Mου έκλεψαν την πατρίδα μου

Εξόριστος από πέντε χρόνων

“Καμιά ιστορία δεν είναι η ίδια”. Μια λιτή δήλωση -αυτονόητη ίσως-, που γίνεται απρόοπτα και εμφατικά, δίνει το στίγμα στην συνάντηση με τον Δημήτρη Στοΐτση.

Για δεκαετίες, όλοι αυτοί που έφυγαν από την πατρίδα τους, ακούσια, με προσταγές άλλων, μιλούσαν μόνο με τον εαυτό τους και τους δικούς τους ανθρώπους, για τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή τους. Παιδιά του παιδομαζώματος, στο λυκόφως της ζωής τους σήμερα, νιώθουν την ανάγκη να πουν “πράγματα που δεν θα γραφούν στα βιβλία της ιστορίας”, κυρίως, όμως, να “βγάλουν ένα φορτίο από πάνω τους που τους βαραίνει εδώ και εφτά δεκαετίες τώρα”.

“Πρέπει να μάθουν, ν’ ακούσουν από πρώτο χέρι, εκείνοι που δεν γνωρίζουν την αλήθεια, τι έζησαν αθώες υπάρξεις, ακόμη και αγέννητα παιδιά, από τα λάθη των άλλων. Γιατί ο εμφύλιος δεν ήταν παρά ένα μεγάλο, ασυγχώρητο λάθος”. Είναι μια φράση που θα βιαστεί να βάλει στον πρόλογο, αλλά και να επισφραγίσει τα όσα έχει πει, στο τέλος της συζήτησης μαζί μου, ο Δημήτρης Στοΐτσης.

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ

Το ξερίζωμά του από την πατρική γη, την Έδεσσα, έγινε ένα απόβραδο, όταν γυρίζοντας η μητέρα του από τα χωράφια με το μουλάρι, της δίνει την προσταγή ο πατέρας της ‘να πάρει το παιδί και να φύγει. Αλλιώς θα την έκλειναν φυλακή μαζί με τις άλλες’.

“Εννοούσε τις αδελφές της , η μια 15 και η άλλη 16 χρόνων, που δεν είχαν κάνει κάτι παράνομο. Το έγκλημά τους ήταν ότι είχαν συγγενή αντάρτη στα βουνά. Η μάνα μου κινδύνευε γιατί ο άντρας της ήταν αντάρτης.

Μάιος του 1947. Έγκυος πέντε μηνών εκείνη κι εγώ πέντε χρόνων, μαζί με δεκάδες άλλους, ένα ολόκληρο τσούρμο, μας μετέφεραν στη Γιουγκοσλαβία. Από κει όλα τα παιδιά, μας πήγαν σε ορφανοτροφεία στην Τσεχοσλοβακία. Η αδελφή μου ήταν μόλις τριών μηνών. Τότε δεν το γνώριζα αυτό. Το έμαθα αργότερα. Μέχρι το 1954, δεν γνώριζα ότι είχα αδελφή αλλά ούτε και μητέρα”.

Μιλά κοφτά, αργά, δίνοντάς μου την εντύπωση ότι ίσως αποφασίσει από στιγμή σε στιγμή, έτσι ξαφνικά, να μην πει άλλα.

Σε λίγο θα οδηγηθώ στη σκέψη ότι ίσως αυτό οφείλεται στο ότι, παρότι έχουν περάσει σχεδόν εφτά δεκαετίες από τότε, τα γεγονότα μένουν νωπά στη μνήμη του και πονάνε το ίδιο βαθιά.

ΑΝΤΑΡΤΙΣΣΑ

Θα περάσουν χρόνια, εξομολογείται αργά, πριν μάθει ότι η μητέρα του μόλις γέννησε την αδελφή του, πήρε μήνυμα να πάει να συναντήσει τον άντρα της στα βουνά.”Ήταν ψέμα, γιατί ο πατέρας μου είχε ήδη σκοτωθεί. Την κράτησαν εκεί, αντάρτισσα για πάνω από ένα χρόνο”.

Είναι πολλά αυτά που έχει να μου πει και φανερή η προσπάθειά του να επικεντρωθεί σ’ εκείνα που του έχουν μείνει -σαν από πυρακτωμένο σίδηρο- χαραγμένα στη μνήμη και την ψυχή του.

Τα παιδιά του, λέει, επιμένουν ότι πρέπει να γράψει βιβλίο.

“Ίσως σε κάποια άλλη στιγμή…”

Τώρα, το ταξίδι στο χρόνο, τον έχει φέρει πίσω στο πρωινό εκείνο που ο διευθυντής του Ορφανοτροφείου, τον κάλεσε στο γραφείο του, κρατώντας ένα χαρτί στο χέρι του.

“Δεν ήξερα τι να σκεφτώ. Φοβόμουν ότι με κάλεσε για κάτι που έκανα και θα με τιμωρούσε. ‘Αυτό είναι για σένα’ μού είπε, δίνοντάς μου ένα χαρτί τσαλακωμένο. Ήταν γράμμα από τη μάνα μου που έλεγε ότι θα με περίμενε στην Τασκένδη”.

