Ο Philip Ruddock, πρώην υπουργός Μετανάστευσης το διάστημα 1996-2003, εκτιμά ότι η πτώση της ζήτησης προσοντούχων εργατών και η μείωση εργατικών θέσεων, επιβάλλει τη μείωση του αριθμού των μεταναστών που ανήκουν στην κατηγορία επανασύνδεσης μελών οικογενειών.

«Ακούγεται ωραίο να μιλάμε για υψηλά επίπεδα μεταναστών αυτής της κατηγορίας, στην πραγματικότητα, όμως, μιλάμε για αύξηση του αριθμού των ατόμων σ’ αυτή τη χώρα που εξαρτώνται από τα κρατικά επιδόματα. Άποψή μου είναι ότι το όλο πρόγραμμα μετανάστευσης θα πρέπει να αναθεωρηθεί».

Ο ίδιος τόνισε σε ομιλία του ότι « αν για μια στιγμή κοιτάξεις την πραγματική εικόνα, εκείνο που διαπιστώνεις είναι ότι πολλοί χρησιμοποιούν το σχέδιο της επανασύνδεσης, για να φέρουν εδώ μετανάστες από την πίσω πόρτα. Αν, όμως, φέρνεις εδώ άτομα τα οποία δεν έχουν εργαστεί ποτέ στη ζωή τους, δεν έχουν προσφέρει τίποτε στην ουσία και εξαρτώνται από το κρατικό επίδομα, είναι φυσικό οι κάτοικοι αυτής της χώρας να διερωτώνται αν θα πρέπει να φέρνουμε εδώ άτομα τα οποία επιβαρύνουν το κρατικό ταμείο».

Με τον πρώην υπουργό Μετανάστευσης συμφωνεί και ο ομοσπονδιακός βουλευτής του Εργατικού Κόμματος, Kelvin Thomson, εκφράζοντας την άποψη ότι «οι επιπτώσεις σε πόλεις όπως η Μελβούρνη, το Σίδνεϊ και το Μπρίσμπαν, θα είναι ανησυχητικές: μείωση διαθεσιμότητας κατοικιών, υψηλότερες τιμές στην κτηματαγορά, κυκλοφοριακή συμφόρηση και έλλειψη ανοιχτών χώρων».

Να σημειωθεί, ότι ο κ. Ruddock επέρριψε την ευθύνη για την αύξηση του αριθμού των μεταναστών στις κυβερνήσεις των Εργατικών.

Κάνοντας δε μια προβολή στο μέλλον, δήλωσε ότι η εκτίμησή του είναι ότι τα επόμενα χρόνια θα φθάσει τις 80.000 μετανάστες το χρόνο. Δεν παρέλειψε, εντούτοις, να τονίσει, στην ομιλία του, ότι επί Εργατικών κυβερνήσεων είχε πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Το 2008 είχε φτάσει τις 300.000 και έκτοτε έμεινε στις 200.000 νεοφερμένων το χρόνο.