Πολλά έχουν γραφτεί και ειπωθεί για την εκστρατεία των δυνάμεων των ANZAC στην Καλλίπολη, υπάρχει όμως και μία πτυχή αυτής της καθοριστικής σελίδας της Αυστραλιανής ιστορίας που δεν έχει τονιστεί αρκετά: ο ρόλος της Ελλάδας και συγκεκριμένα της Λήμνου, όπου λειτούργησε νοσοκομείο για την περίθαλψη των τραυματιών της ιστορικής μάχης.
Αυτή υπήρξε η αφορμή για ένα εξαιρετικά φιλόδοξο έργο, με τίτλο «Women in War», το οποίο εμπνεύστηκε και υλοποιεί ο συνθέτης Τάσος Ιωαννίδης. Ιδιαίτερα γνωστός και αγαπητός στην ελληνική παροικία της Μελβούρνης, ο τραγουδοποιός μίλησε στον «Νέο Κόσμο», παρουσιάζοντας το έργο του.
Όλα ξεκίνησαν στη Μελβούρνη, πριν από δυόμισι χρόνια, όταν ο τραγουδοποιός βρισκόταν στην πόλη, παρουσιάζοντας τον κύκλο τραγουδιών «Τα παρατράγουδα», που είχε εμπνευστεί από τα βιώματα των Ελλήνων μεταναστών (μαζί του, βρίσκονταν η Μαρία Φαραντούρη και ο Γιάννης Κότσιρας). Στο πλαίσιο της παράστασης, συνομιλώντας με εκπροσώπους της παροικίας, έμαθε για τον ρόλο της Λήμνου στην εκστρατεία. «Μού έριξαν την ιδέα για να κάνουμε κάτι γι’ αυτό και μού φάνηκε πολύ ενδιαφέρον», θυμάται ο ίδιος. «Με το που γύρισα στην Ελλάδα, άρχισα να κάνω έρευνα, μέσω internet και σιγά-σιγά να μαθαίνω όλο και περισσότερα για το θέμα, για το νοσοκομείο που λειτουργούσε στο νησί».
Μία φιλόδοξη ιδέα άρχισε να σχηματίζεται στο κεφάλι του δημιουργού, η οποία αναπτύχθηκε για να γίνει ένα μεγάλο, πολυσχιδές πολιτιστικό πρόγραμμα, που περιλαμβάνει ένα βιβλίο, μία έκθεση πολυμέσων και φυσικά, ένα μεγάλο μουσικό έργο, μία όπερα γραμμένη από τον ίδιο. Η σπίθα άναψε όταν ο Τάσος Ιωαννίδης βρέθηκε στην Καλλίπολη και είδε ένα άγαλμα που είναι στημένο εκεί, το οποίο παρουσιάζει έναν Τούρκο στρατιώτη να κουβαλά έναν Αυστραλό τραυματία. «Δάκρυσα, όταν το είδα», θυμάται ο συνθέτης. «Είναι πολύ συγκινητικό αυτό που έχουν κάνει οι Αυστραλοί και οι Τούρκοι, που έχουν καταφέρει να χτίσουν μία φιλία από έναν πόλεμο κι ενώ καταλαβαίνω ότι σε μεγάλο βαθμό, αυτή η φιλία είναι επιτηδευμένη, καλλιεργήθηκε έντεχνα από την Τουρκία, είναι και πραγματική.
Είναι πολύ σημαντικό αυτό, ο πόλεμος να γίνεται αφορμή φιλίας και όχι αντιπαλότητας κι αυτό είναι κάτι που μας αφορά όλους, όσο κι αν κάποιοι θέλουν να καλλιεργούν την αντιπαλότητα. Σκέφτηκα τότε να αντιστρέψω την εικόνα και να πω την αντίθετη ιστορία, για έναν Τούρκο τραυματία, που περιθάλπουν οι Αυστραλοί».
