Αναζητώντας το χαμένο παρελθόν

Στα μέρη του Ρέις Ντερέ ψάχνει να βρει όσα δεν έμαθε από τον πατέρα του ο κ. Χρήστος

«Δεν ξέρω γιατί τα ψάχνω τώρα. Εκείνο που ξέρω είναι ότι έχω μετανιώσει που δεν τα έψαξα νωρίτερα. Θέλω να βρω το χαμένο παρελθόν του πατέρα μου. Τις ρίζες μου. Ξενιτευτήκαμε εδώ, δουλέψαμε πολύ και δεν είχαμε το μυαλό ή το χρόνο να τα ψάξουμε νωρίτερα» λέει ο επτά δεκαετιών και βάλε, Χρήστος Μίνγκος (πρώην Τσιλιμίνγκος) που από το 1961 ζει στη Μελβούρνη.

Ενώ εσείς διαβάζετε τούτες τις αράδες, εκείνος ταξιδεύει για να επιστρέψει στα χώματα που έθρεψαν τον πατέρα του τον κυρ-Γιάννη. Είναι τα χώματα που μάτωσαν από το αίμα του πατέρα του, εκείνο το μοιραίο φθινόπωρο του 1922. Είναι τα χώματα του Ρέις Ντερέ, στα παράλια της Μικράς Ασίας και ο κύριος Γιάννης που «ξεκουράζεται» στην αυστραλιανή γη σήμερα και άφησε τα εγκόσμια σε ηλικία 106 χρόνων, δεν τα ξαναπάτησε μετά από τον διωγμό.

«Ποτέ δεν μας ζήτησε να πάει εκεί. Μιλούσε για το Ρέις Ντερέ πολύ αλλά το ότι η μάνα μου πονούσε πολύ κάθε φορά που αναφερόταν στον διωγμό τους από τη Μικρά Ασία και δεν ήθελε να μιλά καθόλου για εκείνες τις μαύρες μέρες, μάλλον τον έκανε πιο επιφυλακτικό».

Η ιστορία του Χρήστου και του πατέρα του είναι μοναδική γι’ αυτόν και σημαντική για όλους μας. Είναι και ενδεικτική όμως. Ενδεικτική του γεγονότος ότι κάθε μέρα που περνά η παροικία μας χάνει ένα πολύτιμο ιστορικό κεφάλαιο. Οι ηλικιωμένοι μας, ο ένας μετά τον άλλο, φεύγουν. Και μαζί τους φεύγει ένα τεράστιο κεφάλαιο εμπειριών και ιστορίας. Αυτό το κεφάλαιο σοφίας ξεπερνά τα στενά όρια μίας οικογενειακής ιστορίας. Μία απ’ αυτές τις ιστορίες δεν πρόλαβε να μάθει και ο κ. Χρήστος, μία απ’ αυτές τις ιστορίες είναι και η ιστορία του πατέρα του. Ένα παράπονο και μία δικαιολογημένη περιέργεια, τον οδηγούν πίσω στο Ρέις Ντερέ σήμερα. Κατάφερε να κρατήσει κάποιες μνήμες στο μυαλό του.

«Επιστρέφω εκεί με έναν ιστορικό, τον κ. Jim Claven, για να με βοηθήσει» λέει ο Χρήστος και αρχίζει να εξιστορεί τις «σημαδούρες» που θα χρησιμοποιήσει για να βρει το χαμένο παρελθόν της οικογένειάς του. Περιστατικά καθημερινά αλλά και μαρτυρικές εμπειρίες που άκουσε από τον πατέρα του αυτές οι «σημαδούρες».

