Το βιβλίο του Ηρακλή Κακαβάνη «Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του» (εκδ. Εντός, Αθήνα 2012) είναι ένα συνθετικό εγχείρημα για τον ποιητή του «Φωτός που καίει» το οποίο, όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο «… προσφέρει στον αναγνώστη πάρα πολλά άγνωστα στοιχεία για τη ζωή και το έργο του και 19 αδημοσίευτα ποιήματα του Βάρναλη που δε συμπεριλαμβάνονται σε καμιά άλλη έκδοση. Μαζί με αυτά: Μία αδημοσίευτη αυτοβιογραφία του. Η συμμετοχή του στο γλωσσικό ζήτημα, η σύγκρουση με τον Ξενόπουλο, το Δελμούζο και τον Παλαμά, η κατάθεσή του στη δίκη Λουντέμη, οι παρωδίες του και ο ποιητικός “διάλογος” με τον Καβάφη. Και, τέλος, η περίοδος της εξορίας του. Τα ποιήματα που έγραψε εκεί και οι επιστολές του». 

Μολονότι εκ πρώτης όψεως η μελέτη του Κακαβάνη μοιάζει με φιλολογική, δεν είναι αμιγώς τέτοια. Κυρίως επειδή η επιλογή κι ενασχόληση του συγγραφέα με τα παραπάνω θέματα δεν είναι επαρκώς και πειστικά τεκμηριωμένη. Διότι ακόμη κι αν δεχτούμε ότι το περισσότερο, ή ακόμη και όλο το υλικό που περιλαμβάνεται στο εν λόγω βιβλίο είναι όντως «άγνωστα στοιχεία για τη ζωή και το έργο» του Βάρναλη, το εύλογο ερώτημα που προκύπτει εδώ είναι: Με ποια ακριβώς κριτήρια έγινε αυτή η επιλογή; (Πουθενά λ.χ. δεν εξηγείται γιατί να ενδιαφέρουν τον αναγνώστη/μελετητή τα ποιήματα-παρωδίες του Βάρναλη για ομοτέχνους του και όχι, ας πούμε, η ερωτική ζωή του ποιητή, δεδομένου ότι ο τελευταίος είχε ιδιαίτερη αδυναμία στις ωραίο φύλο. Ακόμη και η αναφορά που κάνει ο Κακαβάνης στη σχέση του Βάρναλη με τη σύζυγό του είναι εντελώς υποτυπώδης). Αυτό μας κάνει να υποθέσουμε ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η θεματική επιλογή σε κάποια κεφάλαια του βιβλίου έγινε με αυθαίρετα κριτήρια ή – πιθανόν – επειδή αυτό το υλικό κατάφερε να εντοπίσει ο συγγραφέας στην έρευνά του, ή αυτό θεώρησε σκόπιμο (για λόγους που δεν διευκρινίζει) να αναδείξει.

Μια άλλη επισήμανση που πρέπει να γίνει εδώ είναι η εξής: Ο συγγραφέας κάνει λόγο για «πάρα πολλά άγνωστα στοιχεία για τη ζωή και το έργο» του Βάρναλη, τη στιγμή που το μεγαλύτερο μέρος αυτών των στοιχείων έχουν ήδη δημοσιευθεί σε παλαιότερα (έστω και δυσεύρετα σήμερα έντυπα), με εξαίρεση το αρχείο του ποιητή, όπως καταδεικνύει η μελέτη του. Που σημαίνει ότι αν κάτι έχει δημοσιευθεί, προφανώς και δεν είναι εντελώς «άγνωστο». Εάν πάλι – όπως υποψιάζομαι – ο συγγραφέας εννοεί ότι τα στοιχεία που παρουσιάζει είναι ελάχιστα ή καθόλου γνωστά στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό και/ή τους μελετητές, καθότι δυσεύρετα και δυσπρόσιτα, δεν θα έπρεπε να το διευκρινίσει αυτό στο προλογικό του σημείωμα, έτσι ώστε να μην υπάρχει σύγχυση και παρερμηνεία; Διότι δεν είμαι σίγουρος ότι αυτό είναι τόσο αυτονόητο. Μιλώντας πριν λίγο για συγγραφική «αυθαιρεσία», δεν μπορώ να παραβλέψω ίσως την πιο οφθαλμοφανή: Στις πρώτες γραμμές του προλογικού του σημειώματος, ο Κακαβάνης σημειώνει για τον Βάρναλη το εξής: «Αγαπήθηκε και διαβάστηκε όσο κανένας άλλος». Όπερ εστί μεθερμηνευόμενον – διαχρονικά μιλώντας – πρόκειται για τον πιο δημοφιλή και πολυδιαβασμένο Έλληνα ποιητή& ακόμη δηλαδή και από τον Παλαμά, τον Καβάφη, το Ρίτσο;… Αυτό όμως δεν είναι κατάφωρη υπερβολή και μεροληψία;

