Ο Αρχιδικαστής και η Ρωξάνη

Όλα ξεκίνησαν από μία γυναίκα για τον ομογενή αρχιδικαστή της Ν. Αυστραλίας, Κρις Κουράκη, που σήμερα πρωτοστατεί στην ίση εκπροσώπηση των δύο φύλων στους δικαστικούς κύκλους

Τον γνώρισα πριν από ένα περίπου χρόνο. Η προαγωγή του στην θέση του Αρχιδικαστή της Ν. Αυστραλίας είχε προηγηθεί και, όπως αναμενόταν, τα ΜΜΕ ομογενειακά και ελληνικά, έστρεψαν τα φώτα τους πάνω του, για να ασχοληθούν με το εντυπωσιακό του επίτευγμα.

Σίγουρα, ήταν μεγάλη η τιμή για τον ομογενή νομικό Χριστόφορο Κουράκη. Μετά, όμως, από την ευφορία που ήταν αναμενόμενη για το νέο του αξίωμα, ερχόταν πολλή και σκληρή δουλειά. Μία δουλειά, που όπως ο ίδιος μου ομολόγησε πριν από λίγο καιρό, όταν δέχθηκε να παραχωρήσει στο «Νέο Κόσμο» αυτή τη συνέντευξη, «αλλάζει ακόμα και τον τρόπο που λειτουργείς στην καθημερινή σου ζωή».

Η σκληρή του δουλειά άρχισε τον τελευταίο καιρό να αποδίδει καρπούς. Ο ομογενής αρχιδικαστής έβαλε προχθές το «θεμέλιο λίθο» προκειμένου στο μέλλον ο αριθμός των γυναικών που ανεβαίνουν στην ανώτατη βαθμίδα του νομικού επαγγέλματος, τη θέση του δικαστή, να αυξηθεί. Είναι μία είδηση που, ίσως, πέρασε στα “ψιλά”, είναι όμως μία πολύ σημαντική εξέλιξη για το μέλλον των δικηγόρων θηλυκού γένους στην Πολιτεία του, όπως ο ίδιος -αλλά και οι στατιστικές- ομολογούν.

Η Δικαστική Διοικητική Αρχή (Courts Administrative Authority – CAA) της Πολιτείας, της οποίας ηγείται ο ομογενής αρχιδικαστής, κατάφερε να θεσπίσει ειδικές θέσεις βοηθών δικαστών στις οποίες θα προσλαμβάνονται αποκλειστικά γυναίκες με στόχο μετά τη θητεία τους εκεί, η ανέλιξή τους από το αξίωμα του νομικού συμβούλου (solicitor), στη θέση του ποινικολόγου (barrister) να είναι ευκολότερη. Η κίνηση αυτή εκ μέρους της Αρχής αποσκοπεί στο να βοηθήσει περισσότερες γυναίκες να διεκδικήσουν μακροπρόθεσμα τη θέση του δικαστή, θέσεις που σήμερα στην πλειοψηφία τους είναι καταλυμένες από άνδρες.

«Άνω του 50% των αποφοίτων είναι γυναίκες της Νομικής Σχολής, ενώ την ίδια στιγμή οι γυναίκες δικαστές δεν ξεπερνούν το 25% του συνολικού αριθμού των δικαστών. Και ενώ για χρόνια τώρα αυξάνεται ο αριθμός των γυναικών αποφοίτων, δεν είδαμε την ίδια αύξηση και στον αριθμό των γυναικών δικαστών, συνεπώς δεν νοείται πλέον να περιμένουμε, πρέπει να κάνουμε κάτι ώστε να διορθωθεί αυτό» είπε ο ομογενής αρχιδικαστής προχθές όταν η Επιτροπή Ίσως Ευκαιριών της Πολιτείας επικύρωσε τη νομιμότητα του μέτρου.

Οι θέσεις αυτές -συνολικά 14 στον αριθμό-, θα απασχολούν γυναίκες αποφοίτους της Νομικής Σχολής για χρονικό διάστημα 12 έως 18 μήνες και στη συνέχεια θα είναι διαθέσιμες για άλλες υποψήφιες. Το γεγονός ότι πίσω απ’ αυτή τη νέα θετική δράση στο χώρο των δικαστηρίων πρωτοστατεί ο ομογενής αρχιδικαστής, Χριστόφορος Κουράκης, δεν είναι τυχαίο.

