Δυστυχώς, 194 χρόνια μετά την εθνική μας Παλιγγενεσία, η Ελλάς για μια ακόμα φορά βρίσκεται υποθηκευμένη. Δηλαδή «αλυσοδεμένη» λόγω της οικονομικής χρεοκοπίας της στους ξένους, ή «εταίρους δανειστές» της, από τον Μάιο του 2010, επί πρωθυπουργίας Γιώργου Παπανδρέου. Βέβαια η τελευταία υποδούλωση δεν υπήρξε κεραυνός εν αιθρία. Είχε προηγηθεί η μακρόχρονη πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική κρίση και παρακμή, η οποία αναπόφευκτα και νομοτελειακά οδήγησε και στην οικονομική τοιαύτη. Έκτοτε, η Ελλάς μετεβλήθη ουσιαστικά σε μαύρο πρόβατο και παρία της Ευρώπης. Δηλαδή σε προτεκτοράτο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – και ειδικότερα της Γερμανίας – όπου κυριαρχεί ένα ιδιότυπο, πλην στυγνό καθεστώς Κατοχής – τόσο εξωτερικής (με τις αφόρητες πολιτικές και οικονομικές πιέσεις των δανειστών) όσο κι εσωτερικής (με τα απάνθρωπα μέτρα λιτότητας, μείωση μισθών/συντάξεων, ανεργία, ανθρωπιστική κρίση, εξωτερική μετανάστευση, κτλ). Γι’ αυτή την απελπιστικά αδιέξοδη σημερινή κατάσταση, οι εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις και ο ελληνικός λαός δεν είναι άμοιροι ευθυνών – όσο κι αν ευθύνονται και οι ξένοι γι’ αυτή την τραγική κατάσταση. Αυτό όμως δεν είναι του παρόντος. Σκοπός του σημερινού άρθρου είναι να υπενθυμίσει κι επισημάνει ότι πριν 194 χρόνια οι Έλληνες της Διασποράς (με εγκέφαλο και «ατμομηχανή» τη γνωστή μας Φιλική Εταιρία) κατάφεραν να πρωταγωνιστήσουν αποφασιστικά και, με τη βοήθεια κάποιων ξένων Δυνάμεων, να σπάσουν τα δεσμά της ελληνικής δουλείας από τον ξένο κατακτητή.
Τι γίνεται όμως σήμερα; Τι ακριβώς έκανε ή κάνει ο δήθεν «μεγάλος, πολυάριθμος, δυναμικός» απόδημος ελληνισμός (η δεύτερη εκτός συνόρων «Μεγάλη Ελλάδα») – εκτός του να παρακολουθεί ανήσυχος, μουδιασμένος και αμήχανος, αν όχι αδιάφορος, τα τεκταινόμενα από τα μέσα ενημέρωσης; Τι κάνει για να προσφέρει χείρα βοηθείας στην πολλαπλώς δοκιμαζομένη γενέτειρα; Η απάντηση είναι αποκαρδιωτική: Τίποτα ή σχεδόν τίποτα. Και το εύλογο ερώτημα είναι: Γιατί; Δεν είχε καμία υποχρέωση να συμπαρασταθεί; Αν μη τι άλλο για να δικαιολογήσει τα παραπάνω βαρύγδουπα επίθετα για τα οποία τόσο επαίρεται; Δεν μπορούσε, δεν ήθελε, ή και τα δύο; Να υποθέσω ότι πρόκειται για ζήτημα πικρίας και αντιδικίας; Ότι αφού, δηλαδή, η μητέρα πατρίδα ανέκαθεν έτρωγε και τρώει σαν άλλος Κρόνος τα παιδιά της αναγκάζοντάς τα να μεταναστεύουν, γιατί κι αυτά να νοιάζονται για το δικό της δράμα; Πάντως ό,τι κι αν συμβαίνει, έχω να πω τούτο: Οι χρόνιες παθογένειες και η προφανής έλλειψη αυτογνωσίας των Ελλαδιτών τούς οδήγησε εδώ που βρίσκονται σήμερα. Χρήσιμο θα ήταν και για τους απόδημους να παραδειγματιστούν από τα λάθη των συμπατριωτών τους κάνοντας τη δική τους αυτοκριτική, με το να αποφεύγουν τις υπερβολές.
