Με τον όρο ταυτότητα, όπως είπαμε σε προηγούμενο άρθρο μας, εννοείται ένα σύνολο χαρακτηριστικών τα οποία προσδίδουν συγκεκριμένη υπόσταση σε ένα άτομο, άτομα, ή ομάδες ατόμων. Γνωρίσματα, τα οποία διαφοροποιούν και επιτρέπουν την αναγνώριση και τον προσδιορισμό του ενός, του «εγώ» σε αντιδιαστολή με τον «άλλο», και σε συλλογικό επίπεδο του «εμείς» σε αντιδιαστολή με τους «άλλους».
Προσδιορίζεται, κατ` αυτόν τον τρόπο με αφετηρία και άξονες το «εμείς» και «οι άλλοι» και σε συνάρτηση με την έμφαση που μπορεί να δίνεται στο «εμείς» και «οι άλλοι». Αν θεμελιώνεται στη βεβαίωση του «εμείς», πράγμα, που φέρεται να αποτελούσε τον άξονα προσδιορισμού του αρχαίου ελληνικού κόσμου υπό συνθήκες αντιπαράθεσης με τους άλλους λαούς, ή στην άρνηση των άλλων και στην οριοθέτηση αμυντικής εσωστρεφούς στάσης προς αυτούς, περίπτωση που συναντάμε στον χριστιανικό κόσμο του Βυζαντίου.
Περιλαμβάνει αντικειμενικά όσο και υποκειμενικά στοιχεία αυτοσυνειδησίας, τα οποία λειτουργούν ως σημεία και βάση αναφοράς, αντιδιαστολής και διάκρισης των ταυτοτήτων των διαφόρων κοινωνικών συνόλων ή και των ατομικών ταυτοτήτων (υπο-ταυτοτήτων).
Στο πλαίσιο των παραπάνω, η διαμόρφωση της ταυτότητας μπορεί να βασιστεί σε σύμβολα και συμβολισμούς, που έχει εσωτερικεύσει κάποιος, με βάση τα οποία μπορεί να διαμορφώσει μια ορισμένη αντίληψη και παραδοχή του «ανήκειν» σε μια συγκεκριμένη εθνοτική ομάδα. Μπορεί, ακόμα, να γίνει με βάσει «υπαρκτές» ή και «υποτιθέμενες» ιδιότητες, του «εμείς» και οι «άλλοι». Μπορεί να παραχθεί ακόμα σε αφαιρετικό επίπεδο με αφαιρετικές εξιδανικεύσεις και αναγωγές στο παρελθόν ενός έθνους, παρά με ιδιότητες εξαγόμενες από τη σύγχρονη πραγματικότητα.
Τέλος, μπορεί να καλλιεργηθεί με την εκπαιδευτική διαδικασία ή στο πλαίσιο της λειτουργίας της οικογένειας ως μηχανισμού κοινωνικοποίησης και κοινωνικής ένταξης του ατόμου, να παραχθεί και μέσα από μια εικονική πραγματικότητα, με τη δημιουργία και τη μετάδοση μύθων, ιδεολογιών και εθνικών παραδόσεων στις νέες γενιές.
Ι. Δυναμική
και αναπροσαρμογή ταυτοτήτων
Όπως έχει κατανοηθεί σε γενικές γραμμές στις κοινωνικές επιστήμες, η ταυτότητα έχει χαρακτήρα δυναμικό και αναπροσαρμόζεται συνεχώς στο πλαίσιο μιας διαλεκτικής σχέσης που συνδέει ένα κοινωνικό σύνολο με τον περιβάλλοντα χώρο, κοινωνικό και περιβαλλοντικό. Ανάλογα με την εκάστοτε ιστορική εξέλιξη, τις εκάστοτε πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες διαβίωσης των διαφόρων κοινωνικών ομάδων.
