ΣΕ δύο πράγματα καταφεύγουν οι άνθρωποι τις δύσκολες ώρες για παρηγοριά: στο Θεό και στα παιδικά τους χρόνια.
ΣΤΟΝ Θεό, γιατί -όπως είπε και ο Τζον Λένον-, είναι μια έννοια με την οποία μπορούμε να μετρήσουμε τον πόνο μας και στα παιδικά μας χρόνια για να ανακαλέσουμε την ευτυχία…
ΛΟΓΩ των ημερών, λοιπόν, λέω να ασχοληθώ σήμερα με ένα θέμα, το οποίο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο να ταυτιστούν μέσα μου οι πιο πάνω έννοιες.
ΣΤΙΣ πασχαλινές, παιδικές μου αναμνήσεις (είπα) να σας ξεναγήσω…
ΔΥΟ κουβέντες να γράψω για τα χρόνια εκείνα που μας σημάδεψαν και έμελλε να γίνουν η πυξίδα μας…
ΤΑ παιδικά μας χρόνια με τις αυθεντικές (και ανεξίτηλες) εγγραφές στη μνήμη μας, λειτούργησαν (μεταφορικά) όπως το άστρο που οδήγησε τους τρεις μάγους στη Βηθλεέμ.
ΑΠ’ ΟΠΟΙΑ φιλοσοφική σχολή και αν προερχόμαστε, το ερώτημα του θεού θα παραμένει αναπάντητο και οι παιδικές μας αναμνήσεις το απόρθητο καταφύγιο.
ΑΣΧΕΤΑ αν πιστεύει ή όχι κάποιος στον Θεό, δεν θα μπορέσει ποτέ να ξεπεράσει τις πρώτες του εντυπώσεις από τη «συνάντησή του» με το Θείο.
ΟΠΩΣ, βέβαια, δεν πρόκειται ποτέ να ξεπεράσει τη σαγήνη και την ακαταμάχητη έλξη των παιδικών του αναμνήσεων.
ΣΤΟ ερώτημα, γιατί ο λαός του Ισραήλ λάτρευε όλο και περισσότερο το Θεό, όσο ο θεός περισσότερο τον παίδευε…
Ο Σίγκμουντ Φρόιντ -ο άνθρωπος που εμβάθυνε στον ανθρώπινο ψυχισμό όσο κανένας άλλος-, είχε πει: «είναι ένα ερώτημα που θα πρέπει να αφήσουμε αναπάντητο».
ΣΥΝΕΠΩΣ, πριν αφήσω και εγώ το κλασικό ερώτημα εντελώς αναπάντητο (για να επιστρέψω στις παιδικές μου αναμνήσεις) θα δανειστώ την απάντηση που έδωσε ο Αριστοτέλης (ο δικός μας) που ταιριάζει και περισσότερο στην περίπτωσή μου.
ΝΑ, όμως, πώς απάντησε ο πατέρας της Φιλοσοφίας: «Είναι μια αρχαία παράδοση, που παντού έχει μεταφερθεί από τους πατέρες στα παιδιά, ότι όλα πηγάζουν από το Θεό και όλα έγιναν από αυτόν».
ΑΝ λάβουμε υπόψη μας ότι ο Αριστοτέλης απάντησε με τον πιο πάνω τρόπο στην ερώτηση πριν 2.370 χρόνια, αυτό σημαίνει ότι το ερώτημα βασάνιζε τους ανθρώπους από την πρώτη μέρα που συνειδητοποίησαν την ύπαρξή τους.
ΔΗΛΑΔΗ, ενδεχομένως, εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια πριν εμφανισθεί στη Γη η θρησκεία στην οποία πιστεύουμε σήμερα.
ΚΑΙ αν, όντως, έτσι έχουν τα πράγματα (αφού αλλιώς δεν μπορεί να έχουν) είχε δίκιο ο Σαλβαντόρ Νταλί, που συμπύκνωσε σουρεαλιστικά όλα τα πιο πάνω με τη φράση: «Δόξα το Θεό είμαι άθεος».
