«Θέλω ν’ ακουστεί η φωνή μου. Είναι πολύ;»

Ένα ευγενικό, όσο και ανεπάντεχο ηλεκτρονικό μήνυμα, τις παραμονές των γιορτών, μια παράκληση που έμοιαζε περισσότερο με «κραυγή καρδιάς»

Ένα ευγενικό, όσο και ανεπάντεχο ηλεκτρονικό μήνυμα, τις παραμονές των γιορτών, μια παράκληση που έμοιαζε περισσότερο με «κραυγή καρδιάς», να ‘ρίξω μια ματιά σ’ ένα βιβλίο’, μ’ έφερε σ’ επαφή με μια από τις πιο όμορφες και δυναμικές γυναίκες του καιρού μας. Τη Φανή Μάγγου, συγγραφέα της προσωπικής της ιστορίας που φέρει τον τίτλο “Η κραυγή της καρδιάς”.

Το βιβλίο ήλθε στην πόρτα μου την άλλη μέρα το πρωί. Αυτό με ξάφνιασε. Γραμμένο πριν δώδεκα σχεδόν χρόνια, όπως είδα, μ’ έφερε σε δύσκολη θέση. Παρουσιάστηκε, σχολιάστηκε από ειδήμονες, εξαντλήθηκε, αφήνοντας πίσω του δύο μόνο αντίγραφα και την αγγλική έκδοση.

Τι άλλο μπορούσε τώρα, μετά από τόσο καιρό, να ειπωθεί;

“Απλώς αισθάνομαι ότι η φωνή μου δεν έφτασε αρκετά μακριά. Υπάρχει και το αγγλικό κείμενο που μ’ αυτό η επιθυμία μου, η ανάγκη που ένιωθα και νιώθω είναι να φτάσει και στις νέες γενιές” δίνει την απάντηση στο ερώτημά μου η Φανή Μάγγου, έτσι όπως κάθεται απέναντί μου, με τον σύζυγό της να την κοιτάζει κατάματα σαν να μη θέλει να χάσει ούτε λέξη από τα όσα θα πει. Η παρουσία του εκεί, αν και ευπρόσδεκτη, με εκπλήσσει. “Δεν πάω πουθενά και ποτέ χωρίς τον Ηρακλή” είναι μια εξήγηση που θα δοθεί όχι από δική μου πρόκληση.

Θα τη δώσει αργότερα σε συντάκτρια της αγγλικής έκδοσης του Ν.Κ. όταν, με δική μου πρωτοβουλία, μεθοδεύεται μια συνέντευξη.

ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΙΔΟΜΑΖΩΜΑΤΟΣ

Η Φανή Μάγγου είναι ένα από τα παιδιά του παιδομαζώματος, που αποτελεί ένα από τα πιο μελανά και αιχμηρά ίσως σημεία-επακόλουθα του εμφυλίου πολέμου. Το θέμα του βιβλίου της είναι η ίδια η ζωή της, ένα ταξίδι που ξεκινά από ένα ταπεινό χωριουδάκι της Φλώρινας, την Τριανταφυλλιά, πραγματοποιεί έναν μεγάλο σταθμό στην Πολωνία και γυρίζοντας πίσω στο χωριό, την φέρνει, μετά από χρόνια, στην Πέμπτη Ήπειρο.

Για το θέμα του βιβλίου “Η κραυγή της Καρδιάς”, η ίδια θα αφήσει να εννοηθεί στην αρχή και να εκφραστεί με καθαρότητα, στο τέλος της συζήτησης που έχω μαζί της, ως “κάθαρση”.

“Έπρεπε να τα πω όλα αυτά που είχα συσσωρευμένα από χρόνια μέσα μου, που με βασάνιζαν και γεννούσαν ατελείωτα ερωτηματικά, για να δώσω διέξοδο σε όσα με έπνιγαν. Με την κυκλοφορία του βιβλίου -που πρέπει να πω ότι η ελληνική έκδοση έχει εξαντληθεί, υπάρχει όμως η αγγλική- η ανταπόκριση που δέχτηκα ήταν κάτι που, από μόνο του, όπως το σκέφτομαι τώρα, λειτούργησε ως κάθαρση. Δεν ήξερα, ούτε καν υποψιαζόμουν ότι υπήρχαν παιδιά του παιδομαζώματος στη Μελβούρνη.