Πριν 34 χρόνια, ο αξέχαστος συγγραφέας Αντώνης Σαμαράκης, σε μια συναισθηματικά φορτισμένη ομιλία του στη Μελβούρνη, μεταξύ άλλων, είχε πει: «… στη συνείδησή μου ήξερα πάντα και ήμουν βέβαιος – και τώρα είμαι βέβαιος – ότι ο τόπος μας, η Ελλάδα, είχε και έχει δυνατότητες να δώσει ψωμί σ’ όλα τα παιδιά του. Το γιατί δεν αξιοποίησε και δεν αξιοποιεί αυτές τις δυνατότητες είναι ένα θέμα φοβερό, σκοτεινό – το γιατί δηλαδή αναγκάζονται τόσα εκατομμύρια παιδιά του τόπου μας, Έλληνες, αγόρια, κορίτσια, άντρες, γυναίκες, άνθρωποι ηλικιωμένοι, να ξεριζώνονται από το πατρικό χώμα και να πηγαίνουν αλλού. Είναι μια ιστορία που κάποτε θα βγει στο φως σ’ όλες της τις λεπτομέρειες, το γιατί εξακολουθεί να γίνεται…» (28.6.1981).
Οι Έλληνες δεν μεταναστεύουν από επιλογή, όπως ανερυθρίαστα διαδίδεται κατά καιρούς (ήτοι, για λόγους… αναψυχής, επειδή είναι περιπετειώδης λαός και κρύβει μέσα του έναν Οδυσσέα, θέλει να διαδώσει το ελληνικό πνεύμα και πολιτισμό σαν τον Μεγαλέξανδρο σ’ όλη την οικουμένη, και άλλα παρόμοια ευτράπελα) αλλά εξ ανάγκης. Επειδή απλούστατα δεν μπορούν να ζήσουν στην πατρίδα τους. Γιατί ακόμη κι αν καταφέρνουν να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι ψωμί, διαπιστώνουν ότι δεν υπάρχει κανένα μέλλον γι’ αυτούς, προπάντων όμως για τα παιδιά τους. Όπως συνέβαινε στις δεκαετίες του ’50 και, ιδιαίτερα του ’60, όταν σημειώθηκε το μεγαλύτερο μεταναστευτικό ρεύμα στη μεταπολεμική μας ιστορία – αλλά και (σε μικρότερο βαθμό) σήμερα που η ιστορία επαναλαμβάνεται μετά από πέντε δεκαετίες, μάλλον σαν φάρσα -, ιδιαίτερα μετά την εθνική έξαρση της Ολυμπιάδας «Αθήνα 2004». Με τη διαφορά ότι σήμερα η «αιμορραγία» της χώρας σε ανθρώπινο δυναμικό είναι ίσως χειρότερη, αφού η Ελλάδα χάνει τα καλύτερα μυαλά και τα πιο δημιουργικά και δυναμικά νεαρά άτομα. Καιρός λοιπόν να πάψουμε τις φανφάρες, επιχειρώντας να χρυσώσουμε το χάπι, και να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, αντί να εξωραΐζουμε μια πολύ θλιβερή και πονεμένη ιστορία του σύγχρονου ελληνισμού. Γιατί η μετανάστευση ήταν, και δυστυχώς παραμένει, μια απ’ τις μεγαλύτερες πληγές στις σελίδες της μεταπολεμικής μας ιστορίας. Είναι δε ντροπή να επιχειρούμε να διαστρεβλώνουμε τέτοια μελανά γεγονότα προς χάριν διαφόρων σκοπιμοτήτων.
