Δάσκαλε, βοήθεια! Μου έκοψαν τα πόδια…

Ο Οδυσσέας Μπαρμπέρογλου, διευθυντής της Σχολής Οδήγησης Zenith, μοιράζεται την πολύχρονη εμπειρία του

Ο Οδυσσέας Μπαρμπέρογλου, διευθυντής της Σχολής Οδήγησης Zenith, χαμογελά με ικανοποίηση στη συνάντησή μας, γιατί μόλις προ ολίγου γλίτωσε κάποιον “από του Χάρου τα δόντια”. Είχε χάσει την άδειά του και μετά από την τρίτη, κατά σειρά προσπάθεια, με δάσκαλο τον ίδιο, έδωσε εξετάσεις -στο τιμόνι- και πέρασε.

Ανήκε στην κατηγορία των ώριμων οδηγών που το Vic Roads, ζητά -όχι άνευ λόγου και αιτίας βέβαια- να δώσουν εκ νέου εξετάσεις στην οδήγηση, αν επιθυμούν να συνεχίσουν να κυκλοφορούν, όπως πριν.

“Δεν το δέχονται εύκολα” θα πει ο συμπαθής δάσκαλος που έχει -από το 1958 μέχρι σήμερα- διδάξει χιλιάδες. Δεν τους μετρά, αλλά είναι αδύνατον, λέει, να βγει έξω, έστω και λίγα βήματα, από την πόρτα του σπιτιού του, και να μην τον χαιρετήσει κάποιος πεζός ή οδηγός.

Τον πηγαίνω αναγκαστικά πίσω δεκαετίες, ζητώντας να μάθω τι γινόταν τότε, όταν οι νεομετανάστες έρχονταν κατά χιλιάδες στην Αυστραλία και αμέτρητοι, περίμεναν ουρά για να εξασφαλίσουν τα φώτα της γνώσης του. Όταν το Zenith Driving School, κάτω από το κτίριο της Κοινότητας, εκεί που χτυπούσε η καρδιά της ελληνικής Μελβούρνης, δίπλα στον “Ερμή”, βοηθούσε τους νέους να “βρουν τα πόδια τους” στη νέα πατρίδα. Στην ουσία να μάθουν να οδηγούν για να καταβροχθίσουν πιο εύκολα τις τεράστιες αποστάσεις που χρειάζονταν για να πάνε στη δουλειά τους.

“Οι περισσότεροι έπιαναν αμέσως δουλειά σε εργοστάσια, όπως το Tom Piper, το General Motors, και το να μπορούν να μετακινούνται με αυτοκίνητο ήταν μία από τις πρώτες, θα έλεγα, και βασικές τους ανάγκες. Ήταν η εποχή που νοίκιαζαν ένα δωμάτιο σε σπίτι όπου έμεναν συχνά τρεις και τέσσερις οικογένειες, ή ανύπανδροι που προσπαθούσαν να ορθοποδήσουν όσο πιο γρήγορα γίνεται για ν’ αγοράσουν τη δική τους στέγη”.

Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΚΟΜΜΑ

Χαμογελώντας, με πληροφορεί, ότι την εποχή εκείνη -πάνω από μισό σχεδόν αιώνα πίσω- το τιμόνι ήταν “απαγορευμένος καρπός” για τις γυναίκες.

“Πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι να εξοικειωθούν με την ιδέα, κυρίως οι άντρες. Ας μη μας διαφεύγει, ότι οι περισσότεροι ήλθαν από την ύπαιθρο, όπου ούτε καν υπήρχαν αυτοκίνητα. Περίεργο, αλλά το τιμόνι, συνδυαζόταν με το επίπεδο ηθικής της γυναίκας!

Το μεγάλο πρόσκομμα, βέβαια, για όσους φιλοδοξούσαν να πάρουν άδεια οδήγησης, ήταν η γνώση της Αγγλικής. Αναγκαζόμαστε λοιπόν να τους κάνουμε μάθημα Αγγλικών παράλληλα με τα μαθήματα οδήγησης, ώστε να μπορούν να απαντούν στις ερωτήσεις που ήταν μέρος του τεστ”.

