Στο άκουσμα της λέξης “όπερα”, το μυαλό των περισσότερων από εμάς πηγαίνει σε πληθωρικά θεάματα, σε πολλές πράξεις και κοινό που πασχίζει από μακριά να δει τα πλούσια σκηνικά και τους πολυπληθείς θιάσους που επί μεγάλο χρονικό διάστημα υπηρετούν το πολύπλοκο έργο, τραγουδώντας στα ιταλικά κυρίως, ή στα ελληνικά. Ο συνθέτης Κωνσταντίνος Κουκιάς φαίνεται αποφασισμένος να διαγράψει όλα αυτά τα στερεότυπα μεμιάς. Η “Κοίμησις”, το έργο του που ανεβαίνει στις 25 Μαρτίου στο Σίδνεϊ, είναι μία ‘όπερα δωματίου’ μικρής κλίμακας. Διαρκεί μόλις 25 λεπτά. Προβλέπονται θέσεις για μόλις 32 θεατές ανά παράσταση, οι οποίοι, κρατώντας κεριά, κάθονται σε απόσταση αναπνοής από τους ευάριθμους συντελεστές -μία σοπράνο, ένας DJ, ένα ηλεκτρικό τρομπόνι- σε έναν μικρό, υποβλητικό χώρο, μία έδρα ασκήσεων πιλάτες να έχει κεντρικό ρόλο στο σκηνικό. Η μουσική του έργου παραπέμπει στην βυζαντινή υμνολογία και το λιμπρέτο είναι γραμμένο στα βιβλικά Ελληνικά. Κυρίως, η διαφορά είναι στο θέμα: η “Κοίμησις”, όπως δηλώνει και το όνομά της, αφηγείται την ιστορία του τέλους της ζωής της Παναγίας. “Ταξιδεύοντας με αεροπλάνο από το Άμστερνταμ στην Αθήνα, διάβασα στο αεροπλάνο ένα άρθρο για την Κοίμηση της Θεοτόκου και τα φίδια που εμφανίζονται σε μία ελληνική εκκλησία (σ.σ. εννοεί την Παναγιά την Φιδιώτισσα στην Κεφαλονιά, η οποία κάθε χρόνο τον Δεκαπενταύγουστο κατακλύζεται από μικρά άκακα φιδάκια)”, εξηγεί τη σύλληψη του έργου ο Κωνσταντίνος Κουκιάς, ο οποίος εκτός από συνθέτης είναι και σκηνοθέτης της παράστασης. “Είναι κάτι που το κάνω πάντα, να σκηνοθετώ τα έργα μου. Νιώθω ότι μπορώ να διαμηνύσω απευθείας τις μουσικές μου προθέσεις και αγαπώ πολύ την ανάμιξη του θεάτρου με την μουσική”. Στην προκειμένη περίπτωση, η μουσική είναι βγαλμένη από μνήμες που μοιράζονται όλοι όσοι έχουν μεγαλώσει μέσα στην ελληνορθόδοξη παράδοση: “Θεωρώ τον εαυτό μου ως Ελληνοτασμανό, παρά το ότι γεννήθηκα στο Σίδνεϊ και έχω μοιράσει τη ζωή μου ανάμεσα στις δύο πόλεις” λέει ο Κωνσταντίνος Κουκιάς. “Ως Έλληνας, πήγαινα στην εκκλησία από πολύ μικρή ηλικία κι έτσι αγάπησα τη βυζαντινή μουσική της ορθοδοξίας. Είναι ένα στοιχείο που εμφανίζεται πολύ στο έργο μου” τονίζει. Όπως ήταν σαφές από τα προηγούμενα ανεβάσματα του έργου, πριν από τέσσερα χρόνια, δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση για ένα παραδοσιακό θρησκευτικό έργο. Ο συνθέτης παντρεύει το βυζαντινό μέλος με τις πρακτικές της σύγχρονης μουσικής πρωτοπορίας, ενώ η εικαστική πλευρά του θεάματος είναι εξίσου σημαντική περιλαμβάνοντας και τους θεατές, οι οποίοι συμμετέχουν