Ένα άλλο επίμαχο και ίσως πιο σημαντικό ζήτημα είναι η μη συμπερίληψη (δημοσιευμένων σε διάφορα έντυπα) ποιημάτων του Βάρναλη στις επίσημες συλλογές του. Ή, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του: «Και γίνεται δυσκολότερο [το τόλμημα να γράψεις για τον Κώστα Βάρναλη] όταν θέλεις να αγγίξεις το κεντρικό ζήτημα στη μελέτη του Βαρναλικού έργου. Γιατί γράφει, πότε γράφει; Γιατί κάποια από τα ποιήματά του ενώ τα δημοσίευσε στον καιρό τους, αργότερα δεν τα συμπεριέλαβε στις συλλογές ποιημάτων που εξέδωσε;». Εδώ βέβαια θίγεται ένα καίριο ζήτημα που αφορά τη γενικότερη αντιμετώπιση του βαρναλικού έργου στο σύνολό του και συγκεκριμένα το ερώτημα: Γιατί, κοντά σαράντα χρόνια μετά το θάνατό του, δεν έχουν εκδοθεί τα «Άπαντά» του, ως είθισται με τους περισσότερους σημαίνοντες Έλληνες ποιητές; Δεν υπάρχει άραγε ιδιαίτερο ενδιαφέρον από τους ειδήμονες (φιλολόγους, νεοελληνιστές, ερευνητές-μελετητές, μεταπτυχιακούς φοιτητές κτλ) και, αν ναι, γιατί; Κάποια επιχειρήματα που προβάλλει ο συγγραφέας, όπως, για παράδειγμα, ότι «Είναι τόσα πολλά τα έντυπα με τα οποία είχε συνεργαστεί ο Βάρναλης που δυστυχώς ακόμη δεν τα ξέρουμε όλα» και «Η έκταση του δημοσιευμένου ποιητικού και κριτικού του έργου είναι μια πρόκληση για τους μελετητές» σίγουρα δεν ευσταθούν. Πρώτον, διότι αν δεν υπήρχε οποιαδήποτε «πρόκληση» δεν θα υπήρχε λόγος να εκπονηθεί καμία φιλολογική έρευνα-μελέτη και, δεύτερον, αμφιβάλλω αν το συνολικό έργο του Βάρναλη (γνωστό και άγνωστο, δημοσιευμένο και μη) είναι μεγαλύτερο σε «έκταση» απ’ ό,τι είναι λ.χ. του Παλαμά ή άλλων ποιητών. 

Ως προέκταση της παραπάνω συλλογιστικής είναι και ο σπασμωδικός, αδέξιος ή μάλλον αβασάνιστος τρόπος που ο Κακαβάνης χειρίζεται αυτό το καυτό ζήτημα, αρκούμενος στο να παραθέτει τα επιχειρήματα του ίδιου του Βάρναλη λέγοντας: «Μια πρόκληση στην οποία, με πλήρη επίγνωση της πραγματικότητας, απάντησε πρώτα ο ίδιος θέτοντας και τα όριά της. Όχι μόνο για το δικό του έργο, μα συνολικά για τα έργα που οι ποιητές αφήνουν πίσω τους», πριν παραθέσει το πλήρες χρονογράφημα του ποιητή με τίτλο «Καταλοιποθήραι» που δημοσιεύτηκε στην «Πρωία» (26.7.1942). Τις θέσεις και απόψεις του Βάρναλη ο Κακαβάνης τις εκλαμβάνει ως θέσφατα, εξ ου και ευθύς αμέσως σπεύδει να αποφανθεί ως εξής: «Δεν έχει κανείς παρά να συμφωνήσει απόλυτα με το Βάρναλη. Το ζήτημα είναι σαφώς πολύπλοκο. Στον κατάλογο της κειμενοθηρίας θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και τη δημοσίευση έργων τα οποία για τους ποιητές και για τους λογοτέχνες γενικότερα ήταν εντελώς προσωπικά. Έχουμε το δικαίωμα μετά το θάνατο του ποιητή να παραβιάζουμε την προσωπική του ζωή; Ασφαλώς όχι». (1) Μα και βέβαια «το ζήτημα είναι σαφώς πολύπλοκο». Γι’ αυτό και το λιγότερο που θα περίμενε κανείς από τον Κακαβάνη είναι, αν όχι βέβαια να το επιλύσει, τουλάχιστον να επιχειρήσει, μέσα από την παρούσα μελέτη του, να προσφέρει κάποιους δικούς του προβληματισμούς και προτάσεις αντιμετώπισής του. Δυστυχώς τίποτε απ’ αυτά δεν κάνει, επικαλούμενος την… «πολυπλοκότητα του ζητήματος» κι αφήνοντας τον ίδιο τον ποιητή να βγάλει το φίδι από την τρύπα.