Τα αυτοκίνητα που οδηγούσαν τότε, μου υπενθυμίζει,ήταν εξακύλινδρα Holden, Valiant, Falcon.

“Μικρά αυτοκίνητα δεν υπήρχαν τότε. Ήταν είδος… ανύπαρκτο!”

Το φλασμπάκ, βέβαια, που επιχειρούμε μαζί, θα φέρει στο προσκήνιο, ζωηρές, ολοζώντανες εικόνες, των νεοφερμένων στο ελληνικό κέντρο της Μελβούρνης, τη Lonsdale και Russell Sts με τα εστιατόρια του Σκαφτούρου, την μπυραρία του Νικάκη, το Continental Hotel, το παντοπωλείο του Πιτσιλίδη, το Odeon του Γιώργου Μπίτση, τα κτηματομεσιτικά γραφεία Pharos του Πίτερ Μόρρις και τόσα άλλα… ανύπαρκτα σήμερα.

“Υπήρχε δίψα για δουλειά, για πρόοδο και ακόμη ένα πνεύμα συναδελφοσύνης, για το λόγο ότι οι περισσότεροι αντιμετώπιζαν τα ίδια θέματα στη νέα γη, τις ίδιες προκλήσεις και είχαν, αν θέλεις, τους ίδιους στόχους που επικεντρώνονταν στο να αποκτήσουν το δικό τους σπίτι βασικά και ένα κεφάλαιο που θα τους επέτρεπε να κάνουν τη δική τους δουλειά. Εμείς, θέλοντας και μη, παρακολουθήσαμε αυτήν τους την πορεία και, με την ευκαιρία, θα ήθελα να πω ότι τρέφω μεγάλο θαυμασμό για την πρώτη γενιά που έβαλε τα θεμέλια και έδωσε τα εφόδια στη δεύτερη και τρίτη, σήμερα, ν’ ανέβουν ακόμη πιο ψηλά”.

ΣΤΑ ΘΡΑΝΙΑ ΞΑΝΑ

Επανερχόμενοι, στο δικό του χώρο, της οδήγησης, του ζητώ να μου δώσει τις βασικές διαφορές του χτες με το σήμερα. 

“Πιο δύσκολα από κάθε άποψη. Ο πληθυσμός της Μελβούρνης, όπως γνωρίζεις, έχει αυξηθεί κάθετα, επομένως περισσότερα αυτοκίνητα στο δρόμο, καινούργιοι κανονισμοί, περισσότερες απαιτήσεις από κάθε πλευρά. Το κυριότερο όμως ότι οι ώριμοι οδηγοί καλούνται συχνά να δώσουν εξετάσεις ξανά -το λεγόμενο retest- προκειμένου να συνεχίσουν να οδηγούν. Αυτό γίνεται συνήθως όταν εμπλακούν σε κάποιο τροχαίο που προκάλεσαν οι ίδιοι ή αν κάποιος αντιλήφθηκε ότι ο τρόπος που οδηγούν βάζει σε κίνδυνο, όχι μόνο τον ηλικιωμένο οδηγό, αλλά και το κοινό και – στην περίπτωση αυτή ειδοποιούν το VicRoads. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που τα ίδια τα παιδιά τους ειδοποιούν τις Αρχές, όταν αντιληφθούν ότι ο πατέρας τους, για παράδειγμα, οδηγεί με τρόπο που προκαλεί ανησυχία”.

Τι ακριβώς γίνεται τότε; 

“Παίρνουν μαθήματα, πρώτα-πρώτα προκειμένου να έλθουν σ’ επαφή με τους νέους κανονισμούς. Ένας ώριμος οδηγός μπορεί να οδηγεί για πολλά χρόνια αν η όραση και η ακοή του λειτουργούν ικανοποιητικά, είναι σωματικά και διανοητικά υγιής. Επίσης, να οδηγεί μέσα στα όρια της ταχύτητας. Είναι γεγονός ότι οι νέοι έχουν την τάση να αναπτύσσουν μεγαλύτερη ταχύτητα. Και οι ώριμοι οδηγοί όμως, όταν οδηγούν κατά 10 χλμ. κάτω από το όριο ταχύτητας είναι, επίσης, επικίνδυνο. Βέβαια, οι μεγάλοι δεν είναι εύκολο ν’ αλλάξουν τις (κακές) συνήθειες που έχουν αποκτήσει όλα αυτά τα χρόνια. Γι’ αυτό χρειάζονται μαθήματα ώστε να εκσυγχρονίσουν, αν μπορώ να το πω έτσι, τον τρόπο που οδηγούν”.

