Μου ανοίγει την πόρτα χαμογελαστή, μ’ ένα βλέμμα λαμπερό, καλοσυνάτο, όπως τον ήλιο που λούζει θωπευτικά τις ροζ πολυθρόνες του σαλονιού της αυτό το απόγευμα.

Η εκατοντάχρονη γιαγιά Ελένη Νικοπούλου είναι η πιο νέα αιωνόβια που έχω γνωρίσει στη ζωή μου.

Οι αποκαλύψεις από τα παιδιά της Νίκη και Κώστα που είναι εκεί, καθώς και από τον γαμπρό της Γιάννη Γκέλη, με βοηθούν να την γνωρίσω καλύτερα, ήδη όμως έχω εντυπωσιαστεί από την εμφάνισή της, την ομιλία της, τους τρόπους της που προδίδουν μια γυναίκα πολύ νεότερη από τα χρόνια της, σίγουρη για τον εαυτό της, γι’ αυτά που ζητά και απαιτεί από τη ζωή.

“Κανείς δε μπορεί να της πει τι να κάνει. Ανεξάρτητα αν πρόκειται για μικρές ή μεγάλες αποφάσεις, η γιαγιά, θα αποφασίσει μόνη της” συμφωνούν ομόφωνα τα παιδιά της.

Η ίδια, τους κοιτάζει με ύφος που θα μπορούσε να ερμηνευτεί “καλά, για τα αυτονόητα τώρα θα μιλάμε;”.

Το χαμόγελό της απευθύνεται σε μένα που με δέχτηκε στο καλόγουστα επιπλωμένο σπίτι της για να τα πούμε. Πριν λίγες μέρες γιόρτασε τα γενέθλιά της περιστοιχισμένη από τα τρία από τα τέσσερα παιδιά της (η δεύτερη κόρη της είναι στην Ελλάδα), 8 εγγόνια και 14 δισέγγονα.

“Όλα τα παιδιά πίνουν νερό στο όνομά της”, λέει με καμάρι ο γιος της Κώστας, ενώ μου δείχνει, μια-μια τις φωτογραφίες των γενεθλίων της.

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ

Ζητώ να κάνουμε, όλοι μαζί, ένα οδοιπορικό που ξεκινά από τα παιδικά χρόνια της γιαγιάς Ελένης στο χωριό Λούβρι της Φλώρινας, ( Πέτρες σήμερα) όπου γεννήθηκε και έζησε μέχρι τα 21 της χρόνια όταν παντρεύτηκε -με συνοικέσιο τονίζει- τον Ελισσαίο Νικόπουλο και μετακόμισε στους Αγίους Θεοδώρους.

“Δεν με ρώτησαν, ούτε μου είπαν ότι θα αποκτούσα, νύφη ακόμη, 10 παιδιά”, με πληροφορεί, χαμογελώντας, ενώ ο Κώστας επεξηγεί ότι ‘επρόκειτο για τα αδέλφια του γαμπρού που, όπως ήταν οι συνήθειες τότε, έπρεπε να τα φροντίζει η νύφη. Μαζί βέβαια στο ίδιο σπίτι και οι γονείς του γαμπρού’.

“Ήταν ωραία χρόνια. Δεν μας έλειπε τίποτε και τα βράδια, καθισμένοι όλοι μαζί, μικροί μεγάλοι, λέγαμε ιστορίες, ό,τι ήξερε και θυμόταν ο καθένας και γέμιζε το σπίτι από γέλια και χαρούμενες φωνές”.

Μιλά, συμπληρώνουν τα παιδιά της και δημιουργείται μια ατμόσφαιρα, εγκάρδια, ζωντανή, με εικόνες που απλώνονται μπροστά μου γενναιόδωρα, αισθάνομαι, από κάθε κατεύθυνση. Είναι Καθαρή Δευτέρα και το κέρασμα είναι ένας υπέροχος χαλβάς της κατσαρόλας με αμύγδαλα και μπόλικη κανέλα.

Η γιαγιά, μού δίνει πρώτα, αντιλαμβάνομαι, εκείνα που σημάδεψαν πιο έντονα τη ζωή της. “Ο άντρας μου έλειπε τον περισσότερο χρόνο. Ένα μεγάλο μέρος της ζωής μας ήταν φαντάρος και ως επιπλοποιός που ήταν στο επάγγελμα, έμεινε πολύ λίγο στο χωριό”.

