Στους απόδημους Έλληνες, που αντιτάχθηκαν στη χουντική δικτατορία, και, μάλιστα, δυναμικά και από την πρώτη στιγμή, συμπεριλαμβάνονταν και οι Έλληνες της Αυστραλίας. Η είδηση για το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου έφτασε από τα ξένα πρακτορεία και αργά την ίδια μέρα από τον ντόπιο απογευματινό Τύπο με πηχυαίους πρωτοσέλιδους τίτλους: «Greek Army seizes power» («O Ελληνικός Στρατός πήρε την εξουσία»).
Τα μαντάτα έπεσαν σαν κεραυνός στην ελληνική παροικία. Οι νεομετανάστες, που έφταναν εκείνο τον καιρό μαζικά από την Ελλάδα, έφερναν, βέβαια, μαζί τους το κλίμα που επικρατούσε στη χώρα και ζούσαν με την αγωνία των εξελίξεων. Το ίδιο, άλλωστε, έκανε και ο παροικιακός Τύπος και κυρίως ο «Νέος Κόσμος».
Όπως στην Ελλάδα λοιπόν, έτσι και σε τούτη τη μακρινή χώρα, οι Έλληνες αγωνιούσαν για την κατάσταση στη γενέτειρα, αλλά τη στρατιωτική δικτατορία δεν την περίμεναν.
Σάββατο 22/4, ο δισεβδομαδιαίος «Νέος Κόσμος» κυκλοφορεί έκτακτο παράρτημα, με την είδηση για «στυγνή δικτατορία στην Ελλάδα» και ό,τι πληροφορίες μπόρεσε να συγκεντρώσει για τις εξελίξεις και ιδιαίτερα τις συλλήψεις και την τύχη των πολιτικών ηγετών. Ταυτόχρονα, παρότρυνε πρωτοσέλιδα τον πρεσβευτή και τους προξένους της Ελλάδας να παραιτηθούν σε ένδειξη αφοσίωσης στις αρχές της δημοκρατίας και αλληλεγγύης στον υπόδουλο λαό.
Στο φύλλο του της Δευτέρας, η πρώτη σελίδα καλύπτεται με το τίτλο «8.500 ΠΟΛΙΤΕΣ ΣΤΑ ΜΠΟΥΝΤΡΟΥΜΙΑ» και τις τελευταίες ειδήσεις, που βεβαίως σπάνιζαν λόγω της λογοκρισίας, ενώ παράλληλα καλούσε την παροικία «να συμπαρασταθεί με κάθε τρόπο στα αγωνιζόμενα αδέλφια μας» και να μετάσχει μαζικά στις πρώτες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, που θα γίνονταν την ίδια μέρα στη Μελβούρνη, το Σίδνεϊ και την Αδελαΐδα.
Από εκείνη τη στιγμή και σε όλη τη διάρκεια της δικτατορίας, και κυρίως στις κρίσιμες στιγμές, οι Έλληνες της Αυστραλίας δεν έπαψαν να κινητοποιούνται κατά του προδοτικού καθεστώτος και να προσφέρουν ό,τι υπηρεσίες μπορούσαν.
Η παροικία βρισκόταν, τότε, σε φάση ανάπτυξης, με την άφιξη χιλιάδων νεοφερμένων κάθε χρόνο. Νέα παιδιά οι περισσότεροι, από το «περίσσευμα» της ελληνικής επαρχίας, πάσχιζαν να σταθούν στα πόδια τους και να βοηθήσουν κι αυτούς που άφηναν πίσω τους. Οι δέκα-δώδεκα χιλιάδες Έλληνες, που ήταν εδώ προπολεμικά, πολλαπλασιάζονταν γρήγορα, ώσπου έφτασαν τις 250.000, που ήρθαν συνολικά από το 1947 και έπειτα.
Η κυβέρνηση της Καμπέρας αντιμετώπισε υποκριτικά το πραξικόπημα, ότι δήθεν ήταν «εσωτερική» υπόθεση των Ελλήνων, θέση βεβαίως που ευνοούσε τους δικτάτορες. Τα αυστραλιανά μέσα ενημέρωσης πάντως, ακόμα και τα πιο συντηρητικά, βρήκαν διάφορους τρόπους να καυτηριάσουν και να καταδικάσουν το στραγγαλισμό της δημοκρατίας και αυτό συνεχίστηκε καθ’ όλη την επταετία, γεγονός που ενθάρρυνε και βοήθησε την ανάπτυξη του αντιδικτατορικού κινήματος, καθώς και τη συμμετοχή σ’ αυτό δημοκρατικών Αυστραλών, συνδικαλιστών, πολιτικών, διανοουμένων, φοιτητών και άλλων.