Ως κοινωνικό φαινόμενο, η ταυτότητα έχει συνδεθεί και πραγματευτεί σε συνάρτηση με τις έννοιες του έθνους, του έθνους-κράτους και τον πολιτισμό και τις επιδράσεις τους στη ζωή και τις συμπεριφορές των ατόμων, από την πραγμάτευση των οποίων έχουν προέλθει οι όροι «εθνική» και «πολιτισμική ταυτότητα». Και οι δύο αυτές έννοιες αποτελούν συγγενείς έννοιες. Αλληλεπικαλύπτονται σε διάφορα σημεία, αλλά δεν συμπίπτουν και διακρίνονται από διαφορετικό εννοιολογικό ιστορικό εύρος.
Σε γενικές γραμμές, μπορούμε να πούμε, ότι η «πολιτισμική ταυτότητα», νοούμενη ως τρόπος και στάση ζωής συναρτάται άμεσα από τις εκάστοτε συνθήκες διαβίωσης και κοινωνικοποίησης του ατόμου. Ενώ, «εθνική ταυτότητα», συναρτώμενη και διαμορφούμενη από εθνοτικά σύμβολα και συμβολισμούς, που έχει εσωτερικεύσει κάποιος, με βάσει «υπαρκτές» ή και «υποτιθέμενες» ιδιότητες, του «εμείς» και οι «άλλοι», περιορίζεται σε κοινά διαχρονικά στοιχεία εθνικού περιεχομένου. Ιδιαίτερα, διαφοροποιητικά γνωρίσματα συνδεόμενα με την έννοια, τη διαμόρφωση και τη διάκριση των εθνών και των συγχρόνων εθνικών κρατών, θεμελιωμένα στο κοινό ιστορικό παρελθόν και διαμορφούμενα με συνδετικούς κρίκους και άξονες διαμόρφωσης την κοινότητα καταγωγής, συνείδησης και πολιτισμού.
ΙΙ. Η εθνική ταυτότητα
και η ελληνική «ιδεολογική κοινότητα»
Η εθνική ταυτότητα, αποτελείται από κοινά διαχρονικά στοιχεία (γλώσσα, παιδεία, τέχνη, πρότυπα συμπεριφοράς, παράδοση, ιστορία, μύθους). Χτίζεται από αυτά, πολιτισμικά ή θεσμικά (με βάση τους τυπικούς ή άτυπους θεσμούς – τους γραφτούς ή άγραφους κανόνες συμπεριφοράς) ως αποδοχή κοινών αξιών. Προσδιορίζεται σε πολλά σημεία αφαιρετικά, φαντασιακά, από μηχανισμούς εξιδανίκευσης ή και μυθοποίησης του απώτερου ιστορικού εθνικού παρελθόντος, της ιστορίας ή άλλων στοιχείων ενός έθνους, μέσω των οποίων και επιχειρείται η διαμόρφωση μιας ορισμένης εθνικοπολιτιστικής ταυτότητας στην εκάστοτε νέα γενιά. Κατ` αυτόν τον τρόπο, όπως πιστεύεται, «η εθνική ταυτότητα μπορεί να καλλιεργηθεί και μέσα από μια εικονική πραγματικότητα».(Μ. Δαμανάκης, 1999, σ. 39). Ωστόσο, η εξιδανίκευση αυτή του παρελθόντος μπορεί δυνητικά να συνοδεύεται και από μια εξειδικευμένη εικόνα της σύγχρονης χώρας καταγωγής, της Ελλάδας, εν προκειμένω.