στην παράσταση, κρατώντας κεριά, καθισμένοι σε αυτήν την τετράγωνη κατασκευή, η οποία είναι εμπνευσμένη από το πανοπτικόν, μία κτιριακή δομή που εφαρμοζόταν σε κάποιες φυλακές τον 19ο αιώνα, επιτρέποντας στους δεσμοφύλακες να παρακολουθούν όλους τους κρατούμενους, χωρίς εκείνοι να τον αντιλαμβάνονται. “Είναι πολύ έντονη και απόκοσμη εμπειρία”, τονίζει ο δημιουργός, που εντείνει την μυσταγωγική διάσταση του φιλόδοξου έργου, το οποίο μιλά για το πέρασμα στη μετά θάνατον ζωή. Η ίδια η ιστορία της κοίμησης, άλλωστε, από τις πιο σημαντικές στην ορθόδοξη παράδοση, είναι ένας τρόπος για τους πιστούς να συλλάβουν και να συμφιλιωθούν με την ιδέα του τέλους της εγκόσμιας ζωής, κάτι που ο συνθέτης ξέρει πολύ καλά. “Για μένα ήταν πολύ προσωπικό αυτό το έργο, καθώς η μητέρα μου είχε πεθάνει έξι μήνες πριν μού ζητηθεί να ετοιμάσω ένα έργο για το MONA, το μουσείο του Hobart”.
Στις παραστάσεις του Σίδνεϊ, τον κεντρικό ρόλο, αυτόν της Θεοτόκου, κρατά η σοπράνο Ειρήνη Σαρρηνικολάου, η οποία “Με πλησίασε ο Κωνσταντίνος το 2010 για να ερμηνεύσω τον ρόλο της Παναγίας στην περιοδεία του έργου στο Hobart και το Darwin”, θυμάται η πρωταγωνίστρια, η οποία στο προηγούμενο ανέβασμα εναλλασσόταν στον ρόλο με άλλες δύο σοπράνο. “Οι περισσότεροι καλλιτέχνες -και δη τραγουδιστές- ήξεραν το έργο του στην όπερα με τον οργανισμό IHOS, το οποίο τού έχει χαρίσει διεθνή αναγνώριση, οπότε δέχτηκα μετά χαράς”. Η Ειρήνη Σαρρηνικολάου έχει απόλυτη επίγνωση του βάρους να υποδύεται μία αρχετυπική μορφή του ανθρώπινου πολιτισμού. “Είναι μεγάλη ευθύνη” παραδέχεται. “Η Παρθένος είναι ίσως η πιο σεβαστή μορφή στην Ορθόδοξη θεολογία. Η απεικόνισή της πρέπει να γίνεται με ευαισθησία και όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια, αλλά και να απηχεί σε ένα σύγχρονο κοινό, ανεξαρτήτως του αν είναι θρησκευόμενο ή όχι” τονίζει ξεκαθαρίζοντας ότι το έργο απέχει πολύ από το να κάνει κατήχηση. “Ξεκινά από ένα θρησκευτικό τελετουργικό και γίνεται μία γενική θεώρηση για το θάνατο και την αθανασία. Κατά τη γνώμη μου είναι ένα έργο που επιτρέπει στο κοινό να δείξει το σεβασμό του σε μία απεικόνιση των τελευταίων στιγμών της Παναγίας πριν από την ανάληψη”. Σ’ αυτό βοηθά ιδιαίτερα η χωροταξία που έχει επιβάλει ο σκηνοθέτης, τονίζει. “Κάθε μέλος του κοινού είναι μάρτυρας σε μία πολύ προσωπική στιγμή θανάτου και ανάληψης” τονίζει περιγράφοντας την εμπειρία.
Το έργο “Kimisis – Falling Asleep”, θα παρουσιαστεί από τις 25 μέχρι τις 28 Μαρτίου στην Verge Gallery στο Σίδνεϊ (Jane Foss Russell Building, City Rd. University of Sydney).