Πίσω του κρύβεται μία πολύ γλυκιά ιστορία ή πιο εύστοχα η σχέση του με μία γυναίκα. Είναι η ιστορία του Χριστόφορου και της Ρωξάνης. Σε προσωπικό επίπεδο είναι η ιστορία μίας μάνας και ενός γιου, σε κοινωνικό, όμως, επίπεδο είναι η ιστορία μίας γυναίκας που κατάφερε μέσα από την ίδια της τη ζωή και χωρίς συνειδητή προσπάθεια, να μεγαλώσει έναν γιο με αυξημένο το αίσθημα της κοινωνικής δικαιοσύνης και ευθύνης απέναντι στην άνιση μεταχείριση των γυναικών, αλλά και κάθε ανθρώπου που αδικείται.

ΑΠΟ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΟ ΧΘΕΣ

«Ενδιαφέρουσα και προκλητική θα αποκαλούσα τη δουλειά μου», λέει, αρχίζοντας από το παρόν του και προσπαθώντας να δώσει μία γεύση του μεταρρυθμιστικού έργου που έχει αναλάβει μέσω του ρόλου του ως αρχιδικαστής της Πολιτείας. Καιρό τώρα προσπαθεί να αλλάξει το υπάρχον σύστημα ακρόασης υποθέσεων Αστικού Δικαίου με στόχο να απλοποιήσει την όλη διαδικασία μειώνοντας το φόρτο εργασίας των δικαστηρίων με παράλληλο στόχο και τη μείωση του κόστους αυτών των υποθέσεων σε ενάγοντες και εναγόμενους.

Το θέμα ότι μπορεί να ανοίγει μέτωπο με τους δικηγόρους της Πολιτείας δεν φαίνεται να τον πτοεί…

«Η άποψή μου είναι ότι το δικαστήριο, όπως και το νοσοκομείο, πρέπει να είναι η τελευταία λύση. Θέλω να δω τους δικηγόρους να αναλαμβάνουν την επαγγελματική ευθύνη που έχουν απέναντι στους πελάτες τους και να προσπαθούν να λύσουν τη διένεξη κατά τον καλύτερο τρόπο για τους πελάτες τους και αν, τελικά, χρειάζεται, η υπόθεση να ακουστεί από το δικαστήριο, τότε οι δικηγόροι είναι αρμόδιοι να απλοποιήσουν το θέμα έτσι ώστε να μη χάνεται πολύτιμος χρόνος εντός του δικαστηρίου. Και ο χρόνος είναι πολύτιμος για όλους, οπότε νομίζω ότι η πλειοψηφία των δικηγόρων θέλουν αυτές τις μεταρρυθμίσεις. Και, σίγουρα, δεν με χειροκροτούν γι’ αυτές. Πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούμε και αυτό σίγουρα είναι δύσκολο, χρονοβόρο ταλαιπωρεί πολλούς» αναφέρει.Και ενώ μιλά για τις προκλήσεις του σήμερα όσον αφορά το ρόλο του με ταχύτητα φωτός αρχίζει το ταξίδι του στο παρελθόν.

Η κ. ΡΩΞΑΝΗ ΚΑΙ Ο ΑΡΧΙΔΙΚΑΣΤΗΣ

«Η κοινωνική δικαιοσύνη είναι η αρχή πάνω στην οποία βασίστηκε η απόφασή μου να ακολουθήσω το επάγγελμα του νομικού» αναφέρει, όταν τον ρωτάω τι καθόρισε και καθορίζει τις επιλογές του. «Αν ακολουθούσα ένα επάγγελμα ανάλογο των ακαδημαϊκών μου δυνατοτήτων αυτό δεν θα ήταν του δικηγόρου. Ήμουν πολύ καλός στα Φυσικομαθηματικά και αυτό θα σπούδαζα. Η μητέρα μου όμως τα άλλαξε όλα…».

Η κ. Ρωξάνη από την Ικαρία μετανάστευσε στην Αυστραλία το 1938. Ήταν επί εποχής Μεταξά και η οικογένειά της είχε δύο επιλογές… Είτε να οδηγηθεί στις φυλακές λόγω των αριστερών της πεποιθήσεων είτε στην Αυστραλία με ειδική βίζα, πάνω στην οποία αναγραφόταν ότι δεν είχε ποτέ πάλι το δικαίωμα να επιστρέψει στην Ελλάδα.

«Η μητέρα μου ήταν αυτή που με δίδαξε τι σημαίνει κοινωνική δικαιοσύνη. Γράφτηκε στο Εργατικό κόμμα, ίδρυσε στο Port Lincoln τον πρώτο ελληνικό οργανισμό. Την θυμάμαι να τρέχει σε ιδρύματα, να διοργανώνει φιλανθρωπικές εκδηλώσεις, να μάχεται για τα δικαιώματα των εργαζομένων, να πρωτοστατεί σε αγώνες. Το 1970 χάσαμε τον πατέρα μου».