Ο Ρεϊζντεριανός κυρ-Γιάννης τα έλεγε από μόνος του, πού και πού και ο Χρήστος που τ’ άκουγε, άλλοτε έδινε σημασία και άλλοτε όχι. Στύβει το μυαλό του τώρα για να μου μεταφέρει τα λόγια του πατέρα του. Κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας, κάθε φορά που αναφέρεται στο Ρέις Ντερέ είτε η αναφορά αυτή σχετίζεται με το δικό του ταξίδι εκεί ή με τον πατέρα του, τα ρήματα που χρησιμοποιεί είναι «γύρισε πίσω, επέστρεψε, επιστρέφω». Οι λέξεις που ενστικτωδώς επιλέγει, λένε πολλά. Μπορεί ο Χρήστος να γεννήθηκε στον Κοντιά της Λήμνου, μπορεί ο πατέρας του να έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Λήμνο αλλά το Ρέις Ντερέ, που μόνο μαρτυρικές εμπειρίες έβαλε στο ιστορικό αυτής της οικογένειας, παραμένει το κέντρο του κόσμου τους. Το σημείο επιστροφής και αναφοράς.

ΜΑΡΤΥΡΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ

«Ο πατέρας μου γεννήθηκε το 1872 στο Ρέις Ντερέ. Το 1914 έφυγε μαζί με τις δύο του αδελφές και πήγε στη Λήμνο, στο χωριό Λέρα. Στην Αμερική ήθελε να πάει. Πήγαιναν πολλοί τότε. Δεν τα κατάφερε. Δεν τον δέχθηκαν. Δεν είχε δουλειά, όμως, στη Λήμνο. Είχε ξεσπάσει και ο πόλεμος οπότε τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Αναζητώντας δουλειά, πήγε στη Θεσσαλονίκη». Η μεγάλη πυρκαγιά που κατέστρεψε τη Θεσσαλονίκη το 1917 «έκαψε» και τα όνειρα του κ. Γιάννη Τσιλιμίνγκου να φτιάξει τη ζωή του στη Θεσσαλονίκη.

«Επέστρεψε στη Λήμνο και του έκαναν προξενιό τη μάνα μου, Γεωργία την έλεγαν, το γένος Σαλακιανού. Ήταν πολύ μικρότερή του και καταγόταν από τον Κοντιά. Η μάνα μου έλεγε ότι οι γονείς της δεν είχαν πρόβλημα που ο πατέρας μου ήταν 30 χρόνια μεγαλύτερός της» λέει ο κ. Χρήστος. Θυμάται ότι η μάνα του πάντα έλεγε ότι οι γονείς της θεωρούσαν εγγύηση για την ευτυχία της ότι ο κυρ-Γιάννης ήταν Μικρασιάτης. «”Είναι προκομμένοι και καλοί σύζυγο”‘ της είπαν οι γονείς της».

Ο Γιάννης ο Τσιλιμίνγκος παντρεύτηκε την Γιωργούλα και μέσα σε λίγους μήνες, κατάλαβε ότι τα χώματά του δεν ήταν η Λήμνος αλλά το Ρέις Ντερέ. Και σ’ αυτά επέστρεψε το 1918 και σ’ αυτά έμεινε έως το 1922.

«Η μητέρα μου δεν μίλησε ποτέ για τον διωγμό. Όταν ξέσπασε το κακό έπεσε μέσα σε ένα πηγάδι με την αδελφή του πατέρα μου και άλλες γυναίκες για να αυτοκτονήσουν. Δεν ήθελαν να τις αγγίξουν οι Τούρκοι. Έτσι έχασε η μάνα μου το πρώτο της παιδί. Πνίγηκε μέσα σ’ εκείνο το πηγάδι. Έτσι έχασε και ο πατέρας μου την αδελφή του. Στα πόδια της μάνας μου σ’ εκείνο το πηγάδι. Πατώντας σε πτώματα συγχωριανών της, σώθηκε η μάνα μου. Δεν μπόρεσε να πάρει τη ζωή της. Βγήκε, δεν ξέρω πώς, από το πηγάδι, μία-δυο μέρες μετά και πήρε και αυτή τα βουνά. Για 50 μέρες κρυβόταν με άλλες γυναίκες. Έως ότου κατάφερε να περάσει απέναντι».