Κατά μία εκδοχή, σχετιζόμενη με την εμπειρική παρατήρηση της ελληνικής διασποράς σε πρώην χώρες της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ., ειδικά των ταταρόφωνων ελληνικής καταγωγής ατόμων της Μαριούπολης της Ουκρανίας, ο μύθος και η ιδεολογία που συγκροτούν το περιεχόμενο της εθνικής ταυτότητας, μπορεί να ενσωματωθεί στο πολιτιστικό γίγνεσθαι μιας εθνικής διασπορικής κοινότητας, (όπως οι προαναφερόμενοι πληθυσμοί). Υπό αυτή τη συνθήκη, μπορεί να αποκτήσει κοινωνικοποιητική, πολιτισμοποιητική λειτουργία από γενιά σε γενιά, επιτρέποντας την διατήρηση της ελληνικής συνείδησης, παρά την απώλεια της ελληνικής γλώσσας (ο.π., σ. 43). Χαρακτηριστικό παράδειγμα, εν προκειμένω, είναι η περίπτωση γιαγιάς στην κωμόπολη Σαρτανά της Ουκρανίας, η οποία, κατά το παρελθόν, σε κάποια από τις επαφές και τις συναντήσεις, στο πλαίσιο υπηρεσιακής αποστολής που συμμετείχε και ο υποφαινόμενος, αποστήθισε το γνωστό δημώδες ποίημα «Ο Διγενής Ακρίτας», παρ’ ότι κατά τα λοιπά δεν είχε καμία άλλη γνώση της ελληνικής γλώσσας – δεν γνώριζε, όπως θα λέγαμε, «γρι Ελληνικά».
Η εθνική ταυτότητα, και στην ελληνική εν προκειμένω περίπτωση, έχει κατ` αυτόν τον τρόπο ως θεμέλιο την αυτοσυνείδηση και τον αυτοπροσδιορισμό του ατόμου και την πίστη σε μια κοινή βιογενετική και πολιτισμική καταγωγή. Πίστη που ενδεχομένως αποτελεί και το ισχυρότερο στοιχείο της ταυτότητας εν σχέσει με τη σημασία και την ικανότητα γνώσης και χρήσης της γλώσσας καταγωγής. Νοούμενη στη βάση αυτή και έχοντας ως περιεχόμενά της διάφορα ιδεώδη, ιδεώδη, όπως ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός και η ορθοδοξία, που συναντάμε στα σχολικά αναγνωστικά, η έννοια και η συνείδηση της ταυτότητας προσλαμβάνει διαστάσεις ιδεολογικές και μπορεί να αναπαράγεται σε μεγάλη κλίμακα έντεχνα με την εκπαιδευτική διαδικασία. Πράγμα, που, στην περίπτωση της Ομογένειας γίνεται ως ένα βαθμό με την παρεχόμενη ελληνόγλωσση εκπαίδευση.
Αυτή η ιδεολογία, εκφραζόμενη και εξειδικευμένη σε συγκεκριμένους στόχους και πολιτικές διατήρησης της εθνικής συνεκτικότητας, φαίνεται να λειτουργεί ως συνεκτικός κρίκος μεταξύ των Ελλήνων της Διασποράς σε σχέση με το ελληνικό κέντρο αναφοράς, όσο και στις σχέσεις μεταξύ των διαφόρων τμημάτων της ελληνικής Διασποράς. Με αυτή την έννοια και τη στοχοθεσία που συνεπάγεται φαίνεται να λειτουργεί σε ένα εθνικό συλλογικό επίπεδο ως «ιδεολογική κοινότητα».
Ωστόσο, η δύναμη της εθνικής ταυτότητας αποτελώντας προϊόν εξιδανίκευσης και μυθοποίησης, εξιδανίκευσης της Ελλάδας και μη έχοντας υλικές βάσεις, εμφανίζεται σχετικά περιορισμένη. Μπορεί μάλιστα, ως έχει παρατηρηθεί εμπειρικά να καταρρέει στην πρώτη δοκιμασία (ο.π., σ. 43). Πράγμα, που φαίνεται να συμβαίνει συχνά με τους παλιννοστούντες ομογενείς στην Ελλάδα καθώς έρχονται στην Ελλάδα αντιμέτωποι με τη σκληρή κοινωνικοπολιτική και οικονομική πραγματικότητα. Πραγματικότητα, με την οποία εισπράττουν αντί άλλου την εικόνα μιας άλλης Ελλάδας, ξένης, παρά φιλικής προς τους παλιννοστούντες ομογενείς. Μιας χώρας διαφορετικής και συχνά απογοητευτικής σε σχέση με την εικόνα της Ελλάδας και τις ουτοπικές προσδοκίες που είχαν σχηματίσει, εξιδανικεύσει και εσωτερικεύσει εκτός Ελλάδας εντελώς αφαιρετικά, σε σχέση με τη σύγχρονη ελλαδική πραγματικότητα.