Η γνωστή «καραμέλα» που πιπιλίζουν επί δεκαετίες σχεδόν όλοι οι Έλληνες πολιτικοί, κάποιοι δημοσιογράφοι, ενίοτε δε και εκπρόσωποι της ακαδημαϊκής κοινότητας, ότι δηλαδή οι απόδημοι «είναι το λαμπρότερο κομμάτι του ελληνισμού» και ότι «είναι παντού επιτυχημένοι»! (βλ. δήλωση του τέως πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά στην γερμανική εφ. «Handelsblatt», 5.10.2012), εκτός του ότι υποκρύπτει εμφανείς σκοπιμότητες, είναι ένα αυθαίρετο και αβάσιμο συμπέρασμα. Για τον απλούστατο λόγο ότι καταστρατηγεί τη στοιχειωδέστερη κοινή λογική – η οποία όμως για τους πολιτικούς μας προφανώς «δεν είναι και τόσο κοινή…» σύμφωνα με τη ρήση του Βολταίρου. Διότι πώς είναι δυνατόν όλοι οι Έλληνες της διασποράς να είναι… «παντού επιτυχημένοι»!; Πώς και από πού τεκμαίρεται αυτό;
Η ύπαρξη ενός σχετικά μικρού ποσοστού πολύ πλουσίων Ελλήνων του εξωτερικού (εν συγκρίσει με τον συνολικό αριθμό τους) διόλου δεν σημαίνει ότι όλοι οι εκπατρισμένοι ομογενείς είναι μεγιστάνες! Τουναντίον, κάποια σχετικά πρόσφατα στοιχεία δείχνουν το αντίθετο. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της ομογενειακής εφημερίδας της Μελβούρνης «Νέος Κόσμος», «στοιχεία της πρόσφατης απογραφής αποκαλύπτουν ότι η πλειοψηφία των μελών της παροικίας μας ζει με λιγότερα από 300 δολάρια την εβδομάδα» (16.8.2012). Κι αυτό στην Αυστραλία, σε μια από τις πλουσιότερες χώρες της Δύσης. Σκεφτείτε τι συμβαίνει σε λιγότερο πλούσιες χώρες του πλανήτη…
Αυτοναρκισσευόμαστε για τα διάφορα «επιτεύγματα» των αποδήμων, αλλά ουδείς από τους λαλίστατους, πλην άσχετους με το θέμα πολιτικούς μας (και όχι μόνο), δεν διανοείται να πει κουβέντα για τα υψηλά ποσοστά των περιθωριακών Ελλήνων: τοξικομανών, αλκοολικών, ψυχασθενών, φυλακισμένων, εγκληματιών, πορνών, αστέγων, κτλ. Ή, έστω, για τις διαλυμένες οικογένειες, τα άτομα με ειδικές ανάγκες, τα άτομα που έχουν αλλαξοπιστήσει κι έχουν απαρνηθεί την ελληνικότητά τους (εύγλωττο είναι το πολύ πρόσφατο παράδειγμα της συντρόφου του τρομοκράτη του Σίδνεϊ Μαν Χαρόν Μονίς, Αναστασίας Ντρούδη, η οποία ασπάσθηκε τον Ισλαμισμό κι έγινε τρομοκράτισσα). Για τους ιθύνοντες αυτό το ουκ ευκαταφρόνητο κομμάτι των «καταραμένων» Ελλήνων είναι σα να μην υπάρχει, διότι προφανώς δεν κολακεύει το «image» που (θέλουμε να) έχουμε για το… μεγαλείο (ή «μικρομεγαλισμό») της ελληνικής φυλής η οποία το δημιουργεί κατά φαντασίαν κι επιμένει να συντηρεί. Εξού και προτιμούμε να κρατούμε αυτούς τους δυστυχείς «καταραμένους» εκτός οπτικού πεδίου, σαν τους παρίες (untouchables) της Ινδίας.
Φρονώ ότι αυτούς τους μύθους περί δήθεν «ανωτερότητας» του απόδημου ελληνισμού («καλύτεροι πατριώτες, δυο φορές Έλληνες», κτλ), τους καλλιεργούν και τους πιστεύουν πρωτίστως οι ίδιοι οι απόδημοι προκειμένου να αποζημιώνονται (με το αίσθημα ανωτερότητας που νιώθουν απ’ αυτή τη σύγκριση), αφού δικαίως ίσως νιώθουν αδικημένοι από μια πατρίδα-μητριά που τους έδιωξε άσπλαχνα σαν αποπαίδια της… Παραδόξως όμως τους πιστεύουν και σοβαρά άτομα, όπως λ.χ. ο γνωστός μας ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος, ο οποίος πριν χρόνια μου είχε πει χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του: «Eγώ πιστεύω ότι η αληθινή Eλλάδα βρίσκεται έξω αυτή τη στιγμή. […] Oι άνθρωποι έχουν πάθει μια αποκάθαρση εκεί. Έχουν φύγει απ’ τη δική μας τη μιζέρια, από τους διχασμούς, τις φαγωμάρες, και διατηρούν μέσα τους μια σπίθα η οποία είναι ακριβώς ελληνική σπίθα. Eίναι καταπληκτικό! […] Oι άνθρωποι όταν απομακρυνθούν από δω (δεν ξέρω αν είναι η νοσταλγία για την πατρίδα τους, οι μνήμες, όλα αυτά τα πράγματα, μαζί με τα καλά που παίρνουν, με τον πολιτισμό του έξω κόσμου) αναμορφώνονται και γίνονται κάτι άλλο, που είναι πολύ καλύτερο. Eγώ το λέω και το έγραψα κιόλας, νομίζω, πως κεφάλαιο εθνικό, ουσιαστικό, αποτελεί ο απόδημος Ελληνισμός» (περ. «Ελληνοαυστραλιανή Παροικία», Ιούνιος 1987).