Αν δεχτούμε όμως τις απόψεις και τα επιχειρήματα του Βάρναλη τυφλά και αναντίρρητα, ως τη μόνη αλάθητη και αναμφισβήτητη αλήθεια, (2) όπως κάνει ο συγγραφέας, χωρίς να υποβληθεί στην παραμικρή βάσανο να μας εξηγήσει γιατί πρέπει οπωσδήποτε να «συμφωνήσει» κανείς και μάλιστα «απόλυτα» (!), τότε αναρωτιέμαι τι νόημα έχει οποιαδήποτε φιλολογική μελέτη, συμπεριλαμβανομένης και της δικής του. Διότι, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Νίκος Σαραντάκος, «Αν ο [Μαξ] Μπροντ [συγγραφέας, φίλος του Κάφκα και εκτελεστής της διαθήκης του, στον οποίο ο τελευταίος είχε δώσει ρητή εντολή να κάψει όλα του τα χειρόγραφα – και μάλιστα να μην τα διαβάσει καν] είχε σεβαστεί τη θέληση του συγγραφέα, το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Κάφκα θα είχε χαθεί» (3) (βλ. ιστολόγιο «Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία», 7.1.2014).

Το παράδοξο, ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι ο Κακαβάνης παραβαίνει την παραπάνω θέση του (κι εν αντιθέσει με τις σχετικές απόψεις και τα επιχειρήματα του Βάρναλη που επικαλούνταν πριν) τελικά προβαίνει στη δημοσίευση 19 άγνωστων και αδημοσίευτων ποιημάτων του τελευταίου, (4) με το εξής σκεπτικό: «Πιστοί στα πλαίσια που όρισε ο ποιητής προσπαθήσαμε να μείνουμε και εμείς στην παρούσα μελέτη. Γι’ αυτό δε συμπεριλάβαμε όλο το άγνωστο ποιητικό υλικό που είχαμε υπόψη μας. Περιοριστήκαμε σε ό,τι κρίναμε απαραίτητο για την τεκμηρίωση των σκέψεων που καταθέτουμε». Κι εδώ, για άλλη μια φορά, εύλογα προκύπτει το ερώτημα: Δεν είχε στοιχειώδη υποχρέωση ο συγγραφέας να εξηγήσει κι αιτιολογήσει στον αναγνώστη με ποια κριτήρια έκανε τη συγκεκριμένη επιλογή και συμπερίληψη και γιατί απέκλεισε το υπόλοιπο «άγνωστο ποιητικό υλικό της έρευνάς του»; Στο τέλος, επίσης, του βιβλίου του δίνει την εξής ολιγόλογη όσο και ανεπαρκή εξήγηση: «Στην παρούσα έκδοση δεν συμπεριλάβαμε κάποια αδημοσίευτα ποιήματα του ποιητή που τα θεωρήσαμε προσωπικά – παιχνιδιάρικα ή ημιτελή. Δεν ήταν στις προθέσεις μας να κάνουμε μια έκδοση των αγνώστων ποιημάτων του Βάρναλη. Θεωρούμε ότι αυτό είναι έργο κάποιου άλλου που θα μπορέσει να κάνει μια συγκεντρωτική κριτική έκδοση». Και πάλι πρόκειται για οφθαλμοφανή αυθαιρεσία που, όπως και στον πρόλογο, ούτε διευκρινίζει τίποτα ούτε και πείθει, καθώς το νεφελώδες «ό,τι κρίναμε απαραίτητο» κάθε άλλο παρά επιχείρημα είναι.

