά, που `μπρόβαλα στην πόρτα… (γέλια ο Λεωνίδας!)
Εγώ ήμουνα σπασμένος κι` απ` την πείνα, σπασμένος τελείως! Και λέω…
«Από πού είσαι», λέει, «βρε πατριώτη;»
( γέλια και σχόλια η Βάσω: «ητραβήξαν τον διάολό τους!»)
Λέω: «Ικάριος!»
(«Ητραβήξαν τον διάολό τους, αλλά ήταν σκυλόπετσος!» – σχόλιο Βάσως)
«Μα κάπου», λέει, «σε έχω δει μωρέ!»
«Α, όχι, αλλά και γω το λέω, αλλά είμαστε μακριά!»
Βρε αμάν!
«Τέλος πάντων», λέει, «Ποιον εγνωρίζεις εδώ;»
Λέω: «Ήκουσα πως ήρτε ένας Καβουριάρης, και είναι στ` αμπέλια»
«Α! Είναι φίλος μου!», λέει. «Αλλά, που μπορώ να το ξέρω!»
«Είν` όξω!», λέει. «Αυτοί μένουνε στους μπλόκους, αλλά `α τον πάρομε στο telephone!»
Τηλεφωνούμε, λοιπόν:
«Ποιος;», κάποιος λέει.
«Σε ζητάει βρε Κώστα…», λέει ο Σαμιώτης.
Λέει: «Ποιος είναι;»
«Αραθινός, μου λέει πως είναι! ξέρω γω!», λέει, «`εν ηξέρω, εγώ, πρώτη φορά τον είδα αυτόν τον άνθρωπο!»
«Ε, για δόμου τον στο τηλέφωνο», λέει.
Ηπήα, λοιπόν, στο τηλέφωνο.
«Ποιος; Ποιος είσαι;»
Λέω: «Παριανός…»
«Ε, `α κατέβομε», λέει, «το Σάββατο, κάτω, και `α σε δούμε!»
Για υποδοχή…
«Α! ίσαμε το Σάββατο!», είπα μέσα μου, «`α βγει η ψυχή μας! ίσαμε το Σάββατο!» (γέλια)
Βρε Αλέκο, βρε πατριώτη, έχεις τίποτα να σου κάμομε, για δουλειά;
«Έχω», λέει, «ανθρώπους χασομέρηδες, σαν κι` εσένα, αλλά έχω σου εδώ», λέει, «να τρώτε!».
«Ε, μα για φαί», λέω, «all right, αλλά τ` άλλο;»
Λέει: «`εν μπορώ να σε βοηθήσω καθόλου, αλλά για φαί», λέει, «`α σε βαστήξω!». «Εδώ, `εν κάνουμε τίποτα!»
«Άμε στο διάολο!», είπα. « Αλλά, all right, αφού την καλοσύνη την έχεις», λέω. «Ε, είν` all right!». Δώκαμε και γνωριμίες. «Είμαι», λέω, «και Καριώτης!»
«Τότες, είμαστε πιο καλά!», χα, χα, χα!
Έρχεται, το Σάββατο, ο Κώστας, ν` ανταμώσομε, εκεί.
«Εεε, καλά είμαι», λέει, «αλλά φτώχεια», λέει. «Φτώχεια πολύ!»
Ε, τ` αμπέλια, δεν είχαν δουλειές να κάμει; (ερώτημα κυράς Λαμπρινής)
Βρε, εν ηκάνανε!
Δεν είχαν λεφτά να πληρώσουνε! (παρέμβαση Λεωνίδα)
«Εγώ, `α βγω έξω», λέω, «`α γνωρίσω άλλους, από Καριώτες».
Πόσοι μποσάδες, σου `πανε στη Midura, πως έχομε δουλειά, `εν έχομε λεπτά;
Ε;
Ε, μου `πε κι αυτός: «Έρχουσου και κοιμόσουν εδώ, και άμα βρεθεί κανένα chance, πουθενά από τους γνωστούς, `α σε κανονίσω», λέει, «εγώ» – μου λέει ο Σαμιώτης.
All rght. Εκάτσαμε εκεί, κι` άρχισα κ` ήπαιρνα βόλτα, λοιπόν, όλα τ` αμπέλια εκεί, που είχε η Mildura.
Με τα πόδια πηγαίνατε;
Ε;
Με τα πόδια πηγαίνατε;
Αμέ που! Με το τρένο; Αχά, αχά, αχά! (γέλια)
Πόσα μίλια τη μέρα;
Οκτώ μίλια, πέντε μίλια!
Με τα πόδια – με πώς;
Ακούς;
Ύστερις, λοιπόν, που είδα την κίνηση αυτή, λέω, «βρε να που `στε καλοί κύριοι, αλλά `εν μπορείς να με ταΐζεις και for nothing!».
«Ε, έρχουσου», λέει, «εις το μαγαζί κι άμα είμαστε busy, `α σου δίνω κάτι τις, άμα είμαστε busy»
Άγιος άνθρωπος! Και `εν ήκατσε κιόλας (σχόλιο Βάσως)
Τι μαγαζί ήτανε;
Ε;
Ψαράδικο. (Βάσω)
Ψάρια. Ψάρια, τέτοια, πατάτες.
Ένα ήτανε στη Midura, κι αυτό το `χε Έλληνας! (σχόλιο Βάσως)
Αλλά καλός άνθρωπος αυτός! Καλό παιδί!