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ
ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ
Γιατί ‘Women in War’ όμως; «Δεν ήθελα να αφηγηθώ μία ιστορία πολέμου», απαντά ο συνθέτης, «να δείξω στρατιώτες να πολεμούν. Ήθελα να το δω από την πλευρά των γυναικών. Ο ρόλος της γυναίκας στους πολέμους είναι ιδιαίτερα σημαντικός, αλλά δεν τονίζεται ποτέ ιδιαίτερα, δεν συζητιέται καν. Οι γυναίκες είναι που θρηνούν τα θύματα, που χάνουν γιους, συζύγους, πατεράδες και είναι εκείνες που μένουν πίσω και φροντίζουν για όλα, οργώνουν τη γη, ποτίζουν τα χωράφια, κρατούν την κοινότητα». Το «Women in War» εκτυλίσσεται γύρω από τις ιστορίες τριών γυναικών που βρίσκονται στην Λήμνο την περίοδο της απόβασης: μιας νοσοκόμας από την Αυστραλία, της μητέρας ενός τραυματισμένου Τούρκου στρατιώτη και μίας νεαρής Ελληνίδας που τον ερωτεύεται. Το λιμπρέτο γράφει η περίφημη σεναριογράφος Deborah Parsons, η οποία έχει στο βιογραφικό της πλήθος ταινιών και τηλεοπτικών σειρών, ενώ την σκηνοθεσία ανέλαβε ο επίσης φημισμένος κυπριακής καταγωγής σκηνοθέτης Αλκίνοος Τσιλιμιδός.
Γιατί όμως επέλεξε την όπερα, ως μέσο να αφηγηθεί την ιστορία; «Ο λόγος είναι πρακτικός», εξηγεί ο ίδιος.
«Είχα τρεις εκδοχές μπροστά μου. Η μία ήταν να γράψω ένα μιούζικαλ, αλλά μού φάνηκε ότι, ως φόρμα, το είδος παραείναι ελαφρύ σε σχέση με το θέμα. Η άλλη θα ήταν να κάνω μουσικό θέατρο, αλλά σ’ αυτήν την περίπτωση θα κρινόμουν ως θεατρικός συγγραφέας, δεν είναι το αντικείμενό μου αυτό. Ως συνθέτης, λοιπόν, επέλεξα τον δρόμο της όπερας. Δεν θέλω βέβαια να είμαι ο Πουτσίνι, αλλά αυτό που δεν ξέρει ο πολύς κόσμος είναι ότι η όπερα είναι ένα είδος που εξελίσσεται. Έγραψα λοιπόν μία σύγχρονη όπερα, τόσο από πλευράς μουσικής (σ.σ. το λιμπρέτο είναι γραμμένο στα αγγλικά, όμως ακούγονται δύο τραγούδια στην ελληνική και δύο στην τουρκική γλώσσα), όσο και από πλευράς δομής: αντί για τις συνήθεις τρεις πράξεις, το έργο χωρίζεται σε 24 σκηνές, θυμίζοντας περισσότερο την δομή κινηματογραφικής ταινίας, με τις ιστορίες των τριών γυναικών να εξελίσσονται παράλληλα».
Η παρουσία ενός χορού, ο οποίος σχολιάζει τα δρώμενα, παραπέμπει εξάλλου στην αρχαία τραγωδία, κάτι καθόλου τυχαίο, καθώς οι Τρωάδες του Ευριπίδη αποτελούν σημείο αναφοράς για το έργο, το οποίο ξεκινά με μία φράση από την εμβληματική τραγωδία: «Μωρός είναι όποιος κουρσεύει πόλεις. Θα καταστρέψει ναούς και μνήματα, ιερά άσυλα των πεθαμένων, μα κι αυτός μετά θα χαθεί».
«Από τις ‘Τρωάδες’, μέχρι το ‘Women in War’, τίποτε δεν έχει αλλάξει» τονίζει εμφατικά ο Τάσος Ιωαννίδης.