«Ο πατέρας μου μας έλεγε μία ιστορία για τον διωγμό. Τους πήραν από το χωριό δύο Τούρκοι να πάνε να τους εκτελέσουν. Τον ένα ο πατέρας μου τον ήξερε και τον ρώτησε “πού μας πας;”. “Γιάννη, πάμε να σας σκοτώσουμε όλους. Έχουμε διαταγή” του είπε ο Τούρκος… Ο πατέρας μου του ζήτησε να τους αφήσουν και ο Τούρκος του είπε “αν σας αφήσουμε θα σκοτώσουν εμάς”. Και τότε ο Τούρκος λέει στον πατέρα μου… “Γιάννη ποιος είναι ο πιο γκανταμπαής”, δηλαδή ο πιο νταής και ο πατέρας μου λέει “δεν είναι κανένας”. Τότε ο ένας Τούρκος σήκωσε το όπλο του και σκότωσε έναν συγχωριανό. Ο αδελφός του σκοτωμένου με το που είδε νεκρό τον αδελφό του είπε στον πατέρα μου “μίλα του και θ’ αρπάξω τον άλλο από το πόδι”. Και πραγματικά αυτό έκανε, τον κατέβασε, του πήρε το όπλο και άρχισε να τον χτυπά. Ο άλλος Τούρκος έφυγε, το έσκασε. Όταν έγινε αυτό και πήραν τα αίματα τον Τούρκο, ο πατέρας μου θεώρησε καλό να πάρει το όπλο και το δισάκι του και να τα ρίξει στη ρεματιά για να μην τους κυνηγήσουν. Οι άλλοι χωριανοί 30-40 περίπου άνδρες, γυναίκες, παιδιά έφυγαν. Μόνος του πήρε τα βουνά για να γλιτώσει».

«Είναι λίγο λυπηρό να σου πω τις ιστορίες που μας έλεγε. Υποστήριζε και τους Τούρκους, έλεγε ότι μπορεί οι Τούρκοι να μας σκότωσαν και να μας έκαναν όλα αυτά αλλά και οι Έλληνες δεν τους έκαναν λίγα. Τα είδε… Είδε Έλληνες στρατιώτες να κακοποιούν παιδιά και μετά μας έλεγε “μαύρισε του Τούρκου το μάτι και κατάστρεφε τα πάντα. Δεν άφησε πίσω τίποτα”».

Μετά από τρεις μήνες ξαναβρέθηκαν ο κυρ-Γιάννης και η Γιωργούλα.

Εκείνη σημαδεμένη από το θάνατο του πρωτότοκου γιου της, από τη θηριωδία του πολέμου, από το σώμα της κουνιάδας της και άλλων γυναικών που σπαρτάριζαν έως ότου ξεψυχήσουν κάτω απ’ τα πόδια της μέσα σε εκείνο το πηγάδι. Και όπως λέει σήμερα ο γιος της Χρήστος… «κανένας δεν ξέρει τι άλλο τράβηξε η μάνα μου. Βούρκωνε μόλις μιλούσε γι’ αυτά. Πέρασε πόλεμο, κατοχή, πείνα, αλλά πάντα έλεγε ότι σαν το κακό του διωγμού δεν υπήρχε άλλο. Μόνο αυτό έλεγε».

Διωγμένος από τα χώματά του, ο κυρ-Γιάννης βρέθηκε στη Χίο. Τη γυναίκα, το παιδί του, τις αδελφές του, τα είχε ξεγράψει όλα. «Πίστευε ότι όλοι είχαν πεθάνει». Στη Χίο, όμως, ήταν και η μάνα μου. «Έχασε την πατρίδα του, αλλά βρήκε τη μάνα μου».