ΙΙΙ. Η πολιτιστική ταυτότητα
Από την άλλη μεριά, η πολιτιστική ταυτότητα, συνδεόμενη με την καθημερινή ζωή των ατόμων και τις επιδράσεις της στις συμπεριφορές τους, εκφράζει τον τρόπο και τη στάση ζωής των διαφόρων κοινωνικών ομάδων. Έχει κατ` εξοχήν βιωματικό χαρακτήρα, Διαμορφώνεται σε σχέση με τη συγκεκριμένη κοινωνικοπολιτισμική πραγματικότητα που περιβάλει το άτομο και επιβάλλεται σε αυτό, με διάφορους τρόπους και βαθμούς. Συναρτάται άμεσα από τις συνθήκες και τους μηχανισμούς κοινωνικοποίησης του ατόμου. Πράγμα που στην περίπτωση των ατόμων των εθνικών διασπορών και ειδικά των νεότερων γενεών αυτή διαμορφώνεται σε άμεση σχέση με τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες και τους μηχανισμούς κοινωνικοποίησης των αλλοεθνών κρατών διαμονής. Υπό αυτές τις συνθήκες, η πολιτιστική ταυτότητα είναι ευρύτερη της εθνικής η οποία περιορίζεται σε κοινά διαχρονικά στοιχεία, και υπό αυτή τη σχέση, η πρώτη μπορεί κάλλιστα να υπερτερεί της εθνικής ταυτότητας. Να υποσκελίζει σε βαρύτητα την εθνική ταυτότητα από τη βιοτική της βαρύτητα στη ζωή του ατόμου. Πράγμα στο οποίο μπορούν ενδεχομένως να συντελούν ως ένα βαθμό και οι υπάρχουσες ελλείψεις ως προς την καλλιέργεια και την αναπαραγωγή της εθνικής συνείδησης της χώρας καταγωγής στο περιβάλλον των χωρών διαμονής. Ελλείψεις, όπως είναι η παρεχόμενη ελληνόγλωσση εκπαίδευση και οι ανεπάρκειές της ως προς το περιεχόμενο του διδασκόμενου υλικού, των προγραμμάτων, των ωρών ή των ωραρίων διδασκαλίας, του προσωπικού, κ.λπ., όπως αποδεικνύεται εμπειρικά και από την εφαρμογή του προγράμματος Παιδεία Ομογενών.
IV. Εθνική συνείδηση
και ελληνικότητα στις τάξεις των νέων ελληνικής καταγωγής
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, όπως έχει επισημανθεί από την εξαχθείσα εμπειρία του προγράμματος Παιδεία Ομογενών και τις σχετικές αναλυτικές προσεγγίσεις σε σχέση με το παλαιότερο εκπαιδευτικό υλικό, «μια μερίδα παιδιών και νέων ελληνικής καταγωγής αποκτά μια εθνική συνείδηση, η οποία είναι προϊόν εξιδανικεύσεων, στερείται συγχρονικών στοιχείων και συνίσταται στην πίστη σε μια κοινή βιογενετική και πολιτισμική καταγωγή». (ο.π. σ. 41)
Αντιθέτως, από την άλλη μεριά, φαίνεται να υπάρχει μια άλλη και μάλλον πλειοψηφούσα μερίδα, η οποία εμφανίζεται να μην έχει ιδιαίτερα στενές σχέσεις με την Ελλάδα, «δεν φοιτά σε Τμήματα Διδασκαλίας της Ελληνικής και απομακρύνεται συνεχώς από τις ελληνικές παροικίες» (ο.π., σ. 41). Ένας παράγοντας του φαινομένου της απομάκρυνσης αυτής, φαίνεται να είναι, κατά την ίδια πηγή, η ίδια η ελληνόγλωσση εκπαίδευση, η οποία «σε πολλές περιπτώσεις μένει εγκλωβισμένη στην εν λόγω ιδεολογία, είναι ξένη προς τα βιώματα, τις παραστάσεις, τις εμπειρίες, τις προσδοκίες και τις ανάγκες των παιδιών και τα απωθεί, αντί να τα έλκει» (ο.π.).