ΕΓΩ τότε, κάπου στη μέση της δεκαετίας του 1950 -αν και δεν γνώριζα τίποτα απ’ τα πιο πάνω-, άρχιζα να πιστεύω ό,τι μου έλεγαν…
ΚΑΙ αυτό που μου έλεγαν, συχνότερα απ’ οτιδήποτε άλλο, είναι να κάνω την προσευχή μου στον Θεούλη μας και να μην κάνω ζημιές γιατί τα βλέπει όλα και θα με τιμωρήσει…
ΣΕ μια εποχή, που το χωριό μου έμοιαζε με αυτό που ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές περιγράφει στο βιβλίο του «Εκατό χρόνια μοναξιάς», επειδή δεν ξέραμε και εμείς ακόμα τα ονόματα των πραγμάτων τα δείχναμε με το δάκτυλο.
ΓΙΑ μένα και τα παιδιά της ηλικίας μου τότε, ο Θεός ήταν ο… παππούλης που φιγουράριζε στον τρούλο της εκκλησίας του χωριού μου, ο Χριστός, ο νεαρός που κρεμόταν σε έναν σταυρό και ο διάβολος ένας μαύρος τυπάκος με ουρά και γιδίσιο κεφάλι που τον κρατούσε (για καλό και για κακό) από τα κέρατα ένας Άγιος…
ΑΥΤΑ, ουσιαστικά, αντιπροσώπευε για μένα τότε η ύπαρξη του Θεού και περισσότερα δεν χρειαζόμουν για να προετοιμαστώ για τη Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα.
ΚΑΙ, βέβαια, η όλη προετοιμασία ήταν αυτή που, συνθέτοντας το τελετουργικό πάνω στο οποίο στηνόταν το σκηνικό, έκλεβε την παράσταση…
ΘΥΜΑΜΑΙ ότι την πρώτη φορά που κατάλαβα ότι το Πάσχα είχε κάτι το ξεχωριστό και δεν είναι όπως οι άλλες γιορτές, ήταν όταν διαπίστωσα ότι άσπριζαν τα σκαλοπάτια και τους εξωτερικούς τοίχους, καθάριζαν τις αυλές των σπιτιών και άρχιζαν να μιλούν για το ποιο αρνάκι θα διαλέξουν για τη σούβλα…
ΤΗΝ εβδομάδα πριν τις σχολικές διακοπές, οι δάσκαλοι, αφού μας έβαζαν να καθαρίσουμε και να ασπρίσουμε τα σκαλοπάτια του σχολείου, στη συνέχεια μας έβγαζαν έξω και μαζεύαμε τις πέτρες από τους δρόμους απ’ όπου περνούσε κάθε χρόνο ο Επιτάφιος.
ΤΙΣ ίδιες μέρες μαζευόμαστε παρέες-παρέες και αρχίζαμε να αγοράζουμε… εκρηκτικές ύλες και να φτιάχνουμε βαρελότα. Το κάλιο το χρησιμοποιούσαμε μόνο για κρότο…
ΝΑ σημειώσω εδώ ότι, η λέξη τρομοκρατία δεν υπήρχε στο λεξιλόγιό μας και όποιος ήθελε αγόραζε ό,τι εκρηκτική ύλη γούσταρε και έφτιαχνε τη δική του μικρή… βόμβα.
ΜΑΛΙΣΤΑ, Ο ιερέας του χωριού, οι Επίτροποι της εκκλησίας και κανένας περαστικός χωροφύλακας (οι… Αρχές, δηλαδή), ήταν, κυρίως, οι στόχοι μας…
«ΟΛΑ τα λεφτά» ήταν, όταν κατάφερνε κάποιος να βάλει βαρελότο στην τσέπη του σακακιού του άκαρδου Επιτρόπου, που μας κυνηγούσε όταν παίζαμε ποδόσφαιρο στο προαύλιο της εκκλησίας ή, όταν κάποιος καμικάζι της παρέας πετύχαινε τον παπά όταν έψελνε το «δεύτε λάβετε φως…».