“Μάνα, έτσι δεν ήταν οι περισσότεροι άντρες; Δεν δούλευαν μακριά από το χωριό;” παρατηρεί ο Κώστας που, όπως προκύπτει, είναι ο κύριος “ομιλητής”. “Ο πατέρας έλειπε τον περισσότερο χρόνο. Η μάνα μας ήταν μάνα και πατέρας μαζί. Τη θυμάμαι να δουλεύει συνέχεια. Μέσα και έξω από το σπίτι, στα χωράφια. Δε σταματούσε ούτε λεπτό και τα πρόφταινε όλα. Επιπλέον, μας είχε όλους σε μια τάξη και δεν επιδεχόταν αταξίες, αλλά ούτε και αντιρρήσεις σε όσα έλεγε. Όπου χρειαζόταν έπεφτε και η αγία ράβδος”, συμπληρώνει γελώντας και αναφέρεται σ’ ένα περιστατικό που “πλήρωσε ακριβά το ότι αρνιόταν να φάει για εκατοστή φορά ρύζι πιλάφι”.

“Ήταν τα χρόνια της κατοχής. Δύσκολα χρόνια”, θα πει η γιαγιά Ελένη και για πρώτη φορά, όση ώρα είμαι εκεί, θα δω το βλέμμα της να σκοτεινιάζει. Θα συμβεί ξανά όταν θα αναφερθεί στους αντάρτες που “κατέβαιναν όταν σκοτείνιαζε και έπαιρναν ό,τι φαγώσιμα είχαμε”.

“Ήταν ο τρόμος και ο φόβος του χωριού” θα συμπληρώσει ο Κώστας που έχει ολοζώντανες μνήμες από την εποχή αυτή.

“Ήμουν ο μεγαλύτερος από τα τέσσερα παιδιά και θυμάμαι πολύ καλά την εποχή αυτή που σημάδεψε τη ζωή τόσων ανθρώπων. Κάθε βράδυ κολλούσαμε στους τοίχους, κουλουριασμένοι για να μη μας βρουν οι σφαίρες που έμπαιναν από τα τζάμια. Η μητέρα μας ήταν πάντα η κολόνα του σπιτιού. Ψύχραιμη, δυνατή, αεικίνητη, θαρραλέα, αντιμετώπιζε τα πάντα με το κεφάλι ψηλά και σωστές κινήσεις”.

ΜΕ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΨΗΛΑ

Την κοιτάζω σήμερα, όπως κάθεται στον καναπέ, με το κεφάλι ψηλά, τα όμορφα χέρια της διπλωμένα το ένα πάνω στο άλλο, και το βρίσκω εύκολο να φανταστώ την ίδια γυναίκα σε μια άλλη εποχή να ζωντανεύει το πορτρέτο που μου παρουσιάζει ο πρωτότοκος γιος της. Στην ίδια παρέα και η κόρη της Νίκη, σύζυγος του Γιάννη Γκέλη που τρέφει ιδιαίτερη αγάπη και ολοφάνερο θαυμασμό για την πεθερά του.

“Έχει μια δυνατή αγάπη για τη ζωή, είναι πολύ δυναμική και δε λυγίζει από τα χτυπήματα και τις δυσκολίες της ζωής. Ακόμη είναι πάντα σίγουρη για τις αποφάσεις της στις οποίες δεν δέχεται καμία παρέμβαση”, θα πει ο Γιάννης, μιλώντας με φανερό θαυμασμό για τη γυναίκα που είναι μέρος της ζωής του, εδώ και μισό αιώνα.

“Η μαμά είναι ανεξάρτητη” θα συμπληρώσει η Νίκη. “Ποτέ δε δέχεται να τη βοηθήσουμε σε οτιδήποτε κάνει. Μπορώ μάλιστα να πω ότι σε πολλές περιπτώσεις μας βοηθά η ίδια. Προσέχει τη δίαιτά της, πολλές φορές μαγειρεύει δυο φορές τη μέρα, γιατί πιστεύει στο φρέσκο φαγητό, κάνει όλες τις δουλειές του σπιτιού και επιπλέον καλλιεργεί η ίδια τον λαχανόκηπο από τον οποίο μας προμηθεύει από ντομάτες μέχρι φασολάκια, μελιτζάνες και πιπεριές. Αδυναμία της, η μεγάλη συκιά οι μανταρινιές και πορτοκαλιές που έχει στον κήπο της”.

“Μ’ αρέσει να έχω πράγματα να δίνω στους ανθρώπους”, θα πει μ’ ένα ζεστό χαμόγελο να φωτίζει το πρόσωπό της, η γιαγιά Ελένη.

“Αγαπώ τον κόσμο και νιώθω την αγάπη τους. Όταν πάω στο κλαμπ, τρέχουν όλες να μ’ αγκαλιάσουν. Μ’ αγαπάνε πολλοί” θα πει με μια σχεδόν παιδική αφέλεια.