Σ’ ερώτηση τι κάνει έναν καλό οδηγό, απαντά: “Να προβλέπει και να έχει ετοιμότητα. Σήμερα δεν αρκεί να οδηγείς εσύ σωστά. Θα πρέπει να έχεις τα μάτια σου δεκατέσσερα, να παρακολουθείς τους άλλους οδηγούς και να προλαμβάνεις. Να είναι ο νους σου στο οδήγημα, να παρακολουθείς τι γίνεται, μπροστά, πίσω σου, δίπλα σου. Επίσης να μπορείς να κάνεις τους σωστούς ελιγμούς προκειμένου ν’ αποφύγεις τα λάθη των άλλων”.

Ο ίδιος θεωρείται από τους κορυφαίους δασκάλους οδήγησης. Αν και έχει παραδώσει το τιμόνι της σχολής στον γιο του Γιώργο, εξακολουθεί να δίνει μαθήματα -συχνά εκ δευτέρου- στους ομογενείς. 

Τι κάνει έναν καλό δάσκαλο, είναι μια ερώτηση που ίσως δεν περίμενε, καλείται όμως να απαντήσει: “Κατ’ αρχήν να είναι ήρεμος, να έχει υπομονή και πηγαίο ενδιαφέρον γι’ αυτό που κάνει. Ένας νευρικός δάσκαλος μεταδίδει τον εκνευρισμό του και στον μαθητευόμενο. Επίσης θα ήθελα να πω ότι θα πρέπει να είναι απόλυτα ειλικρινής στην κάθε περίπτωση που αντιμετωπίζει. Αν πέσει στην αντίληψή του, για παράδειγμα, ότι κάποιος κάνει σοβαρά λάθη και μετά τη νέα σειρά μαθημάτων, είναι καθήκον του να το πει στον ίδιο και στην οικογένειά του ότι δεν θα πρέπει να είναι πλέον στο τιμόνι.

Δεν είναι εύκολο. Βρίσκω ότι σε τέτοιες περιπτώσεις οι γυναίκες είναι πιο ψύχραιμες. Αντίθετα πολλοί άντρες, με το να παύσουν να οδηγούν, αισθάνονται ότι δέχονται πλήγμα στον ανδρισμό τους. Ότι μπαίνουν στο περιθώριο. Είχα συγκεκριμένα κάποιον 91 χρόνων που σε καμία περίπτωση δε μπορούσε να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα που έλεγε ότι δεν πρέπει πλέον να είναι στο τιμόνι.

“Θέλω να μπορώ να πηγαίνω τη γυναίκα μου στο γιατρό και στα ψώνια. Να μπορώ να πηγαίνω στο κλαμπ. Αλλιώς είμαι τελειωμένος”.

Άλλοι, που έρχονται να με βρουν η πρώτη τους κουβέντα είναι “Δάσκαλε βοήθεια! Μου έκοψαν τα πόδια”. Αυτό που εννοούν βέβαια είναι ότι πήραν επιστολή από το VicRoads που τους επιβάλλει να επανεξεταστούν”.

Ο ίδιος θα πει ότι δεν υπάρχει περιορισμός στο πόσες φορές κάποιος θα δώσει εξετάσεις για να πάρει την άδειά του πίσω. Τα τεστ βέβαια είναι αυστηρά, γι’ αυτό και ο δάσκαλος θα πρέπει να επιμένει σ’ όλες τις λεπτομέρειες των κανονισμών, ο δε εκπαιδευόμενος να υπακούει.