Μια γυναίκα μεγαλύτερη από αυτήν την ίδια τη ζωή

Η Άννα αποχαιρέτησε τη ζωή με την ίδια γενναιότητα που την έζησε

Όση ώρα μιλάμε, το δάκρυ τρεμοπαίζει στην άκρη των ματιών του και η φωνή του έχει όλες τις αποχρώσεις μιας ανείπωτης θλίψης, αλλά και χαράς που στην αρχή δυσκολεύομαι να ερμηνεύσω.

“Δεν μπορώ να πιστέψω ότι έφυγε, η φωνή της είναι ακόμη στ’ αυτιά μου. Είμαι, όμως, τόσο ευτυχής που τη γνώρισα!”

Οι πρώτες, κατατοπιστικές λέξεις του Ιάκωβου Φρονίστα, στη συνάντησή μας, με θέμα την Άννα Γεωργούση. Τον γίγαντα αυτόν δυναμισμού, ευγένειας και ανθρωπιάς, που μόλις πριν λίγες μέρες έφυγε από κοντά μας.

Με τον Ιάκωβο συνεργάστηκε πάνω από τρεις δεκαετίες στην “Φροντίδα”, μια συνεργασία που απέφερε εντυπωσιακούς καρπούς. Πριν του μιλήσω, γνωρίζω ήδη ποια είναι η Άννα Γεωργούση. 

Είχα την τύχη να δω την επιβλητική αυτή κυρία στην “Πρόνοια”, το πρώτο γηροκομείο της “Φροντίδας”, καλεσμένη από μια άλλη μεγάλη κυρία και σκληρή εργάτρια, την Άννα Μάθιους. Επέμενε ότι ‘πρέπει ναρθώ να γνωρίσω την άλλη Άννα’.

Μεγαλόσωμη, επιβλητική, μ’ ένα χαμόγελο γεμάτο ευγένεια να φωτίζει το πρόσωπό της, μου έδωσε την εντύπωση ότι με καλωσόριζε στο σπίτι της. Μια τέλεια, άψογη οικοδέσποινα, που σ’ έκανε κι’ εσένα να νιώθεις ότι πραγματικά βρίσκεσαι στο σπίτι σου.

Θα περνούσαν αρκετά χρόνια για να δω, μέσα από την καταπληκτική δράση της, ότι αυτό ίσως ήταν το μεγαλύτερο και πιο δυνατό εργαλείο που ήταν προικισμένη. Να κάνει όλους αυτούς τους ανθρώπους που, αναγκαστικά, έφευγαν από το σπίτι τους, για να ζήσουν το υπόλοιπο της ζωής τους εκεί, να νοιώθουν πραγματικά σαν να ήταν στο σπίτι τους. Τόση ήταν η αγάπη, η φροντίδα, η ζεστασιά που τους περιέβαλε η μεγάλη κυρία, Άννα Γεωργούση. 

 

ΕΝΕΠΝΕΕ

“Ήμουν 22 χρόνων όταν τη γνώρισα. Εκείνο που μού έκανε εντύπωση από την πρώτη μας συνάντηση, ήταν η ευγένεια και ο δυναμισμός της.

Έντονη, από την πρώτη στιγμή η αίσθηση ότι θα συνεργαζόμουν με μια πραγματική κυρία που είχε να προσφέρει πάρα πολλά. Με “βάφτισε” Τζάκομο, και η σχέση μας ήταν πάντα ένα μείγμα αλληλοσεβασμού, αλλά και βαθιάς αγάπης. Την ένοιωθα, σαν δικό μου άνθρωπο και πιστεύω το ίδιο ίσχυε και για κείνη.

Θαύμαζα την ειλικρίνεια και την εντιμότητά της, μεταξύ όλων των άλλων. Ήταν ένας άνθρωπος χαρισματικός που γνώριζε πώς να βγάζει ό,τι καλύτερο και ευγενέστερο είχε ο άλλος μέσα του.

Ενέπνεε με το παράδειγμά της. Αν και σε ηγετικές θέσεις του οργανισμού, για πάνω από τρεις δεκαετίες, με τον τρόπο της, έδειχνε ότι ήταν μια ακούραστη εργάτρια, ανεξάρτητα σε πιο επίπεδο λειτουργούσε κάθε φορά”.

Τον διακόπτω για να του ζητήσω να γίνει πιο επεξηγηματικός.

