Μπορεί η κυβέρνηση να προωθεί την αύξηση των ορίων ηλικίας για συνταξιοδότηση από τα 67 στα 70 χρόνια, όμως η αγορά εργασίας για τους άνω των 50 αποδεικνύεται ιδιαίτερα δύσκολη. Αυτό προκύπτει από έκθεση της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σύμφωνα με την οποία το 27% των μεσηλίκων εργαζομένων έχουν υποστεί κάποιου είδους διάκριση λόγω ηλικίας, με το σχετικό ποσοστό να ανεβαίνει στο 41% σε περιπτώσεις χαμηλόμισθων εργαζομένων (ως χαμηλόμισθοι ορίζονται εκείνοι με ετήσιο εισόδημα μικρότερο των 35 χιλιάδων δολαρίων). 

Οι περισσότεροι εξ αυτών αναφέρουν ότι έχουν συναντήσει δυσκολίες στην ανεύρεση εργασίας, εμπόδια στην επαγγελματική ανέλιξη, περιορισμούς στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν κατάρτιση, ενώ συχνά έρχονται αντιμέτωποι με την λανθασμένη αντίληψη ότι οι γνώσεις και οι δεξιότητές τους είναι ξεπερασμένες και ότι καθυστερούν να προσαρμοστούν στις εξελίξεις του εργασιακού τους τομέα.

Το συμπέρασμα της έκθεσης, η οποία στηρίχθηκε σε δείγμα 2109 ατόμων, είναι ότι οι διακρίσεις εις βάρος των μεγαλύτερων σε ηλικία εργαζομένων, λειτουργεί αποθαρρυντικά για την παραμονή τους και την επανείσοδό τους στην αγορά εργασίας, καθώς τονίζεται ότι το ένα τρίτο των ανθρώπων που υφίστανται τέτοιου τύπου διακρίσεις επιλέγουν να σταματήσουν την αναζήτηση εργασίας και αποσυρθούν, διεκδικώντας σύνταξή ή ζώντας με τις αποταμιεύσεις τους και το εφάπαξ. 

Πρόταση για την αντιμετώπιση του προβλήματος κατέθεσε η μη κερδοσκοπική οργάνωση “National Seniors Australia”, παροτρύνοντας την κυβέρνηση να θεσπίσει υποχρεωτική ποσόστωση βάσει ηλικίας στις επιχειρήσεις που απασχολούν προσωπικό, διασφαλίζοντας την παρουσία ανθρώπων μέσης και ανώτερης ηλικίας στο εργατικό δυναμικό.