Κι αν η δημιουργία μίας σύγχρονης όπερας δεν ήταν από μόνη της αρκετά φιλόδοξο σχέδιο, το πάθος του συνθέτη τον οδήγησε να αναπτύξει γύρω από αυτήν ένα πλήρες πολιτιστικό σχέδιο που περιλαμβάνει τρεις ακόμη δράσεις: το σημαντικότερο είναι η συγγραφή ενός ιστορικού βιβλίου από την Alice McConnell για τον ρόλο των γυναικών της Λήμνου, καθώς και των Αυστραλών νοσοκόμων και των γυναικών της Τουρκίας, σε συνεργασία με το Τμήμα Ιστορίας του Πανεπιστημίου Monash, το οποίο θα μεταφραστεί στα ελληνικά και τα τουρκικά, και θα εκδοθεί σε 3000 αντίτυπα, τα οποία θα διανεμηθούν σε βιβλιοθήκες, σχολεία και κοινοτικά κέντρα στην Αυστραλία, την Ελλάδα, την Τουρκία και την Κύπρο.
Παράλληλα, μία έκθεση πολυμέσων, με την χρήση τεχνικών 3D και video mapping, υπό την επιμέλεια του σχεδιαστή Στάθη Μήτσιου, θα στηθεί σχεδόν ταυτόχρονα στην Μελβούρνη, την Λήμνο, την Λεμεσό και το Τσανάκ Καλέ, επιτρέποντας στους επισκέπτες να αποκτήσουν μία ζωντανή αίσθηση της εμπειρίας των γυναικών αυτών. Τέλος, ένα διεθνές συνέδριο για το θέμα θα λάβει χώρα στις 31 Ιουλίου στην Πολιτειακή Βιβλιοθήκη της Βικτώριας.
ΑΓΩΝΑΣ ΔΡΟΜΟΥ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ
Πίσω από όλα αυτά, κρύβεται το πάθος του Τάσου Ιωαννίδη, ο οποίος χρειάστηκε να αποκτήσει για την περίσταση, εκτός από την ιδιότητα του καλλιτέχνη κι εκείνη του παραγωγού, ξεκινώντας έναν φρενήρη αγώνα δρόμου για την υλοποίηση του έργου. «Το θέμα ήταν τα χρήματα», λέει ο ίδιος. «Οι Eλληνοαυστραλοί πολιτικοί που μού έδωσαν την ιδέα δεν είχαν κονδύλιο για αυτήν την ιστορία. Αποφάσισα λοιπόν να ψάξω το πρόγραμμα ‘Culture’ της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με το που μπήκα είδα ότι πριν τρεις μέρες είχαν επιλεγεί η Αυστραλία και ο Καναδάς ως συνεργαζόμενες χώρες. Έπρεπε λοιπόν να παρουσιάσω ένα πρόγραμμα που θα προκύπτει από την συνεργασία χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης – της Ελλάδας και της Κύπρου – με την Αυστραλία και την Τουρκία. Η πιο δύσκολη ήταν φυσικά η Τουρκία, αποφάσισα λοιπόν να το πάρω πάνω μου», θυμάται ο συνθέτης και περιγράφει μία πολύ συγκινητική εμπειρία:
