Να με συγχωρήσετε που θ’ αρχίσω αναφερόμενος στο… θάνατο, αλλά απ’ ό,τι λένε, ο θάνατος είναι κομμάτι της… ζωής μας. Το τελευταίο, το πέσιμο της αυλαίας, το τέλος μιας πολυτάραχης, μιας δύσκολης, μιας πικρής ζωής και, λίγες φορές, πολύ λίγες, μιας εύκολης και ήρεμης ζωής.
Ένας άλλος λόγος που μου δίνει το δικαίωμα να μιλάω για θάνατο είναι η Μεγάλη Πέμπτη. Ο θάνατος του Χριστού και μάλιστα ένας σκληρός, άγριος θάνατος, για έναν Άγιο… Άνθρωπο. Και για μας τους θνητούς, πολλές φορές, το κλείσιμο της αυλαίας είναι ξεκούραση, μια και υποτίθεται πως φεύγει το οποιοδήποτε βάρος που κουβαλάμε, το τέλος των βασάνων ή το επώδυνο μιας βαριάς αρρώστιας. Επειδή το έζησα και είναι στο μυαλό μου χαραγμένο με αόρατο ανεξίτηλο μελάνι, είναι άσχημο το να «φεύγει» κάποιος δικός σου, αυτές τις ημέρες που τις λέμε και χρονιάρες. Πιστέψτε με και ρωτήστε αυτούς που τους έτυχε.
Για ένα μεγάλο, χρονικό διάστημα, είναι αρκετά δύσκολη η κατάσταση γι’ αυτούς που μένουν. Μιλάω για Μεγάλη Πέμπτη και για κάποιο θάνατο κάποιες χρονιάρες μέρες και ο συνειρμός των αναμνήσεων καλπάζει. Το έχω αναφέρει και στο παρελθόν σε κάποιο άλλο μικρό άρθρο που μιλούσε για θάνατο. Όσα χρόνια ακόμη και αν περάσουν, αυτά που έχω να ζήσω και άλλα εξήντα που πέρασαν, κάθε φορά, που θα πηγαίνω Μεγάλη Εβδομάδα στην εκκλησία και ιδίως στην Αποκαθήλωση, βλέπω την εικόνα που έζησα σαν παιδί, παπαδάκι στον Άγιο Κωνσταντίνο της Ομόνοιας.
Δεσπότης, τότε, ο Δαμασκηνός κατέβαζε τον Χριστό από τον Σταυρό και… έκλαιγε. Τα δάκρυα του όργωναν το θλιμμένο πρόσωπό του, σταματούσαν για λίγο στα γένια του και κατρακυλούσαν στα άμφιά του. Μία άλλη εικόνα, για την οποία είχα μιλήσει σε κάποιο παλιό δημοσίευμα πριν χρόνια, μια εικόνα όχι απλά χαραγμένη στο μυαλό και στην ψυχή μου, αλλά σμιλευμένη με κοπίδι γλύπτη σ’ ολόκληρο το είναι μου, είναι ο θάνατος της μητέρας μου κάποια Πέμπτη, λίγο πριν τα Χριστούγεννα.
Από τότε θυμάμαι τον κόσμο, τους φίλους, τους γνωστούς, τους συγγενείς που ήταν κοντά μας, μας καλούσαν στο σπίτι τους, στη χαρά τους, «για να μη μείνουμε μόνοι στο σπίτι που είχε ερημώσει από το θάνατο της μάνας».
Θυμάμαι πως δεν πήγαμε πουθενά. Ο πατέρας δεν δέχτηκε καμία πρόσκληση, ούτε από συγγενείς ούτε από φίλους. Μόνοι, ο πατέρας με εμάς, «τα δύο του αγόρια», περάσαμε κάποια έρημα Χριστούγεννα. Δύο παιδιά που προσπαθούσαν να βοηθήσουν τον πατέρα τους να ξεπεράσει μια στάλα από το μεγάλο του πόνο κι’ ένα πατέρα που προσπαθούσε, για πρώτη φορά στη ζωή του, να μαγειρέψει για να γεμίσει το «γιορτινό»Χριστουγεννιάτικο, πικρό τραπέζι. Σας έχει τύχει να βλέπετε ζάχαρη και να θυμόσαστε… δάκρυα;
Την ώρα που ξεψύχησε η μητέρα μου, 36 χρόνων γυναίκα, ήμουν μόνος μαζί της. Ο αδελφός μου είχε πάει στο μπακάλικο της γειτονιάς ν’ αγοράσει μισή οκά ζάχαρη. Γυρίζοντας και κρατώντας τη ζάχαρη ετοιμαζόταν να μπει στο δωμάτιο της μητέρας μας. Με κοίταξε και ρώτησε απλά: Πέθανε η μαμά; Εγώ κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά, χωρίς να μιλήσω. Του έπεσε η σακούλα με τη ζάχαρη από τα χέρια και χύθηκε πάνω στα παπούτσια του, σχεδόν σκεπάζοντάς τα. Έσκυψε το κεφάλι του ελαφρά και άρχισε να κλαίει αθόρυβα. Τα δάκρυά του έσταζαν πάνω στη ζάχαρη.