Ωστόσο, παρά τις προαναφερθείσες ενστάσεις μου, και κάποιες άλλες αδυναμίες (όπως π.χ. την απουσία μιας περιεκτικής βιβλιογραφίας στο τέλος του πονήματος – σοβαρό ολίσθημα για μια φιλολογική μελέτη), θεωρώ πως το βιβλίο είναι, σε γενικές γραμμές, ενδιαφέρον, ακόμη και χρήσιμο – έστω κι αν βρίσκω την επιλογή και κατάταξη του υλικού του άνισα και κάπως περίεργα κατανεμημένη. Το στοιχείο που ενδιαφέρεται να αναδείξει περισσότερο ο συγγραφέας είναι, προφανώς, το πολιτικό. Δηλαδή η πολιτική πτυχή του Βάρναλη και όλα τα συμπαρομαρτούντα – η εξορία, οι διώξεις του κτλ. Δικαίως, άλλωστε, αφού το γενικότερο συγγραφικό corpus του Βάρναλη (όχι μόνο το ποιητικό) έχει πολιτική χροιά και είναι στρατευμένο, καθώς διαπνέεται και πάλλεται από αγωνιστικότητα. (5) (Τι λέει για καβάφη). Φυσικό λοιπόν είναι αυτή η «αγωνιστικότητα» του ποιητή να επεκτείνεται και στο περιβόητο «γλωσσικό ζήτημα» της εποχής, δεδομένου ότι ο ποιητής από τη θέση του διανοούμενου (δημιουργού, εκπαιδευτικού και αρθρογράφου) ήταν πανταχού παρών και μάλιστα δίπλα στους πρωταγωνιστές, με έντονη συμβολή και σ’ αυτόν τον κοινωνικό αγώνα.

Τα πιο ενδιαφέροντα σημεία του πονήματος του Κακαβάνη θεωρώ πως είναι κάποιες άγνωστες, στους περισσότερους σημερινούς αναγνώστες, λεπτομέρειες από τη ζωή, τη δράση και το έργο του Βάρναλη, όπως λ.χ. υπήρξε η συμμετοχή του στην όχι και τόσο γνωστή στο κοινό «Δίκη Λουντέμη» (στην οποία αφιερώνει ένα ξεχωριστό κεφάλαιο) αλλά και οι ιδεολογικές, γλωσσικές, φιλολογικές και άλλες συγκρούσεις του με ομοτέχνους και επιφανείς πνευματικές μορφές της εποχής του (Δελμούζο, Τριανταφυλλίδη, Ξενόπουλο, Παλαμά, και άλλους).

Το πόνημα του Κακαβάνη έρχεται να αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον κοινού και μελετητών για έναν κορυφαίο όσο και διαχρονικά επίμαχο ποιητή ο οποίος ανέκαθεν υπήρξε (άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο) επικαιρικός όσο και αγαπητός στο πλατύ ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Ας ελπίσουμε ότι η παρούσα μελέτη θα αποτελέσει έναυσμα για περαιτέρω έρευνες και προβληματισμό στο βαρναλικό (ποιητικό και μη) σύμπαν και θα ξεκαθαρίσει πολλές απορίες σχετικά με τα άγνωστα και αδημοσίευτα κατάλοιπά του ποιητή. Ιδιαίτερα που πρόσφατα ήταν η επέτειος των 40 χρόνων από το θάνατό του.

Σημειώσεις: 

(1) Θεωρώ ότι πρόκειται για ένα μάλλον άτοπο ζήτημα, αφού εάν ένας συγγραφέας επιθυμεί να μη δημοσιευθούν τα κατάλοιπά του μεταθανατίως, δεν έχει παρά να τα καταστρέψει όταν βρίσκεται ακόμη ο ίδιος εν ζωή. Όλα τα άλλα είναι εκ του πονηρού. Συχνά μάλιστα γίνεται και σκόπιμα προκειμένου να δημιουργηθεί μεγαλύτερο μυστήριο κι ενδιαφέρον για το έργο ενός μείζονος δημιουργού μετά το θάνατό του.

(2) Ούτε ο χώρος το επιτρέπει, αλλά ούτε και αποτελεί αντικείμενο της παρούσας κριτικής μας ο σχολιασμός των απόψεων του Βάρναλη. Το ότι είναι λανθασμένες, αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι, όπως παρατηρεί ο Νίκος Σαραντάκος, «Πάντως, αυτά τα γράφει ο Βάρναλης το 1942, ενώ το 1963 πρέπει να είχε αλλάξει γνώμη γιατί ένα ακριβώς “κρυμμένο” καβαφικό ποίημα του έδωσε την έμπνευση για ένα δυνατό δικό του ποίημα που απαντά ευθέως στον Καβάφη εξετάζοντας το ίδιο περιστατικό, τη σφαγή των φελάχων στο Ντενσουάι της Αιγύπτου το 1906…» (βλ. Νίκος Σαραντάκος, ό.π.).