ΕΠΙΣΤΡΟΦΕΣ

Η υπόλοιπη ιστορία του κ. Γιάννη Τσιλιμίνγκου και της οικογενείας του γράφτηκε στον Κοντιά Λήμνου όπου κατέληξαν με ένα κομμάτι γης που τούς δόθηκε από το ελληνικό κράτος. Ο κυρ- Γιάννης και η Γιωργούλα απέκτησαν πέντε γιους εκεί. Το 1960 ο Χρήστος Μίνγκος μετανάστευσε στην Αυστραλία. Είναι ο μικρότερος από τα πέντε του αδέλφια. Ακολούθησαν και τα άλλα τέσσερα αδέλφια του. Ο πρόσφυγας πατέρας του αποφάσισε το 1961 να τον ακολουθήσει στην Αυστραλία. «Ήθελε να είναι κοντά στα παιδιά του». Ο κυρ-Γιάννης ήταν τότε 86 χρόνων άνθρωπος. Και το πρώτο πράγμα που είπε στους γιους του, ο προκομμένος Μικρασιάτης όταν βρέθηκε στην Αυστραλία ήταν να του βρουν δουλειά. «Βαρέθηκα παιδάκι μου να κάθομαι όλη μέρα. Βρες μου κάτι να κάνω» μου είπε.

Η κυρα-Γιωργούλα έφυγε νέα, ήταν μόλις 69 χρόνων. Ο κυρ-Γιάννης, όπως είπαμε, έφτασε τα 106. Πάνε 30 χρόνια από τότε που έφυγε και αυτός. Και οι δύο επέλεξαν τη γη της Μελβούρνης για να αναπαυθούν. Από το 1961 που έφυγαν από την Ελλάδα, δεν επέστρεψαν ποτέ πίσω. Ούτε στη Λήμνο ούτε στο Ρέις Ντερέ.

Ο γιος τους ο Δημήτρης, όμως, επέστρεψε. Στην Λήμνο πολλές φορές, στο Ρέις Ντερέ μία. Ήταν το 2012. «Πήγα να βρω τις ρίζες μου. Τα αδέλφια μου, μου λένε συνεχώς τι θέλω και τα σκαλίζω και τα ψάχνω. Εγώ βρήκα το πηγάδι που η μάνα μου έπαιρνε νερό και έπλενε τα ρούχα τους. Με συγκλόνισε. Νομίζω ότι βρήκα και το σπίτι των γονιών μου. Θέλω να πάω πίσω να βρω κάτι παραπάνω. Με τραβάει αυτός ο τόπος. Θέλω να ξέρω από πού προήλθε ο πατέρας μου. Δεν ξέρω τίποτα για τον παππού μου, για τη γιαγιά μου. Δεν ρώτησα ποτέ τον πατέρα μου γι’ αυτούς. Και αυτός ποτέ δεν μας είπε. Το 2012 βρήκα το νεκροταφείο του χωριού, ήθελα να μπω μέσα να ψάξω τους τάφους, αλλά είχε πολλά χόρτα και μου είπαν να μην μπω γιατί θα είχε φίδια. Τώρα θα μπω, δεν με νοιάζει, θα ψάξω».

Πατέρας τριών κοριτσιών είναι ο Χρήστος. Καμαρώνει την Γεωργία του, την Νατάσσα του και την Στεφανία του, καθώς μου δείχνει φωτογραφίες τους. Όταν φτάνει στις φωτογραφίες του πατέρα και της μάνας του τα δάκτυλά του ταξιδεύουν πάνω στο άψυχο χαρτί. Κάνουν τρυφερούς κύκλους πάνω στα πρόσωπά τους. Δεν μπορεί να βάλει σε λόγια το πώς νιώθει. Μου λέει μόνο έτσι απλά… «Ο πατέρας μου όταν τον ρωτούσαν από πού είναι το μόνο που έλεγε … ‘Εγώ είμαι από το Ρέις Ντερέ και μετά σώπαινε’. Επιστρέφω εκεί».