Τότε η κ. Ρωξάνη, μητέρα 10 συνολικά παιδιών, απέμεινε μόνη να μεγαλώσει τα τέσσερα εξ αυτών. «Τα άλλα μου αδέρφια είχαν φύγει από το σπίτι, ήταν ενήλικες πλέον» λέει.

Την θυμάται να τρέχει στο εργοστάσιο, να τρέχει στο αγρόκτημα, να τρέχει για να μορφώσει τα παιδιά της.

«Το στόχο μου τον πέτυχα από τότε που ήρθα στην Αυστραλία. Απέκτησα οικογένεια και μόρφωσα τα παιδιά μου. Για το καλό της κοινωνίας. Για να βοηθήσουν τον κόσμο» εξομολογήθηκε η ίδια κατά τη διάρκεια της προφορικής της κατάθεσης τον Φλεβάρη του 1984 στη Συλλογή Προφορικών Ιστοριών J. D. Somerville, που φυλάσσεται στην Πολιτειακή Βιβλιοθήκη Νότιας Αυστραλίας. Μιλούσε για τα επιτεύγματά της και ανάμεσα σ’ αυτά ανέφερε και τα παράπονά της…

«Οι Αυστραλοί είναι αδιάφοροι, δεν νοιάζονται για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη» προσθέτει η κ. Ρωξάνη προς το τέλος της προφορικής της κατάθεσης. Και δεν είναι μόνο αυτή η πρότασή της που δείχνει το ποιόν της, αλλά και το πώς αυτή η μάνα έβαλε τα θεμέλια της προσωπικότητας του σημερινού αρχιδικαστή. Σε κάποιο άλλο σημείο της κατάθεσής της μιλά για την εποχή που έχασε τον άνδρα της…

«Πέθανε από καρκίνο το 1970. Πολύ δύσκολα χρόνια. Το 1972 έπιασα δουλειά σε ένα εργοστάσιο συσκευασίας ψαριών στο Port Lincoln. Καθώς αυξανόταν ο αριθμός των Ελλήνων μεταναστών άρχισα να τους βοηθώ. Πήρα τη θέση του άνδρα μου στον Ελληνικό Σύλλογο και εκλέχθηκα πρόεδρος ακόμα και αν αυτό ήταν πολύ δύσκολο για μία γυναίκα εκείνη την εποχή. Οι άνδρες έκαναν κουμάντο τότε».

«Ήταν γυναίκα-μαχήτρια. Παρά το γεγονός ότι έμεινε χήρα και με πολλές υποχρεώσεις, κατάφερε με τη σκληρή της δουλειά να μας πάει στην Ελλάδα το 1972. Τότε πήγα για πρώτη φορά στη χώρα που γεννήθηκαν οι γονείς μου. Ήταν υπό το χουντικό καθεστώς και η εμπειρία αυτή ήταν μοναδική» λέει ο γιος της κ. Ρωξάνης σήμερα για την γυναίκα, τις εμπειρίες και τα μαθήματα που του έδωσε.Και η δράση, η προσωπικότητα, η ζωή της κ. Ρωξάνης, έστω και ασυνείδητα συνέχισε να σμιλεύει το χαρακτήρα του αρχιδικαστή.

«Όταν τελείωσα το πανεπιστήμιο και βγήκα στον εργασιακό στίβο, ήθελα να ασχοληθώ με υποθέσεις που διόρθωναν τις αδικίες που γίνονταν σε αδύναμους ανθρώπους, σε εργάτες. Η μητέρα μου είχε πριν λίγο καιρό διεκδικήσει μία αποζημίωση από το εργοστάσιο που δούλευε επειδή χτύπησε πηγαίνοντας εκεί. Αυτό με σημάδεψε, το έζησα. Γι’ αυτό οι υποθέσεις με τις οποίες ασχολήθηκα όταν άρχισα την καριέρα μου ήταν υποθέσεις διεκδίκησης αποζημιώσεων» λέει ο σημερινός αρχιδικαστής.

«Οι περισσότερες υποθέσεις ήταν τέτοιου είδους. Ήταν υποθέσεις που είχαν να κάνουν με το κοινό καλό» μου λέει και προσθέτει ότι με τον καιρό αγάπησε το επάγγελμα αυτό καθαυτό. Την απάντησή του στην καθιερωμένη ερώτηση για τις δυσκολίες που συνάντησε θα έπρεπε να την έχω μαντέψει αντιλαμβανόμενη την έκδηλη επιρροή της μάνας του στις αξίες του. Η γυναίκα-μαχήτρια μεγάλωσε έναν γιο-μαχητή…