(3) Η τεράστια φιλολογία που έχει δημιουργηθεί σχετικά με αυτό το ζήτημα (την επιθυμία του Κάφκα να καούν τα χειρόγραφά του μετά το θάνατό του) επιβεβαιώνει τον παραπάνω ισχυρισμό μου. Είναι αστείο να πιστεύει κανείς ότι ο Κάφκα – για τον οποίο η λογοτεχνία υπήρξε η ίδια του η ζωή – επιθυμούσε πραγματικά να καταστραφούν τα χειρόγραφά του. Αν πραγματικά το ήθελε, θα τα έκαιγε ο ίδιος.

(4) Χρήσιμη εδώ είναι η διευκρίνιση του Νίκου Σαραντάκου: «Φυσικά, για πολλούς και δικαιολογημένα, το ατού του βιβλίου είναι τα άγνωστα ποιήματα του Βάρναλη, που τα ανέσυρε ο Κακαβάνης από το αρχείο του, ή τα αθησαύριστα, και μ’ αυτό τον όρο εννοούμε ποιήματα που είχαν αρχικά δημοσιευτεί σε κάποιο έντυπο αλλά που δεν συμπεριλήφθηκαν σε μεταγενέστερη συγκεντρωτική έκδοση των έργων του συγγραφέα, με αποτέλεσμα να είναι άγνωστα στις σημερινές γενιές. Υπάρχουν βέβαια και ποιήματα που έχουν θησαυριστεί μετά την πρώτη τους δημοσίευση, αλλά δεν παύουν να είναι δυσεύρετα, όπως π.χ. τα ποιήματα που δημοσίευσε ο Βάρναλης στην «Ηγησώ» το 1907. Για να συνεννοούμαστε όμως, θα κρατήσουμε τον όρο αθησαύριστα για όσα βαρναλικά ποιήματα δεν περιλαμβάνονται ούτε στις εκδόσεις Βάρναλη, ούτε στα άρθρα του Σαββίδη και του Αργυρίου. Επομένως, τα σκόρπια ποιήματα του Βάρναλη, εκείνα δηλαδή που δεν ανήκουν σε καμιάν ποιητική συλλογή ή ποιητική σύνθεση, μπορούμε να τα διακρίνουμε ως εξής: (α) Πρωτόλεια είναι τα ποιήματα που δημοσίευσε ίσαμε τα 18 του χρόνια σε έντυπα της ομογένειας, στη Βουλγαρία, πριν κατέβει στην Αθήνα (έχουν δημοσιευτεί στα «Αιολικά Γράμματα» του Βαλέτα). (β) Καταγραμμένα αλλά εκτός Απάντων: Είναι όσα ποιήματα έχουν καταγράψει οι Σαββίδης-Αργυρίου στο περιοδικό «Ηριδανός» το 1975 (αν μέτρησα καλά είναι 36). (γ) Αθησαύριστα: Πολλά από τα ποιήματα που περιλαμβάνει ο Κακαβάνης στο βιβλίο του, τα τρία σονέτα και η μία παρωδία που είχε ανακοινώσει ο Μ.Μ. Παπαϊωάννου στο περιοδικό «Πολιτιστική» το 1985, τα «Εγκαίνια της Κοριτσίστικης ελικιάς» που ανακάλυψα εγώ. (δ) Αδημοσίευτα/Ατελή: ποιήματα που βρέθηκαν σε χειρόγραφο στο αρχείο του ποιητή και που, απ’ όσο ξέρουμε, δεν έχουν δημοσιευτεί ποτέ, όπως το «Όχι» που περιλαμβάνεται, τελευταίο στη σειρά, στο βιβλίο του Κακαβάνη» (ό.π.).

(5) Ενδεικτικό λ.χ. είναι το πώς έβλεπε ο Βάρναλης την ποίηση του Καβάφη: «Άλλωστε ο ίδιος ο ποιητής είναι ένας ποιητής φυγής […] Προσπαθεί ο ίδιος κ’ είναι αυτό το χαρακτηριστικό της ποίησής του να αγνοήση το παρόν. […] Επίσης δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι ο Καβάφης είχε πατριωτικά αισθήματα. Είναι μάλλον ένας κοσμοπολίτης τύπος. […] Ο Καβάφης είναι πολύ βαθύς και πολύ ανθρώπινος ποιητής. Κατά βάθος βέβαια, πεσσιμιστής, και αμοράλ, και όχι αγωνιστής. Γι’ αυτό και η εποχή μας η σημερινή, μπορεί να τέρπεται από την ποίησή του, αλλ’ ούτε να διδαχθή μπορεί ούτε να προσπαθήση να καλυτερέψη τη θέση της με οδηγό την καβαφική ποίηση» (εφ. «Ανεξάρτητος Τύπος», 16.12.1959).