“Θυμάμαι, συγκεκριμένα, να γυρίζει στη “Φροντίδα” γύρω στο μεσημέρι, άψογα ντυμένη μ’ ένα πλατύ χαμόγελο ικανοποίησης στο πρόσωπό της. Είχε περάσει όλο το πρωί, σε συναντήσεις που είχε προγραμματίσει με διάφορους επιχειρηματίες, χορηγούς του οργανισμού, με πολύ, όπως με πληροφορούσε, εντυπωσιακά αποτελέσματα. Αμέσως μετά, με μια ζωτικότητα που πάντα με εντυπωσίαζε, άρχιζε να επισκέπτεται, έναν-έναν τους τρόφιμους. Είχε έναν ξέχωρο τρόπο να τους αγκαλιάζει με το βλέμμα της, ζεστό, έξυπνο, στοργικό και πάνω απ’ όλα μοναδικό. Το γεγονός εξάλλου ότι, ως ποδίατρος, περιποιόταν τα πόδια όλων των τροφίμων -πάνω από 100- αφιλοκερδώς, λέει πάρα πολλά για την ταπεινότητα του χαρακτήρα της, αλλά και για την ιδιαίτερη αγάπη που έτρεφε για τους ανθρώπους μας εκεί. Στην ουσία και το έχει πει πολλές φορές αυτό, τους ένιωθε ως συγγενείς της, μια αγάπη για την οποία οι ίδιοι ήταν φανερά ευγνώμονες και της την ανταπέδιδαν πλήρως. 

Τώρα, για να γυρίσουμε στο θέμα των χορηγιών, πιστεύω ότι όλα αυτά τα χρόνια, τρεις δεκαετίες και πλέον, που υπηρέτησε με αυταπάρνηση τον οργανισμό, είχε επιτύχει πάρα πολλά στον τομέα οικονομικής στήριξης του οργανισμού. Στην πραγματικότητα, πετύχαινε πάντα το στόχο της. 

Πίστευε τόσο βαθιά στο έργο που επιτελεί η “Φροντίδα”, ώστε όταν μιλούσε σε άτομα από τα οποία ζητούσε την οικονομική τους στήριξη, ήταν αδύνατο να αρνηθούν. Εξάλλου, ενέπνεε με το παράδειγμά της. Όλα αυτά τα χρόνια πρόσφερε τα πάντα αφιλοκερδώς και ήταν η πρώτη που έβαζε, σ’ όλες τις εκδηλώσεις του οργανισμού, πρώτη το χέρι στην τσέπη. Το ίδιο βέβαια απαιτούσε και από μας”.

ΑΚΟΥΡΑΣΤΗ

Χαμογελά με τρυφερότητα. Φανερό ότι κάποια ζωντανή εικόνα τον φέρνει κοντά της.

“Ήταν ακούραστη. Τη θυμάμαι, σ’ όλες τις εκδηλώσεις, αεικίνητη, μαζί με τις άλλες κυρίες, μέλη της Επιτροπής Βοηθείας (Auxiliary Committee) γύρω της, να φροντίζει και την πιο μικρή λεπτομέρεια, ώστε να είναι πάντα εξασφαλισμένη η επιτυχία. Στο τέλος, μέναμε οι δυο μας, να μετράμε τις εισπράξεις, να υπολογίζουμε τα έξοδα για να βγάλουμε το καθαρό κέρδος. Ποτέ δεν τη θυμάμαι να έχει δείξει έστω και το ελάχιστο σημείο κόπωσης. Αντίθετα, το χιούμορ της ποτέ δεν την εγκατέλειπε. Έδινε την εντύπωση ότι αυτό που έκανε, το απολάμβανε πραγματικά”.

Σε λίγο ο τόνος του θα γίνει κάπως πιο εξομολογητικός: “Ξέρεις, όλα αυτά τα χρόνια που τη ξέρω (σημειώνω τον ενεστώτα γιατί με συγκινεί), δεν θυμάμαι ποτέ να μου είπε κάτι αρνητικό. Αυτό, βέβαια, ήταν για κείνη τρόπος ζωής. Είχε αυτό το μοναδικό χάρισμα να βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο. Να φωτίζει τη θετική πλευρά των πραγμάτων. Να βρίσκει λύσεις εκεί που οι άλλοι έβλεπαν αδιέξοδα.