Στη βάση της παραπάνω προσέγγισης, είναι προφανές πως υπεισέρχονται ποίκιλες μεταβλητές στον σχηματισμό των διασπορικών ταυτοτήτων, και στο πλαίσιο αυτό, εννοείται, και των ατόμων ελληνικής καταγωγής στις διάφορες χώρες. Μεταβλητές, όπως η κοινωνική θέση των ατόμων, οι λόγοι απώθησης και έλξης που συντέλεσαν στην αποδημία και τη διασπορά, κατά κύριο δε λόγο οι συνθήκες ζωής και οι πολιτικές στις χώρες αποδημίας, υπό την πίεση των οποίων μπορούν να υποχωρούν, διάφορα στοιχεία της εθνικής ταυτότητας. Πράγμα που συμβαίνει σε μεγάλη έκταση ως προς τη χρήση της ελληνικής γλώσσας.
Υπό τις επιδράσεις των παραγόντων αυτών εκείνο που χαρακτηρίζει την ταυτότητα των μεταναστευτικών διασπορών είναι ο διακυμαινόμενος χαρακτήρας της. Η ποικιλία των μορφών που τη διακρίνει, και εξ αιτίας αυτού η δυσκολία ενός κοινά αποδεκτού ορισμού. Ιδίως, καθώς στον προσδιορισμό του «εμείς» και του «άλλου», υπεισέρχονται αναπόφευκτα υποκειμενικά κριτήρια, λανθάνουσες υποκειμενικές ή εθνοκεντρικές αντιλήψεις, ή λανθάνουσες, αστήρικτες υποθέσεις. Πράγμα, που μπορεί κανείς να εξάγει από την ανάλυση περιεχομένου των κατά καιρούς εθνικού περιεχομένου λόγων ή πολιτικών τοποθετήσεων για την ομογένεια, που συχνά εμφανίζονται να στηρίζονται σε αυθαίρετες υποθέσεις ή να κινούνται στη σφαίρα του φαντασιακού.
Υποθέσεις, όπως αυτή που θεωρεί την ομογένεια να συντάσσεται εξ ορισμού, εν λευκώ ή εν συνόλω, με τις εκάστοτε στρατηγικές και πολιτικές για τα εθνικά θέματα. Ή να είναι απολύτως ικανή να αποτρέπει βλαπτικές για τα ελληνικά συμφέροντα πολιτικές των ισχυρών, παρ’ ότι αυτή η δυνατότητα είναι σχετική, συναρτώμενη από διάφορους πολιτικούς παράγοντες, ιστορικές συγκυρίες, συσχετισμούς δυνάμεων και συμφερόντων. Όπως έχει αποδεχτεί από την περίπτωση της κινητοποίησης για την επιβολή εμπάργκο για το Κυπριακό παλαιότερα, και την περίπτωση της αναγνώρισης της FYROM, τις αιφνιδιαστικές ενέργειες των ΗΠΑ.
1. «Εθνοπολιτισμική Ταυτότητα και Εκπαίδευση στην Ελληνική Διασπορά». Βλ. Πρακτικά Πανομογενειακού Συνεδρίου: Η Ελληνόγλωσση Εκπαίδευση στο Εξωτερικό, 26-28/6/2998, Εκδ. Ε.ΔΙΑ.Μ.ΜΕ., Ρέθυμνο 1999.