Το κίνημα αυτό, με σύνθημα «Όλοι στο πλευρό του Λαού μας», ξεκίνησε όπως είπαμε, από τις πρώτες ώρες της δικτατορίας και στα τρία μεγάλα κέντρα του Ελληνισμού: Μελβούρνη, Σίδνεϊ, Αδελαΐδα. Μετά τις πρώτες «αυθόρμητες» εκδηλώσεις, όπως συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις, δημοσιεύσεις, αποκλεισμούς προξενείων κ.λπ, ακολούθησε η οργάνωση των αναγκαίων φορέων και ο προγραμματισμός δράσεων.
Και στις τρεις πόλεις ιδρύθηκαν επιτροπές, με το ίδιο όνομα: Επιτροπή Αποκατάστασης της Δημοκρατίας στην Ελλάδα (ΕΑΔΕ) και στα Αγγλικά Committee for the Restoration of Democracy in Greece), που γρήγορα έγιναν γνωστές παναυστραλιανά και στις γραμμές τους συγκέντρωσαν κατά τα διαστήματα πολλούς από τους πιο ζωντανούς και δραστήριους ανθρώπους των παροικιών μας.
Τα βασικά στελέχη των επιτροπών προέρχονταν κατά κανόνα από την Αριστερά, χωρίς να λείπουν όμως οι Κεντρώοι και άλλοι. Κι αυτό δεν ήταν τυχαίο. Πριν ακόμα από τον πόλεμο, η μοναδική οργανωμένη πολιτική δύναμη μέσα στις παροικίες μας ήταν η Αριστερά. Οι προοδευτικοί Έλληνες μετανάστες είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους στην αυστραλιανή σκηνή από τη δεκαετία του ’30, αλλά πλήθυναν και άρχισαν να οργανώνονται με το ξέσπασμα του πολέμου. Οι πιο θαρραλέοι και δραστήριοι γράφονταν από ενωρίς μέλη στο μικρό, αλλά υπαρκτό και φιλομεταναστευτικό Κομουνιστικό Κόμμα Αυστραλίας (ΚΚΑ). Αυτή η «τακτική» (της ένταξης στο ΚΚΑ) συνεχίστηκε και τα χρόνια της μαζικής μετανάστευσης, με αποτέλεσμα, κυρίως μετά τη δολοφονία Λαμπράκη, οι ελληνικοί πυρήνες του ΚΚΑ να αριθμούν εκατοντάδες μέλη και ενεργούς υποστηρικτές. Αναμφισβήτητα, η ελληνική δύναμη του ΚΚΑ ήταν η μεγαλύτερη απ’ όλες τις μειονότητες, ακόμα και από την ιταλική, που ως παροικία ήταν διπλάσια της ελληνικής. Εντός της παροικίας, οι ελληνικοί «πυρήνες» του ΚΚΑ ήταν η μόνη οργανωμένη πολιτική δύναμη και είχαν τόση επιρροή που δεν δυσκολεύονταν να περνούν τη «γραμμή» τους για οτιδήποτε αποφάσιζαν, αν και σ’ αυτό ήταν πάντα προσεχτικοί, δούλευαν ενωτικά, συμβάδιζαν με την παροικία και με τη βοήθεια των συντρόφων τους Αυστραλών απέφευγαν τους εξτρεμισμούς.
*Πέντε μέρες μετά το πραξικόπημα, και ύστερα από διαβήματα των ΕΑΔΕ, η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Αυστραλίας (ACTU) απευθυνόταν στο Διεθνές Γραφείο Εργασίας, τον ΟΗΕ και το Συμβούλιο της Ευρώπης, ζητώντας την απελευθέρωση των συλληφθέντων στην Ελλάδα και την αποκατάσταση των ελευθεριών του ελληνικού λαού. Παρόμοια διαβήματα έκαναν, ταυτόχρονα, εργατικά κέντρα, δεκάδες κλαδικές οργανώσεις, με πρωτοπόρες αυτές των λιμενεργατών, ναυτεργατών, οικοδόμων, ανθρακωρύχων, και άλλες. Τον ίδιο καιρό, βουλευτές του Εργατικού Κόμματος (αντιπολίτευση) μιλούσαν σε συγκεντρώσεις, έκαναν δηλώσεις στον Τύπο και κατάγγελλαν με κάθε ευκαιρία τη δικτατορία.
