Η άνθιση του οικοδομικού τομέα, τόσο στη Μελβούρνη όσο και στο Σίδνεϊ, συνεχίζεται, γεγονός που αποδίδεται, κατά ένα μεγάλο μέρος στο επίπεδο ρεκόρ των στεγαστικών επιτοκίων. Από την άλλη πλευρά η πτώση της τιμής του αυστραλιανού δολαρίου ενθαρρύνει τους τουρίστες, ντόπιους και ξένους, να ξοδέψουν περισσότερα χρήματα, ένα φαινόμενο που είναι εντονότερο στην Κουινσλάνδη.

Αυτά, εκτιμούν οι ειδήμονες, είναι τα ενθαρρυντικά σημεία της οικονομίας, όπως το σφρίγος των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας έχει φανερά εξασθενίσει και τόσο οι οικονομολόγοι, όσο και οι πολιτικοί, βασίζονται στους καταναλωτές να ρίξουν χρήματα στην αγορά για να δώσουν ώθηση στους ρυθμούς της οικονομίας.

Εκείνο, όμως, που παρατηρείται είναι ότι παρ’ ότι τα χαμηλά επιτόκια και το φτηνό πετρέλαιο δίνουν τη δυνατότητα στους καταναλωτές να εξοικονομήσουν περισσότερα, εντούτοις παρατηρείται μία έλλειψη εμπιστοσύνης στην οικονομία από μέρους τους, γεγονός που βάζει φρένο στους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας.

Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα στο χώρο των επιχειρήσεων, που δημοσιοποιήθηκε αυτήν την εβδομάδα, η εμπιστοσύνη των επιχειρηματιών στην οικονομία είναι στα ίδια επίπεδα που ήταν επί ημερών της κυβέρνησης Gillard το 2013, ενώ, γενικά, η εμπιστοσύνη των καταναλωτών γενικά είναι πολύ εύθραυστη.

Εν τω μεταξύ, τόσο οι οικονομολόγοι όσο και ο επιχειρηματικός κόσμος, ανησυχούν για την επίδραση που θα έχει στο αυστραλιανό λαό ο επερχόμενος ομοσπονδιακός προϋπολογισμός.

Να επαναλάβουμε ότι ο χώρος που φαίνεται να εμπνέει εμπιστοσύνη είναι ο οικοδομικός. Τους τελευταίους μήνες του περασμένου χρόνου οι Δήμοι ενέκριναν σχέδια ανέγερσης νέων σπιτιών και διαμερισμάτων σε ρυθμούς της τάξης 220.000 το χρόνο.

Σήμερα, αξίζει να σημειωθεί, ότι πάνω από 10.000 σχέδια για ανέγερση διαμερισμάτων εγκρίνονται κάθε μήνα από τους Δήμους, αριθμός διπλάσιος του αντίστοιχου δύο χρόνια πριν.