Για χρόνια, ανάμεσα σε μένα και τη μητέρα μου, η αναφορά στη φοβερή αυτή περίοδο, ήταν σαν το πυρακτωμένο σίδερο. Δεν μπορούσαμε καν να το πλησιάσουμε. Πέρασαν χρόνια για να καταφέρουμε να το δούμε και να μιλήσουμε γι’ αυτό, όπως το ζήσαμε. Την ευγνωμονώ γιατί με βοήθησε να ρίξω φως εκεί που μόνη μου δεν θα μπορούσα. Ήμουν πολύ μικρή τότε για να θυμάμαι και κυρίως να μπορέσω να διεισδύω στην ψυχολογία των ανθρώπων”.

Παρατηρώ ότι στο βιβλίο γίνονται αιχμηρές αναφορές, χωρίς μίσος χωρίς καν ίχνη εμπάθειας.

Μελανές σελίδες της σύγχρονης ιστορίας, του εμφύλιου πολέμου, δίνονται μ’ έναν τρόπο απλό, μ’ ένα ύφος ανεπιτήδευτο που συγκινεί και συναρπάζει.

“Κανείς δεν σκεφτόταν για το αύριο. Ο ένας πρόσεχε τον άλλον. Ήταν σαν μια οικογένεια και ιδίως αυτοί που ήταν από το ίδιο χωριό. Απ’ όπου περνούσαν, μαζεύονταν όλο και περισσότερος κόσμος από τα κοντινά χωριά. Αντάμωσαν τόσο κόσμο, ολόκληρα χωριά άδειασαν και συνέχισαν το δρόμο μαζί”.

Και λίγο πιο κάτω: “Περπατούσαν κάπου δυο-τρεις ώρες όταν από μακριά άκουσαν βοές. Ήταν τα κυβερνητικά βομβαρδιστικά αεροπλάνα. Και όσο πλησίαζαν τόσο πιο χαμηλά πετούσαν. Όσοι πρόφτασαν κρύφτηκαν, άλλοι έπεσαν κοντά σε θάμνους που βρέθηκαν κοντά τους και οι σφαίρες έπεφταν βροχή.

… Η Βάσω προστάτευε με το σώμα της την κορούλα της που δεν είχε μπει ακόμη στα τρία της χρόνια και έκλαιγε γοερά, σαν να καταλάβαινε πως κάτι κακό γινόταν γύρω της.

… Τα αεροπλάνα απομακρύνθηκαν. Ησυχία απλώθηκε παντού. Σταμάτησαν οι φωνές και τα κλάματα. Σιγά-σιγά σηκώθηκαν αυτοί που έμειναν ζωντανοί και εξακολούθησαν το δρόμο τους. Πίσω τους, άφησαν τα κορμιά συντρόφων τους που ο θάνατος τους βρήκε τόσο ξαφνικά.

Οι αντάρτες τους έσπρωχναν για να προχωρήσουν γρηγορότερα. Να φύγουν απ’ αυτό το ανοιχτό μέρος προτού ξαναγυρίσουν τα αεροπλάνα. Γιατί από μακριά έβλεπες την ανθρώπινη αλυσίδα που περπατούσε στη σειρά. Δεν είχε ούτε δέντρα ούτε τίποτα για να τους καλύψει αν γύριζαν τα αεροπλάνα. Μόνο τα γυμνά βουνά με τους πολύ χαμηλούς θάμνους και τις ξεθωριασμένες από τον ήλιο πέτρες…” Το τραγικό οδοιπορικό συνεχίζεται.

“…Επιτέλους, έφθασαν σ’ ένα χωριό. Μέχρι τώρα είχαν κάνει περίπου δέκα μέρες. Αλλά αυτός ο κόσμος, αυτή η ανθρώπινη μάζα τα είχε χάσει. Ούτε τους ένοιαζε τι μέρα ήταν και πόσες μέρες περπατούσαν.

Ήταν πεινασμένοι, κουρελιασμένοι και ξυπόλυτοι, σαν τη Βάσω. Απεγνωσμένοι, διψασμένοι για λίγο νεράκι! Πολλές φορές στο δρόμο έβρισκαν λάκκους με λίγο νερό, αλλά δεν το έπιναν για να μην πιάσουν αρρώστια.

Όλα τα βουνά ήταν γεμάτα από πτώματα που σάπιζαν στον αέρα και στον καυτό ήλιο, άταφα”.

Στη συνέχεια ρίχνει φως στο περίφημο χωριό Ανταρτικό.