ΤΗΝ Μεγάλη Παρασκευή πηγαίναμε στην εκκλησία από το μεσημέρι, για να μη χάσουμε την ευκαιρία να δούμε τα κορίτσια, που μαζεύονταν για να στολίσουν τον Επιτάφιο και, βεβαίως, τον ακολουθούσαμε (για τον ίδιο λόγο) γύρω από το χωριό…
ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ, βέβαια, λόγο στο γιορτινό σκηνικό, έπαιζε η Άνοιξη, που τα λουλούδια της δεν στόλιζαν μόνο τον Επιτάφιο, τους αγρούς και το χωριό, αλλά άλλαζαν και τη διάθεση των ανθρώπων.
ΑΝ έχω συνδέσει, όμως, κάτι με το Πάσχα στο χωριό μου, δεν είναι τόσο η προετοιμασία, η κατανυκτική ατμόσφαιρα και η προσμονή της Ανάστασης, όσο οι ευωδιές της Άνοιξης…
ΘΥΜΑΜΑΙ ακόμα την μεθυστική παρέλαση αρωμάτων και χρωμάτων κατά τη διάρκεια της περιφοράς του επιταφίου μια Μεγάλη Παρασκευή.
ΤΗΝ χρονιά εκείνη γιορτάζαμε το Πάσχα σχετικά αργά. Αν δεν κάνω λάθος ήταν στις 6 Μαΐου, όταν δηλαδή η φύση βρισκόταν στην κορύφωσή της και η παρέλαση των μυρωδιών έδινε τα ρέστα της…
ΑΚΟΜΑ και οι… πέτρες μύριζαν αρώματα εκείνη τη μαγική βραδιά. Όλες μου οι αισθήσεις (και όχι μόνο η όσφρηση) δέχθηκαν έναν ανελέητο… ρεμβασμό.
ΜΙΑ παρόμοια αξέχαστη εμπειρία έζησα μετά από καμιά δεκαπενταριά χρόνια που υπηρετούσα στρατιώτης σε ένα χωριό κοντά στην Κόνιτσα.
ΟΙ πέντε από τους οκτώ στρατιώτες που υπηρετούσαμε στο Γράμμο (σε ένα φυλάκιο, κοντά στο χωριό Χιονιάδες) αποφασίσαμε να πάμε στην εκκλησία που η Ανάσταση θα γινόταν στις τέσσερις τα χαράματα.
ΚΑΙ αυτό γιατί ο ιερέας ήταν υποχρεωμένος να κάνει πρώτα Ανάσταση σε ένα άλλο χωριό και, στη συνέχεια, σε αυτό που είχαμε εμείς επιλέξει να πάμε.
ΕΠΕΙΔΗ για να φτάσουμε στην εκκλησία του συγκεκριμένου χωριού θα έπρεπε να περπατήσουμε τουλάχιστον ένα τρίωρο, ακολουθώντας ένα δύσβατο μονοπάτι ανάμεσα σε πυκνή βλάστηση, ξεκινήσαμε τα μεσάνυχτα.
ΑΝ κοντά στο δάσος, που μοσχοβολούσε σε βαθμό αισθησιακού παραληρήματος, προσθέσετε και την πανσέληνο, που φώτιζε το μονοπάτι, μπορείτε να καταλάβετε για τι βραδιά μιλάμε.
ΣΤΗ λειτουργία παραβρέθηκε σχεδόν ολόκληρο το χωριό, καμιά δεκαπενταριά άτομα όλα και όλα, και εμείς.
ΩΣ εκ τούτου, και επειδή αυτή ήταν η δεύτερη Ανάσταση του ίδιου ιερέα σε καμιά 45αριά λεπτά τελείωσε η λειτουργία και πήραμε τη… λεωφόρο της ευωδίας για να επιστρέψουμε στο φυλάκιο.
ΣΤΗΝ Αυστραλία η Ανάσταση είναι εντελώς διαφορετική. Και αυτό οφείλεται, κυρίως, στο γεγονός ότι, εκτός από την Ελλάδα, απουσιάζει και η Άνοιξη…
ΑΥΤΑ τα λίγα για σήμερα και Καλή Ανάσταση να έχουμε…