«Τον Απρίλιο του 2013 βρέθηκα στην Καλλίπολη, για την εκδήλωση της επετείου της Anzac Day. Ήξερα ότι θα ήταν εκεί ο Τζον Πανταζόπουλος, ο οποίος ήταν ανάμεσα σ’ εκείνους που μού γνωστοποίησαν τον ρόλο της Λήμνου στην απόβαση και ο οποίος με ενημέρωσε ότι η αποστολή θα διέμενε στο Limani Hotel. Θέλησα να μείνω κι εγώ εκεί, για να μπορέσω να κάνω επαφές με τους αρμόδιους. Πήρα τηλέφωνο και μίλησα με έναν κύριο, σε σπασμένα αγγλικά, ο οποίος με ρώτησε γιατί κάλεσα στην Τένεδο. Είχα πάρει λάθος ξενοδοχείο – εκείνος και ο γιος του λειτουργούσαν δύο ξενοδοχεία με το ίδιο όνομα. Όταν τον ρώτησα γιατί το λένε ‘Limani’, μού αποκάλυψε ότι η καταγωγή του είναι από την Έδεσσα. ‘Κι εγώ από την Φλώρινα’ τού είπα. Όταν το άκουσε αυτό, όχι μόνο προσφέρθηκε να με φιλοξενήσει σπίτι του, αλλά, μόλις έμαθε τον λόγο της επίσκεψής μου, οργάνωσε τα πάντα: με έφερε σε επαφή με φορείς της περιοχής και κατάφερα να γνωρίσω πρέσβη της Αυστραλίας στην Τουρκία, ο οποίος μού ετοίμασε συστατική επιστολή, χάρη στην οποία ήρθα σε επαφή με το πανεπιστήμιο του Τσανάκ Καλέ, το οποίο έχει 30 χιλιάδες φοιτητές. Μετά από αυτό, έπρεπε να φύγω τρέχοντας – πλήρωσα 200 ευρώ σε ταξί για να ταξιδέψω μέχρι την Ξάνθη, όπου με περίμεναν, γιατί έκανα μία περιοδεία στα σχολεία της περιοχής, παρουσιάζοντας τα ‘Λάχανα και Χάχανα’ (σ.σ. πρόκειται για το εξαιρετικά δημοφιλές στην Ελλάδα έργο με παιδικά τραγούδια που έχει ετοιμάσει ο τραγουδοποιός)». Αυτό ήταν απλώς το πρώτο βήμα.
«Εκείνη την εποχή είχα στα χέρια μου μία κενή σελίδα, μόνο την περιγραφή του σχεδίου», θυμάται. «Συγκεντρώνοντας ό,τι υλικό και επιστολές υποστήριξης κατάφερα, έκανα μία αίτηση μαμούθ για χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μού απάντησαν σε τέσσερις μήνες. Ανάμεσα σε 111 αιτήσεις, ενέκριναν οκτώ από τον Καναδά και τρεις από την Αυστραλία. Η μία ήταν η δική μας».
Δεν είναι όμως μόνο η Ευρωπαϊκή Ένωση που στηρίζει το έργο. Το «Lemnos-Gallipoli Project: Women in War» τελεί υπό την αιγίδα του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας και χαίρει της στήριξης της Γενικής Γραμματείας Αιγαίου και αντίστοιχων οργανισμών από την Κύπρο, την Τουρκία και την Αυστραλία.
ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΗΦΑΙΣΤΙΑΣ
ΣΤΟ ARTS CENTRE
ΤΗΣ ΜΕΛΒΟΥΡΝΗΣ
Η πρεμιέρα της όπερας θα δοθεί στην Λήμνο, στο αρχαίο θέατρο της Ηφαιστίας, στις 17 και 18 Ιουλίου. Για την συγκεκριμένη παράσταση, ο Τάσος Ιωαννίδης προσπαθεί να ζητήσει την υποστήριξη του ελληνικού υπουργείου Άμυνας, προκειμένου να στήσει μία πραγματική σκηνή μάχης ως πλαίσιο, αλλά αυτή δεν είναι η μεγαλύτερη δυσκολία που χρειάστηκε να αντιμετωπίσει ως παραγωγός. Η μεγαλύτερη προέκυψε για τις επικείμενες παραστάσεις στην Μελβούρνη, οι οποίες θα δοθούν στο Arts Centre, από τις 30 Ιουλίου μέχρι τις 2 Αυγούστου.