“Ο στενός δρόμος οδηγούσε σ’ ένα βουναλάκι και μόλις έφθασαν επάνω σ’ αυτό, αντίκρισαν το χωριό. Ήταν το Ανταρτικό. Εδώ ήταν η έδρα των ανταρτών. Χιλιάδες κόσμος κατοικούσε μέσα στα ερείπια, σε στάβλους, ακόμη και σε σκηνές που είχαν στήσει οι αντάρτες. Την ομάδα που έφτασε τώρα, ανάμεσα σ’ αυτούς και η Βάσω με τη μικρή Φανή, την πήγαν σ’ ένα ανοικτό μέρος. Ήταν το γήπεδο όπου έπαιζαν ποδόσφαιρο τα παιδιά πριν τον πόλεμο.

Εκεί, έστρωσαν ό,τι είχαν και δεν είχαν και αυτό ήταν το σπίτι τους. Ποιος ξέρει για πόσον καιρό. Έξω στην ύπαιθρο, στη βροχή, στον ήλιο και τη νύχτα ο ουρανός και τ’ αστέρια ήταν γι’ αυτούς, σκεπή”.

“ΔΕΝ ΕΠΙΡΡΙΠΤΩ ΕΥΘΥΝΕΣ”

“Δεν επιρρίπτω ευθύνες, στη μία ή στην άλλη πλευρά” λέει η Φανή Μάγγου σήμερα, “δεν μπορώ όμως να προσποιηθώ ότι αυτό που έγινε δεν με πλήγωσε, δεν άλλαξε τη ζωή ανθρώπων από τη μια μέρα στην άλλη, χωρίς καν να ερωτηθούν, στην ουσία, όπως αναφέρω και στην αφήγησή μου, χωρίς να ξέρουν πού πάνε, πού τους οδηγούν και ποια θα είναι η ζωή τους από κει και πέρα.

Βέβαια, αργότερα φωτίστηκαν πολλά σημεία. Αυτό, όμως, δεν έχει σημασία.

Εκείνο που επικρατούσε τότε ήταν το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Αυτό, σε βεβαιώ, το ένιωσα από πολύ νωρίς. Ήθελα να ζήσω. Με τα χρόνια, ακόμη κι εδώ στην Αυστραλία, συνάντησα ανθρώπους που έζησαν ακριβώς την ίδια με μένα, τραυματική εμπειρία. Αυτό λειτούργησε καταλυτικά. Με βοήθησε να μπορέσω να κατασιγάσω όλες αυτές τις φωνές μέσα μου. Να πω στον εαυτό μου ‘δεν είσαι μόνη σ’ αυτό που ζεις’. Γιατί μπορείς να δικαιολογείς , μπορείς και να συγχωρείς ακόμη, όχι όμως να ξεχνάς!

Σε μια τελευταία, για παράδειγμα, συζήτηση που είχα με τον εαυτό μου, η θέση μου ήταν ότι η ζωή με αντάμειψε γενναιόδωρα για όλα αυτά που έζησα στην παιδική και μέρος της εφηβικής μου ζωής.

Σήμερα είμαι ευτυχισμένη.

Όπως λέω στον επίλογο, την αγάπη που στερήθηκα όταν ήμουν μικρή, χωρίς πατέρα και τον περισσότερο χρόνο χωρίς μητέρα, την αισθάνθηκα και την βρήκα τώρα. Τώρα που μεγάλωσα και έχω δική μου οικογένεια. Το κατάλαβα και το αισθάνθηκα περισσότερο όταν έβλεπα τον σύζυγό μου πόσο αγαπούσε τα παιδιά μας και την αγάπη που εγώ έχω μέσα στην καρδιά μου για τα παιδιά μας. Τ’ αγαπούσα παράλογα, ίσως, αλλά μ’ εκείνη την ανόθευτη και γνήσια αγάπη, που μόνο μια μάνα αγαπάει τα παιδιά της.

Τι σημαίνει για μένα παιδομάζωμα; Μια σκληρή εμπειρία για μένα και την οικογένειά μου, αλλά και χιλιάδες ανθρώπων που μπορεί να μην άφησε πληγές αγιάτρευτες, σίγουρα όμως άφησε σημάδια ανεξίτηλα. Πολλοί ίσως συγχώρεσαν τους αίτιους, το βέβαιο όμως είναι ότι κανείς δεν ξέχασε!”

Έτσι απλά, με αφοπλιστική ειλικρίνεια και αγνότητα βάζει η Φανή Μάγγου τη δική της σφραγίδα σ’ αυτό που αποτελεί μια από τις πιο μελανές σελίδες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.