Κι έρχομαι στο διά ταύτα: Αν θέλουμε να δούμε την αλήθεια χωρίς παρωπίδες και προκαταλήψεις, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι ο απόδημος ελληνισμός – τηρουμένων των αναλογιών – βρίσκεται λίγο-πολύ στον ίδιο παρονομαστή με τον ελλαδικό, όσον αφορά τα (πολλά) ελαττώματα και τα (λίγα) προτερήματα της φυλής, τα οποία και κληροδοτούν στις επόμενες γενιές ως εθνικό προπατορικό αμάρτημα. Κι αυτό διότι οι απόδημοι έχουν κληρονομήσει το ίδιο αυτοκαταστροφικό DNA το οποίο χαρακτηρίζεται από: ατομισμό, ματαιοδοξία, παραγοντισμό, ίντριγκες, αντιδικίες, διχόνοια, ημιμάθεια, φτωχό πνευματικό και πολιτισμικό επίπεδο, κτλ. Η ιδιότητα του εκπατρισμένου (που συνεπάγεται την περιλάλητη νοσταλγία για την πατρίδα) δεν αποτελεί – φευ! – αναγκαστικά και εχέγγυο για οιαδήποτε πατριωτική ή άλλου είδους κομπορρημοσύνη.
Τα προβλήματα στην Αυστραλία, Αμερική κι Ευρώπη είναι λίγο-πολύ γνωστά και δεν χρειάζεται να απαριθμηθούν εδώ. Που σημαίνει ότι ο απανταχού, εντός κι εκτός Ελλάδος ελληνισμός, είναι – για διαφόρους λόγους κι αιτίες – τόσο ανεπανόρθωτα κατακερματισμένος που εκ των πραγμάτων αδυνατεί να βοηθήσει με οιονδήποτε αποτελεσματικό τρόπο την δεινώς χειμαζομένη γενέτειρα. Εξ ου και η βαρέως νοσούσα πατρίδα απειροελάχιστα πράγματα μπορεί να περιμένει πλέον από τον δήθεν «κραταιό» απόδημο ελληνισμό. Ούτε όμως και ο τελευταίος μπορεί να προσβλέπει πλέον σε τίποτε από την πρώτη, αφού πρόκειται για δυο χρεοκοπημένες οντότητες. Τι κρίμα! Γι’ αυτό και καίρια είναι τα σχόλια του αείμνηστου ομογενή δημοσιογράφου Κώστα Νικολόπουλου, τα οποία επιβεβαιώνουν τις παραπάνω θέσεις μου:
«Αν δεν το έχετε αντιληφθεί, οι Έλληνες και οι Ελληνίδες του εσωτερικού άρχισαν να θεωρούν τους Έλληνες της διασποράς “γραφικούς”, μετά τις θορυβώδεις, αλλά ανούσιες προσπάθειες των πολιτών της “άλλης Ελλάδας” – της Διασποράς – να σώσει την Ελλάδα και τους Έλληνες από τους δανειστές της. Και δεν έχουν άδικο τα αδέλφια του εσωτερικού. Η αποστολή μερικών τόνων τροφίμων και ληγμένων φαρμάκων από τους αυτοδιορισθείς “πρεσβευτές”, η πρωτοβουλία κάποιων Ελληνοαμερικανών επιχειρηματιών, με επικεφαλής τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον, για επενδύσεις στην Ελλάδα – στην ουσία ψηφοθηρική προσπάθεια παραμονή των εκλογών στις ΗΠΑ -, τα “κουβεντιαστά” 600 δισεκατομμύρια δολάρια που προσφέρθηκαν να διαθέσουν “μεγιστάνες” της Διασποράς για “τη σωτηρία” της χρεοκοπημένης πατρίδας, η ακάλυπτη επιταγή ενός εκατομμυρίου δολαρίων που προσέφερε “γενναιόδωρος”, αλλά χρεοκοπημένος Ελληνοαμερικανός πρώην επιχειρηματίας σε σχολείο της Θεσσαλονίκης, το πενιχρό προϊόν ερανικών δραστηριοτήτων που οργάνωσαν εκκλησιαστικοί και κοσμικοί φορείς της διασποράς για την κάλυψη βασικών υλικών αναγκών των δοκιμαζομένων Eλλήνων του εσωτερικού, η δήθεν διάθεση κάποιων επιχειρηματιών του εξωτερικού να δώσουν δουλειά σε άνεργους Ελλαδίτες μάς έχουν υποβαθμίσει στα μάτια τους. Μας έχουν καταστήσει γραφικούς. […]
