Καθώς η κρίση αγκαλιάζει σταδιακά κάθε έκφανση της σύγχρονης ελλαδικής πραγματικότητας, η λογοτεχνική απάντηση στο κλίμα αυτό αναδεικνύεται όλο και πιο δυναμικά. Η γενικότερη κρίση (με την ανεργία, την οικονομική ανέχεια, τις κάθε είδους πτωχεύσεις καθώς και όλα τα υπαρξιακά και κοινωνικά παρεπόμενά τους) έχουν ήδη τεθεί στο επίκεντρο και αποτελούν πλέον “αγαπημένα” θέματα της πεζογραφίας – και όχι μόνο. 

Το βιβλίο με τον τίτλο “Ταμείο α(ν)εργίας” του Νίκου Γκαμαρλιά, είναι ακριβώς μία τέτοια λογοτεχνική απόπειρα σκιαγράφησης της σύγχρονης ελλαδικής κοινωνίας, ένα εγχείρημα καταγραφής απόψεων και εικόνων στον καιρό της κρίσης, μέσω μιας διεισδυτικής προσέγγισης. Το έργο αυτό είναι ένα παζλ εικόνων που εκτυλίσσονται σε μια μεγαλούπολη εν μέσω άκρατης κρίσης. Λουκέτα σε καταστήματα και επιχειρήσεις, διαδηλώσεις διαμαρτυρίας, ανάδυση και παγίωση της ακροδεξιάς, απροκάλυπτος ρατσισμός, ναρκωτικά στο έπακρο, νυχτερινή περιθωριακή ζωή, οικογενειακές σχέσεις που δοκιμάζονται είναι μερικά από τα πολλά ζητήματα που αγγίζει το εν λόγω βιβλίο. 

Κάθε κεφάλαιο, κάθε ενότητα, αποτελούν ακριβώς τα αποσπάσματα μιας κοινωνίας που καταρρέει, κάθε μέρος του είναι ένα διαφορετικό κομμάτι του όλου παζλ. Την ίδια στιγμή, όμως, το βιβλίο συνιστά και μία διαφορετική, ανατρεπτική, κριτική του σύγχρονου τρόπου ζωής. Η ειρωνεία για τις σύγχρονες αντιλήψεις και στάσεις ζωής, για τον κοινωνικό και πολιτικό βίο είναι διάχυτη. Ο συγγραφέας ασκεί κριτική στις επιλογές των πολιτών, στην υπερκαταναλωτική τους μανία, στις θρησκευτικές τους στάσεις, στον ωχαδελφισμό τους. 

Αγγίζει με ευαισθησία, μεστότητα και οξείες κριτικές το μεταναστευτικό, το trafficking και άλλα ουσιώδη ζητήματα. Η γλώσσα του γίνεται οικεία με το δυναμισμό της προφορικότητάς της. Η αθυροστομία προσδίδει μια μοναδική θεατρικότητα. Δεν ξεπέφτει όμως ποτέ σε αγοραίο επίπεδο. Παραμένει μετρημένη και μόνο στο επίπεδο της καθημερινής γλώσσας. Έτσι όμως γίνεται ένα δραστικό εργαλείο που ζωντανεύει τους διαλόγους και προσφέρει μια ιδιαίτερη παραστατικότητα. 

Η αφήγηση είναι συνειρμική καθώς οι σκέψεις και κρίσεις που παρατίθενται ξεπετιούνται μέσα από περιστατικά, όπως ακριβώς κάνει ο άνθρωπος στην καθημερινότητά του. Το θεματικό κέντρο της αφήγησης μετακινείται συνεχώς, ενώ συνειρμικά ξεπηδούν νέοι θεματικοί κύκλοι (ομόκεντροι ή ευκαιριακά εφαπτόμενοι) θέτοντας στο διάλογο του συγγραφέα με τον αναγνώστη άλλα ζητήματα, διαφορετικές ματιές στην ανάλυση των κοινωνικών καταστάσεων. Ωστόσο, οι παρεκβάσεις αυτές γίνονται τόσο γρήγορα και με τέτοια απλότητα τεχνικά, που ο αναγνώστης σχεδόν δεν το αντιλαμβάνεται. Ο συγγραφέας κάνει ευρεία χρήση αναδρομών και αυτοαναφορικότητας, ενώ συχνά χρησιμοποιεί εγκιβωτισμένες αφηγήσεις χωρίς να εκλείπει η τεχνική του προϊδεασμού ή της πρόληψης και της προοικονομίας. Το «ταμείο α(ν)εργίας» δεν είναι απλά το ημερολόγιο ενός ανέργου. Είναι η έξοδος του ελευθέρου ανθρώπου από την καταπίεση και την κούραση του εργασιακού ωραρίου, είναι οι αναμνήσεις του ελεύθερου χρόνου σε ένα καταναλωτικό περιβάλλον σε καιρό κρίσης. Δεν είναι άνεργος ο πρωταγωνιστής, αλλά κατ’ επιλογή μη εργαζόμενος (άεργος). Και τούτο του δίνει τη δύναμη να δει από μία άλλη οπτική γωνία την κοινωνία κινούμενος στο περιθώριό της χωρίς όμως να χάνει τις επαφές του με το κέντρο. Από το ίδιο σημείο κινούμενος συγκινεί τον αναγνώστη με έναν τρόπο καίριο και μοναδικό.