“Είναι πιο νέα και από τις ογδοντάρες” θα πει με καμάρι η Νίκη. “Τις βοηθά ν’ ανέβουν τις σκάλες και κρατά τις τσάντες τους. Επίσης δεν χρησιμοποιεί ποτέ μπαστούνι και διαβάζει την εφημερίδα χωρίς γυαλιά. Κάνει όλα τα ψώνια μόνη της. Οι γειτόνισσες που γνωρίζουν την ηλικία της δεν μπορούν να πιστέψουν τα μάτια τους”. Η ίδια θα αποδώσει τη ζωτικότητα της μητέρας της στο ότι προσέχει πολύ τη διατροφή της, περνά μια ζωή ήσυχη και αντιμετωπίζει τις δύσκολες καταστάσεις ψύχραιμα”.

Ζητώ εξηγήσεις για το “κλαμπ” και πληροφορούμαι ότι είναι ο Σύλλογος Ηλικιωμένων της Κοινότητας Μεντόν “Οι Ταξιάρχες”, όπου πάει και μεταξύ άλλων παίζει μανιωδώς μπίνγκο.

“Μ’ αρέσει πολύ όταν κερδίζω και φωνάζω “Μπίνγκο”!

Ναι, όταν η γιαγιά Ελένη φωνάζει “Μπίνγκο” είναι σίγουρο ότι εννοεί “Ζήτω η Ζωή”!

ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ Η ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ

Η γιαγιά Ελένη ήλθε στην Αυστραλία το 1961 και ανατρέχοντας πίσω, θα πει ότι “στην αρχή ήταν δύσκολα και ζούσαμε διαρκώς με το φόβο ότι μπορούν να μας διώξουν από αυτή τη χώρα. Ο άντρας μου είχε ζήσει μικρός την προσφυγιά και του είχε μείνει αυτός ο φόβος. “Γυναίκα φύλαγε τα χρήματα, να έχουμε κάτι γιατί μπορεί μια μέρα να μας διώξουν από δω”. Φοβόταν πολύ μη συμβεί κάτι τέτοιο. Όπως περνούσε όμως ο καιρός και τα παιδιά μας με τη δουλειά τους τακτοποιούνταν πάρα πολύ καλά, το ένα μετά το άλλο, την Αυστραλία την αγαπήσαμε πολύ και πάντα λέω ότι είναι η χώρα – Παράδεισος. Νιώθουμε ασφάλεια, μπορέσαμε να φτιάξουμε μια ζωή, όπως τη θέλαμε, όλα μου τα εγγόνια έχουν σπουδάσει, τι άλλο μπορούμε να ζητήσουμε, όλοι εμείς που ήλθαμε χωρίς τίποτε σχεδόν σ’ αυτή τη χώρα; Πολλοί δεν είχαμε δει ούτε αυτοκίνητο στα μέρη μας, ούτε ξέραμε πώς είναι οι μεγάλοι δρόμοι. Η κόρη μου η Νίκη, ήταν 17 χρόνων και δεν θα ξεχάσω που καθόταν με τις ώρες στο παράθυρο, μετά τη δουλειά, να βλέπει τον κόσμο, τα αυτοκίνητα, την κίνηση που για εκείνη ήταν όλα καινούρια”.

Μας κοιτάζει στη συνέχεια, τον έναν μετά τον άλλον, σαν να θέλει να βεβαιωθεί ότι την παρακολουθούμε και με μια σβέλτη κίνηση σηκώνεται από τον καναπέ και μου κάνει νόημα να την ακολουθήσω. Οι άλλοι δεν χρειάζονται τέτοια παραίνεση γιατί, έτσι κι αλλιώς, έχουν μάθει να μη διαπραγματεύονται τις επιθυμίες της γιαγιάς.

Με οδηγεί στον κήπο, στον δικό της ιδιωτικό παράδεισο και μ’ αφήνει να θαυμάσω μόνη μου, χωρίς εξηγήσεις τις δημιουργίες της.

“Δεν αφήνει κανέναν να τη βοηθήσει. Τα φυτεύει και τα περιποιείται όλα μόνη της. Εμείς απλά τα απολαμβάνουμε”, θα πει ο Κώστας ο οποίος, στο τέλος της μοναδικής αυτής συνάντησης, θα μου εξομολογηθεί ότι η μεγαλύτερη ευτυχία για εκείνον είναι να επισκεφτεί τη μάνα του και να του ανοίξει η ίδια την πόρτα χαμογελαστή :”Ειλικρινά σου λέω δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία από αυτήν για μένα!”.

“Είμαι πολύ τυχερή να έχω μια τόσο μεγάλη οικογένεια και να μ’ αγαπούν, να έρχονται να με δουν και να με προσέχουν. Τι άλλο να ζητήσω από τη ζωή;” ρωτά βάζοντας τη σφραγίδα σε μια μοναδική συνάντηση.

Φεύγω, μετά από ώρες, όταν έχει πια σκοτεινιάσει, έχοντας για πολύ μπροστά μου το φωτεινό χαμόγελο της γλυκιάς αυτής αιωνόβιας ύπαρξης και την καθάρια φωνή της να φωνάζει “Μπίνγκο” στη ζωή…