Πέθανε πριν λίγα χρόνια παραμονή Χριστουγέννων κι αυτός. Δεν μπόρεσα να τον δω. Δεν πρόλαβα. Τον θυμάμαι και τον μνημονεύω, κάθε φορά που θα δω ζάχαρη. Δεν ξέρω αν διαβάσατε το «Νέο Κόσμο» της περασμένης Δευτέρας. Ίσως προσέξατε και είναι και Χρονιάρες μέρες, πως έχει 10 κηδείες. Πικραμένες… γιορτές θα περάσουν μερικές, δικές μας, οικογένειες. Η κάθε μια θα ακούει τις θλιμμένες καμπάνες της Μεγάλης Εβδομάδος να ηχούν και θα πιστεύουν πως κτυπούν, με πόνο, και για τους δικούς ανθρώπους. Άκουγα και διάβαζα το σύνθημα «Μιλάμε Ελληνικά το Μάρτη». Δεν διεκδικώ πρωτιές και αποκλειστικότητες, αλλά επειδή τα γραπτά μένουν, μπορώ να αποδείξω πως για το συγκεκριμένο θέμα έγραφα πριν δύο χρόνια και παρακινούσα τον παππού και τη γιαγιά να μιλούν ελληνικά στα εγγόνια τους και τους ελληνομαθείς γονείς, στα παιδιά τους. Ένα καινούργιο σύνθημα θέλω να προτείνω σήμερα και να ισχύσει για τα νέα παιδιά: «Μην αφήνετε τους γέρους γονείς σας μόνους». Η Σοφία, σύζυγος καλού μου φίλου, που πέθανε πριν 2 χρόνια, δεν άντεξε το θάνατο του αγαπημένου της Σάκη. Σε ένα χρόνο αρρώστησε και τα παιδιά της την πήγαν σε πολυτελές Γηριατρείο. Πήγαιναν και την έβλεπαν κάπου-κάπου τα παιδιά και σπάνια τα εγγόνια.
Πέρυσι τις χρονιάρες μέρες του Πάσχα τα περίμενε και ήταν σίγουρη πως παιδιά κι εγγόνια θα μαζευτούν στον όμορφο κήπο του Γηριατρείου. Ήταν η πρώτη χρονιά που ήταν μακριά απ’ το σπίτι της και της έλειπε πολύ η βοή των παιδιών, τα γέλια και οι φωνές των μεγάλων. Είδε τους δύο της γιους, τα καμάρια της, να έρχονται το Μεγάλο Σάββατο, φορτωμένοι. Χάρηκε. «Μάνα ήρθαμε σήμερα που είναι παραμονή και σου φέραμε κουλούρια, τσουρέκια, αυγά και λουλούδια. Να δώσεις σ’ όλους εδώ μέσα αύριο, για να μάθουν πως εορτάζουμε εμείς οι Έλληνες το Πάσχα. Αύριο που είναι ανήμερα θα πάμε, όλοι μαζί, στου θείου του Βασίλη, μας περιμένει, θα σουβλίσει αρνί. Είπαμε να σε πάρουμε και σένα αλλά θα ταλαιπωρηθείς. Θα κουραστείς πολύ. Θα ξανάρθουμε τη Δευτέρα και θα φέρουμε κι ένα μεζέ αρνάκι»
Σύμπτωση; Τυχαίο; Γραμμένο; Δεν ξέρω. Η Σοφία «έφυγε» από τον περίεργο κόσμο που ζούμε το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα. Κι ήταν χρονιάρα μέρα.
Καλό Πάσχα.