Γι’ αυτό και σ’ όλα αυτά τα παραγωγικά χρόνια της παρουσίας της στον οργανισμό, μπορούσε να προσελκύσει ικανά άτομα γύρω της και να τα εμπνεύσει να βγάλουν προς τα έξω τον καλύτερο εαυτό τους”.

Με 35 χρόνια δράσης ο ίδιος στον οργανισμό και 15 από αυτά στην προεδρία, είναι ίσως το άτομο που είχε την ευκαιρία -μαζί με την αείμνηστη Άννα Μάθιους- να ζήσει τη μεγάλη κυρία από κοντά και να είναι παρών σ’ όλες τις πολλαπλές πλευρές της δράσης της.

Θα σταματήσει σε ένα σημείο που, όπως δηλώνει, είχε μεγάλη επίδραση στην ομαλή πορεία του οργανισμού: “Ήταν συμφιλιωτική, χωρίς να δίνει την εντύπωση ότι είναι προστατευτική. Πιστεύω ότι είναι ένα χάρισμα που προϋποθέτει ψυχική ευγένεια, πνευματική καλλιέργεια και ευφυΐα, προσόντα που, όποιος είχε την τύχη να γνωρίσει την Άννα, διέκρινε σ’ αυτήν και θαύμαζε απεριόριστα”. 

ΜΙΑ … ΞΕΝΗ ΕΛΛΗΝΙΔΑ

“Δεν ήταν Ελληνίδα” με πληροφορεί. “Οι ρίζες της είναι στη Μάλτα και εξ ου το Τζιάκομο που με είχε βαφτίσει. Έζησε στην Αίγυπτο, όπου είναι και οι δικές μου ρίζες. Γι’ αυτό και τα “ταξίδια” πίσω στο χρόνο, που κάναμε μαζί, είχαν πάντα μια ιδιαίτερη χροιά. Μέχρι σήμερα όμως εκείνο που δυσκολεύομαι να καταλάβω -όχι τουλάχιστον στην πληρότητά του-, είναι πώς γίνεται μια ξένη να είναι τόσο πολύ Ελληνίδα. Να έχει λατρέψει τον ελληνικό πολιτισμό, να έχει κάνει την κουλτούρα μας δική της και όχι μόνο να μιλά την ελληνική άπταιστα, αλλά να επιμένει να ζωντανεύει την κουλτούρα μας σε κάθε ευκαιρία. Είχε διασυνδέσεις με Έλληνες μουσικούς, με χορευτικά συγκροτήματα, που καλούσε στο ίδρυμα για να ψυχαγωγήσουν τους ανθρώπους μας. Στις μεγάλες γιορτές του χριστιανισμού, όπως τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, διοργάνωνε γιορτές που έμεναν αξέχαστες.

Τη φέρνω μπροστά μου, τα Χριστούγεννα, όπου είχαν προηγηθεί χοροί και τραγούδια, να μπαίνει μέσα στην αίθουσα που ήταν όλοι συγκεντρωμένοι, με ένα πελώριο τρόλλεϊ, φορτωμένο με δώρα που, από καιρό, είχε μαζέψει μόνη της και είχε τυλίξει, το καθένα ιδιαίτερα με τόση αγάπη και καλαισθησία μαζί. Δώρα, όχι μόνο για τους τρόφιμους, αλλά και για το προσωπικό.

Το Πάσχα πάλι, διοργάνωνε πασχαλιάτικο γλέντι με μουσική, σούβλες, αρνιά και κόκκινα αυγά, την Κυριακή του Θωμά. Όλα δωρεές που φρόντιζε να εξασφαλίζει πάντα τέτοια εποχή για να δίνει χαρά.

Η μεγαλύτερη, εντούτοις, ευχαρίστησή της, ήταν όταν έβγαζε τους τρόφιμους έξω στην εξοχή, σε εκδρομές, ιδιαίτερα στο Red Hill, με το λεωφορείο, αυτό που αποκτήσαμε με δική της πρωτοβουλία και προσωπικές της προσπάθειες. 

Ήταν ένας άνθρωπος γεννημένος να δίνει τη χαρά και να κάνει θαύματα. Αυτή ήταν η Άννα” καταλήγει ο Ιάκωβος Φρονίστας, ο άνθρωπος που έζησε τη μεγάλη κυρία από κοντά και είχε την ευκαιρία να μοιραστεί ένα ιδιαίτερα δημιουργικό έργο μαζί της.