Τι μπορεί να σημαίνει αυτό για ένα εντεκάχρονο παιδί που ούτε καν θυμόταν τη μητέρα του;

Kι ακόμη, τι μπορεί να σημαίνει το όνομα μιας άγνωστης πόλης; Δεν ήταν, όμως, ο μόνος που είχε αυτές τις απορίες.

Αυτό το απόγευμα που μιλά μαζί μου, ξετυλίγοντας ‘το πιο συνταρακτικό’ -όπως θα το ονομάσει ο ίδιος- μέρος της ζωής του, θυμάται ότι “άδειασε το Ορφανοτροφείο. Μας στοίβαξαν σε τρία βαγόνια, από 100 παιδιά στο καθένα, και ταξιδεύαμε για 7 μερόνυχτα. Όταν φτάσαμε στο σταθμό, γινόταν κάτι που είναι δύσκολο να περιγράψω. Κόσμος, γυναίκες, κυρίως, μάνες έψαχναν σαν τρελές να βρουν τα παιδιά τους.

Όσες τα κατάφερναν απομακρύνονταν από το σταθμό και πήγαιναν σ’ έναν άλλον χώρο. Κόντευε να σκοτεινιάσει -θυμάμαι- και είχα μείνει μόνος. Άρχισα να φοβάμαι. Με μια μικρή βαλιτσούλα στο χέρι, πήγαινα πάνω-κάτω στα βαγόνια, μην ξέροντας τι με περιμένει. Μετά βγήκα έξω και τότε είδα μια γυναίκα να ψάχνει κι αυτή για κάποιον. Ήλθε κοντά μου και ζήτησε να μάθει πώς με λένε. Μετά μ’ αγκάλιασε, μ’ έναν τρόπο που δεν με είχε αγκαλιάσει ποτέ κανείς μέχρι τότε. Στη συνέχεια, ζήτησε να δει γυμνό το δεξί μου πόδι. Ήταν ένα σημάδι που είχα από ένα αναμμένο κάρβουνο που είχε πέσει πάνω στο δάχτυλό μου όταν ήμουν τριών χρόνων. Το έχω μέχρι σήμερα” με βεβαιώνει, δείχνοντας προς το μέρος του ποδιού του.

ΜΑΣ ΦΟΡΤΩΣΑΝ ΣΤΑ ΦΟΡΤΗΓΑ

Ήταν το τελευταίο ζευγάρι μάνας-παιδιού, που, νύχτα πια, πλησίασαν το πλήθος των άλλων.

“Μάς φόρτωσαν, τον έναν πάνω στον άλλον, σε φορτηγά και μάς πήγαν στα σπίτια της Τασκένδης.

Εκεί υπήρχαν 12 προσφυγικοί καταυλισμοί. Για τους Έλληνες ήταν 13 πολυκατοικίες με οκτώ διαμερίσματα η καθεμία. Σε κάθε διαμέρισμα έβαζαν δύο οικογένειες.

Θυμάμαι ότι υπήρχαν 3 πύλες με σκοπιά και υψηλά συρματοπλέγματα. Εκεί έμεναν αντάρτες με τις οικογένειές τους που δεν μπορούσαν να γυρίσουν πίσω στην Ελλάδα. Το 1956-’57 άνοιξαν τις πύλες και οι άνθρωποι μπορούσαν να αναπνεύσουν πιο ελεύθερα”.

Είναι κάτι που ο ίδιος δεν έζησε, αφού, μετά ένα χρόνο, το 1955, σε ηλικία δώδεκα χρόνων, τον έστειλαν σε Τεχνική Σχολή, όπου φοίτησε τέσσερα χρόνια.

“Η ειδικότητά μου ήταν μηχανικός και σε ηλικία 16 χρόνων με προσέλαβαν σε εργοστάσιο όπου έφτιαχναν μηχανές που επεξεργάζονταν βαμβάκι. Δεν έμεινα εκεί πολύ γιατί παρουσιάστηκε η ευκαιρία να δουλέψω σε οικοδομές, οπότε και δεν δίστασα να πάω σ’ ένα χώρο που μ’ εξέφραζε περισσότερο. Το ’65 , όλη η οικογένεια, η μητέρα μου, η αδελφή μου, εγώ και ο πατριός μου, πήγαμε πίσω στη Γιουγκοσλαβία, γιατί ήταν εκεί οι αδελφές της μητέρας μου. Έμεινα εκεί 3 χρόνια, μέχρι το 1968. Δεν με χωρούσε, όμως, ο τόπος. Ήθελα να φύγω. Έτσι, τον Ιούνιο του ’68 πήγα στο στρατόπεδο στην Αυστρία και τους είπα ότι θέλω να φύγω. Με γύρισαν όμως πίσω. Ένιωθα φυλακισμένος. Δεν ήμουν ο μόνος. Έπιασα φιλία μ’ έναν Σέρβο, που αισθανόταν κι αυτός το ίδιο, και αποφασίσαμε να περάσουμε τα σύνορα της Ιταλίας. Τα παίζαμε όλα για όλα, γιατί τα σύνορα φυλάγονταν. Περιμέναμε να νυχτώσει και τότε σερνάμενοι με την κοιλιά στο χώμα, φθάσαμε σε απόσταση αναπνοής από τον σκοπό που με το όπλο στον ώμο πήγαινε πάνω-κάτω καπνίζοντας”.