«Είμαι εκ φύσεως αισιόδοξος άνθρωπος. Δεν αποδέχομαι τον όρο ‘αδιέξοδα’ στη ζωή. Αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχουν δυσκολίες και αντιμετώπισα πολλές σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο. Για παράδειγμα, όταν εκπροσωπούσα ιθαγενείς. Ήταν δύσκολα και πάλευα με σκέψεις και συναισθήματα. Είχα να κάνω με ανθρώπους μη προνομιούχους με ανθρώπους περιθωριοποιημένους, ανθρώπους αδικημένους από την κοινωνία. Μία υπόθεση αφορούσε έναν ιθαγενή που σκότωσε το παιδί της φιλενάδας του. Ήταν ένα ειδεχθές έγκλημα που συνέβη λόγω των απαίσιων συνθηκών της ζωής του» λέει και για άλλη μία φορά η «σφραγίδα» της κ. Ρωξάνης χρωματίζει τη φωνή του αρχιδικαστή.

ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΤΗΣ κ. ΡΩΞΑΝΗΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ ΤΟΥ ΑΡΧΙΔΙΚΑΣΤΗ

Αν η κ. Ρωξάνη ζούσε σήμερα και άκουγε τα λόγια του γιόκα της όσον αφορά αυτήν την αξία της κοινωνικής δικαιοσύνης, θα δάκρυζε με ανάμεικτα συναισθήματα. Από χαρά και περηφάνια σίγουρα γιατί θα ένιωθε ότι οι στόχοι της ζωής της, το να «μορφώσει τα παιδιά της» όπως είχε η ίδια πει, επιτεύχθηκαν. Θα υπήρχε όμως και μία δόση πικρίας στα δάκρυά της, πικρίας που έστω και αν αυτή δεν είναι κοντά μας να εκφράσει, θα την εκφράσει ο Χριστόφορός της.

Ο γιος της που από μικρό παιδί ακολούθησε τα βήματά της, έγινε μέλος του Εργατικού Κόμματος, ονειρεύτηκε έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο ως φοιτητής στην οργάνωση Φωνή της Ανεξαρτησίας, λέει γι’ αυτήν την αξία που τον έθρεψε πνευματικά και συνεχίζει να αποτελεί την πυξίδα των αποφάσεων και των δράσεων του αρχιδικαστή…: «Εκείνο που με λυπεί σήμερα είναι ότι χρόνο με το χρόνο η μία αλλαγή με την άλλη άλλαξαν και τις αξίες του κοινωνικού συνόλου. Διαπιστώνω και απογοητεύομαι, βλέποντας μία κοινωνία που το συλλογικό καλό και οι αγώνες γι’ αυτό έχουν εκλείψει πλέον και αυτό που βασιλεύει είναι το πνεύμα του ατομικισμού. Καταλαβαίνω πνευματικά ότι τόσο η μία ιδέα όσο και η άλλη είναι ακραίες και πρέπει να υπάρχει ισορροπία μεταξύ τους, αλλά δυστυχώς η ζυγαριά τα τελευταία χρόνια κλίνει προς τον ατομικισμό. Λυπάμαι και απελπίζομαι γι’ αυτό. Εγώ κατάφερα να μορφωθώ χάρη στην πολιτική του Gough Whitlam. Αν δεν ίσχυε τότε η δωρεάν παιδεία εγώ ίσως να μην είχα τις ευκαιρίες που είχα, να μην ήμουν εδώ που είμαι. Δεν ξέρω. Εκείνο που ξέρω και διαπιστώνω με μεγάλη λύπη σήμερα είναι ότι στρατιές νέων ανθρώπων δεν έχουν τις ίδιες ευκαιρίες, βαλτώνουν στην ανεργία και η κοινωνία μας τους βάζει σε ένα φαύλο κύκλο από τον οποίο είναι αδύνατο να βγουν. Και αυτό δεν είναι λυπηρό μόνο για τους ίδιους. Είναι λυπηρό για όλους μας, είναι λυπηρό για το κοινωνικό σύνολο γιατί τελικά ως κοινωνία στερούμαστε της δημιουργικότητάς και της προσφοράς τους» λέει ο αρχιδικαστής. Διάχυτη η απογοήτευση στη φωνή του. Ως γιος-μαχητής, ο κ. Κουράκης συνεχίζει τον αγώνα του για κοινωνική δικαιοσύνη και όσο και αν επιμένει ότι η Νομική τον άλλαξε ως άνθρωπο, τον έκανε λίγο πιο απόμακρο από τις κοινωνικές του υποχρεώσεις, εκείνο που, τελικά, οι πράξεις του αποδεικνύουν είναι ότι η… «αλλαγή» του είναι μάλλον επιφανειακή εκείνος παραμένει πιστός υπηρέτης αυτής της αξίας που η κ. Ρωξάνη του εμφύσησε πολλά χρόνια πριν, αυτήν της κοινωνικής δικαιοσύνης.