*Στις 28 Μαΐου 1967, ημέρα που στην Ελλάδα ήταν να γίνουν οι εκλογές, σ’ όλες τις μεγάλες πόλεις έγιναν συγκεντρώσεις με Αυστραλούς και Έλληνες ομιλητές.
*Στις 6 Ιουνίου 1967, δέκα από τα μεγαλύτερα συνδικάτα της Μελβούρνης «καταλαμβάνουν» με μέλη τους το χουντικό προξενείο, με αποτέλεσμα ένα νέο κύμα δημοσιεύσεων στον αυστραλιανό Τύπο και τα άλλα μέσα ενημέρωσης.
*Τον Αύγουστο του 1967, συγκεντρώνονται παναυστραλιανά 50.000 υπογραφές για τη σωτηρία των «ομήρων» της Χούντας.
*Στις 7 Σεπτεμβρίου 1967, το Συνέδριο της εργατικής συνομοσπονδίας ACTU παίρνει ομόφωνη απόφαση με την οποία εκφράζει την αλληλεγγύη του στον αγωνιζόμενο ελληνικό λαό.
*Τον Οκτώβριο 1967, ο πρόεδρος της ΕΑΔΕ Μελβούρνης, Βίκτωρας Νόλης, ταξιδεύει στην Ευρώπη για επαφές με αντίστοιχες επιτροπές και παράγοντες της αντίστασης.
*Τον Νοέμβριο του 1967, προσκαλείται στην Αυστραλία, από τη Ρώμη όπου ζούσε τότε, ο κεντρώος παράγοντας και συνεργάτης του Γ. Παπανδρέου, Ν. Νικολαΐδης, για να μιλήσει σε συγκεντρώσεις. Η κυβέρνηση της Καμπέρας αρνείται να του δώσει βίζα, με αποτέλεσμα να ξεσηκωθεί θύελλα διαμαρτυριών από Έλληνες και Αυστραλούς. Στις μέρες που ακολούθησαν -εκτός των άλλων αντιδράσεων, γράφτηκαν 12 κύρια άρθρα στις εγκυρότερες αυστραλιανές εφημερίδες, πολλά από τα οποία έκαναν λόγο πλέον και για την ποιότητα της δημοκρατίας στην Αυστραλία!
*Τον Μάρτιο του 1968, με πρωτοβουλία των ΕΑΔΕ «επιστρατεύεται» ο κορυφαίος Αυστραλός νομικός, Φρανκ Γκάλμπαλυ, και ταξιδεύει στην Ελλάδα, για μια επιτόπια εξέταση της κατάστασης. Η αποστολή του σημειώνει πλήρη επιτυχία, αφού κατάφερε να συναντηθεί με τους Μίκη Θεοδωράκη, Π. Κανελλόπουλο και άλλους, και επιστρέφοντας, με ομιλίες και συνεντεύξεις, κάνει ένα συστηματικό και ανελέητο ξεσκέπασμα του χουντικού καθεστώτος.
*Όμως, το ίδιο διάστημα, και παρά τις αντικειμενικές συνθήκες που ευνοούσαν την ανάπτυξη του, το αντιστασιακό κίνημα δέχθηκε βαρύ χτύπημα με τη διάσπαση του ΚΚΕ. Στους ελληνικούς πυρήνες έπεσε η διαίρεση και άρχισαν να παραλύουν τα πάντα. Αυτοί που τάχθηκαν με το ΚΚΕ, ιδιαίτερα στο Σίδνεϊ, έβαλαν από την πρώτη στιγμή στόχο την παραταξιακή τους επικράτηση και όλα τ’ άλλα ας γίνονταν στάχτη. Αυτή η γραμμή γενικεύτηκε με το χρόνο, με οδυνηρές συνέπειες για την άλλοτε μεγάλη και δυναμική ελληνοαυστραλιανή Αριστερά, και ακόμα πιο οδυνηρές για την ίδια την παροικία.
*Στη Μελβούρνη και εν μέρει στην Αδελαΐδα, που τα πιο γνωστά στελέχη τάχθηκαν με τη ανανέωση, οι ΕΑΔΕ συνέχισαν τη δράση τους πάνω στην κατά το δυνατόν πιο πλατιά ενότητα. Έτσι, όλο το 1968 και 1969, δόθηκε «η μάχη των διαβατηρίων». Συγκεντρώνονταν διαβατήρια από τους πρώην μετανάστες και στέλνονταν στην Ευρώπη, για τη χρησιμοποίησή τους από αντιστασιακούς που μπαινόβγαιναν στην Ελλάδα.