«Βρήκα τον μπελά μου», γελάει. «Στην αρχή, πηγαίναμε για μία παραγωγή σε μικρή κλίμακα με μικρό προϋπολογισμό, αλλά σκέφτηκα ότι είναι κρίμα μια τέτοια δουλειά να περιοριστεί σε κάποιο community centre. Οπότε απευθύνθηκα στο Arts Centre και τους είπα: ‘χρηματοδοτείστε από τους φορολογούμενους, όμως υπάρχουν στην Μελβούρνη δύο μεγάλες κοινότητες, η Ελληνική και η Τουρκική, οι οποίες δεν αποτελούν τον πυρήνα του κοινού σας’. Τούς εξήγησα ότι ετοίμασα ένα έργο που πληροί τις προδιαγραφές των θεαμάτων που φιλοξενεί το Arts Centre, αλλά αφορά και τις κοινότητες αυτές και τους ζήτησα να καλύψουν ένα μέρος του κόστους: να βάλουν πιο οικονομικά εισιτήρια, λόγου χάρη, ώστε να μπορέσει αυτό το κοινό να έρθει σε επαφή με τον κέντρο. Ετοίμασα δέκα επιστολές, υποστηρίζοντας το επιχείρημά μου και το δέχτηκαν, οπότε μάς παραχώρησαν δωρεάν και τον χώρο για να κάνουμε πρόβες», λέει ο δημιουργός. «Η φάκα ήταν ότι αυτό ανέβασε τον προϋπολογισμό γιατί άλλαξε η κλίμακα της παραγωγής», γελάει.
«Χρειαζόμαστε σκηνικά, σχεδιαστές, δεκαπέντε άτομα επιπλέον προσωπικό». Για το σκοπό αυτό, ο Τάσος Ιωαννίδης χρειάστηκε να επιστρέψει στην Μελβούρνη, αμέσως μετά την ολοκλήρωση της σύνθεσης και της στελέχωσης του θιάσου, που περιλαμβάνει έξι Έλληνες, έξι Τούρκους και δώδεκα Αυστραλούς καλλιτέχνες, αναζητώντας χρηματοδότες. «Είναι παράδοξο το ότι η Αυστραλιανή κυβέρνηση χρηματοδοτεί την παράσταση στην Καλλίπολη, όχι όμως αυτήν στην Μελβούρνη», τονίζει και απευθύνει έκκληση μέσω του «Νέου Κόσμου» (ο οποίος είναι ο χορηγός επικοινωνίας του έργου) σε όλους τους οργανισμούς της παροικίας να συνδράμουν. «Είναι ένα έργο που έχει αγκαλιαστεί από τους Τούρκους και τους Κύπριους», τονίζει.
«Πρέπει να αγκαλιαστεί και από τους Έλληνες». Για τον σκοπό αυτό, γεννήθηκε μία ενδιαφέρουσα ιδέα. «Προκειμένου να αγκαλιάσουμε τις παροικίες, συμφωνήσαμε το 10% των εισιτηρίων από την προπώληση (η οποία ξεκινά στις 10 Απριλίου) να πηγαίνει σε παροικιακούς οργανισμούς παροικίας». Έτσι, από τις 10 Απριλίου που ξεκινά η προπώληση, οι ενδιαφερόμενοι που θέλουν να αγοράσουν εισιτήρια μέσω διαδίκτυο θα έχουν δύο επιλογές: αν βάλουν τον κωδικό «Lemnos», θα προσφέρουν το 10% του εισιτηρίου στα ιδρύματα της «Φροντίδας», ενώ βάζοντας την λέξη «Gallipoli» θα ενισχύσουν τους αντίστοιχους οργανισμούς της τουρκικής παροικίας.
Πρόκειται για ένα ακόμη σημαντικό βήμα, σε έναν μαραθώνιο επαφών που έχει κάνει τον Τάσο Ιωαννίδη να πλουτίσει σημαντικά τις εμπειρίες του. Λίγο πριν το τέλος της διαδρομής, παίρνει μία ανάσα και εκφράζει την ευγνωμοσύνη του: «Μέχρι στιγμής είχα ιδανική συνεργασία με όλους τους φορείς, κάτι που αποδεικνύει τι μπορεί να συμβεί αν έχεις όραμα», τονίζει, για να συμπληρώσει γελώντας: «όραμα και λίγο ταλέντο».