ΔΕΣΜΙΟΣ

Φανερό ότι ο Δημήτρης Στοΐτσης, ο εβδομηντάρης που κάθεται απέναντί μου και ξετυλίγει μπροστά μου το πιο συνταρακτικό μέρος της ζωής του, σ’ ένα μεγάλο βαθμό, το ξαναζεί. Σκέφτομαι ότι, ακόμη κι αν δεν τον άκουγε κανείς, από τις κινήσεις των χεριών του και τις εκφράσεις του, και μόνο θα καταλάβαινε ότι αναβιώνει μια μοναδική ιστορία που τον κρατά δέσμιο για το υπόλοιπο της ζωής του.

“Ναι, όταν κινδυνεύει η δική σου η ζωή, μπορείς, όσο και ν’ ακούγεται ανατριχιαστικό, να πάρεις τη ζωή του άλλου. Αν μας έβλεπε ο φύλακας θα τον βγάζαμε από τη μέση. Κρατούσαμε μαχαίρι” λέει υπόκωφα, σαν να μην επιθυμεί με τίποτε να με τρομάξει.

Μετά, αλλάζοντας τόνο, θα με φέρει στη Τεργέστη. “Ξεφύγαμε και φτάσαμε εντελώς απένταροι στην Τεργέστη. Μπορείς να φανταστείς; Σκαστοί, χωρίς τίποτε. Μόνο με τα ρούχα που φορούσαμε για μερόνυχτα τώρα.

Στη συνέχεια, μπαίνουμε λαθρεπιβάτες στο τρένο, και φθάνουμε στη Γαλλία, με το σκεπτικό να γίνουμε μισθοφόροι. Δεν άργησα, όμως, να αισθανθώ ότι ήταν αδύνατο να σκοτώνω για λεφτά”.

Ο τόνος του ανάλαφρος, σε λίγο, θα με μεταφέρει σ’ ένα χώρο από τον οποίο είναι φανερό ότι έχει ωραίες αναμνήσεις. “Έπιασα δουλειά σ’ ένα τσίρκο και γυρίζαμε από πόλη σε πόλη. Ένιωθα, για πρώτη, ίσως, φορά απελευθερωμένος”. Το 1968, αν και ήθελε, τονίζει, να γυρίσει στην Ελλάδα, ‘δεν μπόρεσε γιατί θα τον έκλειναν μέσα’.

ΣΤΗΝ ΟΥΣΙΑ, ΜΟΥ ΕΚΛΕΨΑΝ ΤΑ ΠΑΝΤΑ

Ένας-ένας, οι συνάδελφοι φεύγουν και μένω, τελευταία, να κλείσω μια συζήτηση μ’ έναν άνθρωπο που μου εμπιστεύεται ‘το πιο συνταρακτικό μέρος της ζωής του’.

“Ξέρεις τι πονάει περισσότερο; To ότι μου έκλεψαν τον πατέρα μου, που ούτε καν γνώρισα, τη μάνα μου που μόνο χάρηκα για 10 χρόνια όλα μαζί, τους συγγενείς, πάνω απ’ όλα όμως αυτήν την ίδια την πατρίδα μου. Τον τόπο που γεννήθηκα και με τραβούσε πάντα, όπου κι’ αν βρισκόμουν. Το ότι έγινα εξόριστος στα πέντε μου χρόνια. Για πρώτη φορά μπόρεσα να πάω στην Ελλάδα το ’87. Και, όμως, αισθάνομαι Έλληνας. Σα να έχω ζήσει εκεί όλη μου τη ζωή”.

Λίγο πριν φύγει, ανοίγει ένα φάκελο και μου δείχνει τρεις φωτογραφίες που κρατά στα χέρια του σαν τον πιο πολύτιμο θησαυρό.

“Εδώ, εγώ και η αδελφή μου η Βαγγελίτσα με τη μάνα μας, μόλις ανταμώσαμε στην Τασκένδη.

Α, κι εδώ με φίλους στην Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας, όπου, για να φτάσουμε, ταξιδεύαμε πέντε μέρες με το τρένο. Εγώ είμαι μπροστά με το τσιγάρο. Τό ‘χω κόψει εδώ και 30 χρόνια.

Εδώ, σήμερα με την οικογένεια στη Ρόδο”.

‘Η απόλυτη ευτυχία’ σκέφτομαι.

Ο ίδιος, όμως, θα με φέρει πίσω, για να χαρακτηρίσει με λίγες λέξεις ό,τι σημάδεψε για πάντα τη ζωή του.

“Ήταν λάθος, παράλογο, εγκληματικό. Αδελφός να σκοτώνει αδελφό…”