Οι συγκροτημένοι Έλληνες του εσωτερικού σχολιάζουν πικρόχολα, ότι “το μόνο που μπορούν να κάνουν οι επιτυχημένοι Έλληνες της Διασποράς είναι να πάψουν να παίρνουν από το υστέρημα της Ελλάδας για τις ανάγκες τους.” Η ετήσια αφαίμαξη της γενέτειρας για τις εκπαιδευτικές, πολιτιστικές και άλλες “ανάγκες” του ελληνισμού της διασποράς, δαπάνες που οι Έλληνες των πέντε ηπείρων μπορούν να καλύψουν από δικούς τους πόρους, θα ανακουφίσει τη χώρα, λένε. Και δεν έχουν άδικο. Ενδιαφερόμαστε “να σώσουμε” την Ελλάδα, αλλά δεν παύουμε να ζητάμε βοήθεια ακόμη και για τους ετήσιους χορούς των συλλόγων μας. Πώς να μην μας θεωρούν γραφικούς;» («”Γραφικοί” οι Έλληνες της Διασποράς», «Νέος Κόσμος», 8.11.2012).
Τούτων δοθέντων, η δήλωση του τέως πρωθυπουργού ότι «Το [ελληνικό] DNA είναι καλύτερο από ό,τι η κατάσταση της χώρας μας» είναι ανυπόστατη και άνευ αντικρίσματος, σαν την «σωτήρια», πλην ακάλυπτη, επιταγή των 600 δις. δολαρίων των αποδήμων που μεγαλουργούν (;) στα πέρατα της οικουμένης…
Ο τέως πρόεδρος των ΗΠΑ Τζον Κένεντι είχε πει κάποτε ότι «ο λαός δεν πρέπει να λέει τι έχει να του δώσει η πατρίδα, αλλά τι έχει να δώσει αυτός στην πατρίδα». Κατανοώ ότι οι απόδημοι Έλληνες και αυτοί της Διασποράς, γενικότερα, δεν είναι κάτοικοι και πολίτες της Ελλάδας ή, έστω, ψηφοφόροι της. Συνεπώς δεν μπορούν να έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που έχουν οι Ελλαδίτες συμπατριώτες τους. Ούτε βέβαια και υποχρεούνται να βοηθήσουν τη χειμαζόμενη γενέτειρα εάν δεν το επιθυμούν. Πολύ περισσότερο δεν υποχρεούνται να ιδρύσουν μια άλλη Φιλική Εταιρία! Παράλληλα όμως δεν δικαιούνται να κομπάζουν για την όποια… ανωτερότητά τους – πολύ περισσότερο ότι είναι «δυο φορές Έλληνες» (!) επειδή αφήνουν τον οβολόν τους ως τουρίστες, κάνοντας θερινές διακοπές στην πατρίδα…
Πένθιμο Επιμύθιο: Κλείνω μ’ ένα συλλογισμό του Θανάση Βέγγου που εξέφρασε, παίζοντας στην ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Το βλέμμα του Οδυσσέα», προς αναστοχασμό των απανταχού Ελλήνων – εντός κι εκτός Ελλάδας: «Ξέρεις κάτι; Η Ελλάδα πεθαίνει. Πεθαίνουμε σαν λαός. Κάναμε τον κύκλο μας. […] Αν είναι να πεθάνει η Ελλάδα, να πεθάνει γρήγορα! Γιατί η αγωνία κρατά πολύ και κάνει πολύ θόρυβο…»