*Με την είσοδο του 1970 η πρωτοπόρα Ομοσπονδία Λιμενεργατών Αυστραλίας (WWF), με πολλούς Έλληνες μέλη, κήρυξε «μαύρα» τα ελληνικά καράβια που έφταναν στην Αυστραλία, σε ένδειξη αλληλεγγύης στον ελληνικό λαό. Αυτό σήμαινε ότι τα μέλη της αρνιόνταν να φορτώνουν και να ξεφορτώνουν αυτά τα πλοία (επιβατηγά και εμπορικά) ή και να τα βοηθούν στο πλεύρισμα με ρυμουλκά. Έτσι, τα επιβατηγά για παράδειγμα, όπως το «Πατρίς», «Ελληνίς» και άλλα, έμεναν στ’ ανοιχτά και οι επιβάτες αποβιβάζονταν με βάρκες, γεγονός που «άρεσε» στους τηλεοπτικούς σταθμούς και το είχαν συχνά πρώτη είδηση! Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο αντιδικτατορικός αγώνας έπαιρνε τσάμπα διαφήμιση, πράγμα που ούτε οι πλοιοκτήτες (Χανδρής κ.ά.,) ούτε οι ελληνικές προξενικές Αρχές μπόρεσαν να το σταματήσουν! Το μπλακ-αουτ, που διήρκεσε μήνες, κόστισε πανάκριβα στους εφοπλιστές και φυσικά έπληξε και τους δικτάτορες.
*Τον Μάιο του 1970 ήρθε στην Αυστραλία ο εκπρόσωπος του πατριωτικού Μετώπου (ΠΑΜ) Μεγάλης Βρετανίας, Μάρκος Δραγούμης, και πραγματοποίησε περιοδεία με συγκεντρώσεις σ’ όλη τη χώρα που, παρά το ανοιχτό σαμποτάζ των «Κολλιγιανικών», σημείωσαν τεράστια επιτυχία. Χαρακτηριστικό ήταν το γεγονός ότι, στη διάρκεια της περιοδείας αυτής, από εράνους και άλλες εκδηλώσεις συγκεντρώθηκαν για την αντίσταση περίπου 10.000 δολάρια, ποσό που ισοδυναμούσε τότε με την αξία μιας μονοκατοικίας.
*Σχεδόν ταυτόχρονα με τον Δραγούμη, και μάλλον σε αντιπερισπασμό, η «άλλη πλευρά» έφερε τον Αντώνη Αμπατιέλο.
*Τον Μάρτιο του 1972, και πάλι με πρωτοβουλία της «Μελβούρνης», ήρθε για συναυλίες σε όλη την Αυστραλία ο Μίκης Θεοδωράκης, με τη Μαρία Φαραντούρη και τον Πέτρο Πανδή.
*Η τελευταία και μεγάλη κινητοποίηση της παροικίας εναντίον της δικτατορίας έγινε τον Απρίλη του 1974, όταν την Αυστραλία επισκέφθηκε ο αρχηγός του ΠΑΚ, Ανδρέας Παπανδρέου. Η επίσκεψή του τυπικά έγινε με πρωτοβουλία των υποστηρικτών του, αλλά οργανωτικά και πρακτικά στηρίχθηκε στις ΕΑΔΕ, που ανέλαβαν όλο το βάρος της περιοδείας, με άριστα αποτελέσματα.
Τα παραπάνω δεν αποτελούν παρά μια γενική αναφορά στα γεγονότα του 1967-1974 και στον τρόπο που αντέδρασαν στη δικτατορία οι Έλληνες της Αυστραλίας. Έστω και τόσο μακριά από τη γενέτειρά τους και ξεχασμένοι από όλους, αντέταξαν με τόλμη και το δικό τους «όχι» στο χουντικό καθεστώς και εκδήλωσαν με όση αποφασιστικότητα μπορούσαν την αλληλεγγύη τους στα αδέλφια του και την πατρίδα τους. Όπως έκαναν και κάνουν πάντα οι απόδημοι.
*Με την ευκαιρία της θλιβερής επετείου, ο «Νέος Κόσμος», που πρωτοστάτησε στον αγώνα κατά της δικτατορίας των συνταγματαρχών επέλεξε να (ξανα)αναδημοσιεύσει το ανωτέρω κείμενο του Χρήστου Μουρίκη, ως ένα μνημόσυνο και στον ίδιο.
Ο Χρήστος, που έφυγε το 2010, υπήρξε συνιδιοκτήτης του «Νέου Κόσμου» (μαζί με τον Δημήτρη Γκόγκο και τον Νώντα Πεζάρο) και, από τους πλέον δυναμικούς δημοσιογράφους της παροικίας.