ΕΙΧΕ δεν είχε ο αναγνώστης του «Αιθεροβάμονα», Γιάννης Αλεξίου, ζητώντας μου να απαντήσω στο ερώτημα που έθεσε για το ποιοι θεωρούνται από το ελληνικό κράτος «υπήκοοι» και ποιοι «ιθαγενείς», με έβαλε (με το ζόρι) να κολυμπήσω στα παλιά αχαρτογράφητα ύδατα της εθνικοφροσύνης. 

ΑΠ’ Ο,ΤΙ έγραφε στην επιστολή του που δημοσίευσε ο «Νέος Κόσμος» την περασμένη Δευτέρα, σε κάποιο Σύλλογο Ηλικιωμένων, μετά τα ερωτηματικά που δημιούργησε μια σχετική συζήτηση πάνω στο θέμα, δύο άτομα έφεραν από τα σπίτια τους τις ελληνικές τους ταυτότητες. 

Η ταυτότητα του ενός εκ των δύο έγραφε ότι είναι «Έλληνας υπήκοος» και του άλλου «ελληνικής ιθαγένειας». «Και αυτό (απ’ ό,τι έγραφε) παρά το γεγονός ότι οι γονείς και οι παππούδες του πρώτου, εδώ και 300 χρόνια ζούσαν στο ίδιο χωριό, ενώ οι γονείς του δεύτερου πήγαν στην Ελλάδα από την Τουρκία μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών. 

ΚΑΤ’ ΑΡΧΗΝ και πριν παρεξηγηθώ και από τους «υπηκόους» και από τους «ιθαγενείς» ολόκληρης της ελληνικής επικράτειας (άσχετα αν κατάγονται από την ακριτική Φλώρινα ή την εύφορη Μεσσηνία), οφείλω να πληροφορήσω τον αναγνώστη μου, ότι δεν είμαι συνταγματολόγος και δεν ξέρω αν υπάρχει τέτοιο θέμα, όπως δεν γνωρίζω ποια είναι τα κριτήρια και οι λόγοι του διαχωρισμού στα δελτία ταυτοτήτων.

ΑΝ, δηλαδή, ο διαχωρισμός γίνεται για να μπορεί το κράτος να καταδείξει (για λόγους που το ίδιο καθορίζει) ότι ως «ιθαγενείς» αναγνωρίζει όσους έχουν εξ αίματος συγγένεια, ενώ ως «υπηκόους» όσους απλώς έχουν γεννηθεί στην επικράτεια του ελληνικού Έθνους.

ΣΤΟ θεωρητικό ερώτημα απαντάει (και, μάλιστα, καλύτερα) ο ίδιος ο επιστολογράφος, συμβουλευόμενος, όπως έγραψε στην επιστολή του, το μικρό του Λεξικό που αναφέρει ότι: «Έλληνας υπήκοος είναι πολίτης του ελληνικού Κράτους και ιθαγενής ο ντόπιος, γεννηθείς στα όρια αυτού του Κράτους».

ΕΠΕΙΔΗ, όμως, το θέμα, ενδεχομένως, είναι αρκετά μπερδεμένο, όπως για περισσότερα από 80 χρόνια ήταν και ολόκληρη η ιστορία της πατρίδας μας, για να ενημερώσω τον κ. Αλεξίου και όσους άλλους αναγνώστες αναρωτήθηκαν όταν διάβασαν την εποστολή του, επικοινωνήσαμε με τον πρέσβη της Ελλάδας στην Καμπέρα, κ. Χαράλαμπο Δαφαράνο, και τον ρωτήσαμε.

Ο πρέσβης ερεύνησε (όπως μας πληροφόρησε το θέμα) και μας έστειλε μια ολιγόλογη επιστολή στην οποία και έγραφε: «Από δειγματοληπτική μας έρευνα, διαπιστώσαμε το εξής: Σε δελτίο ταυτότητας που εκδόθηκε το 1998 υπήρχε το στοιχείο «υπηκοότητα». Δελτίο ταυτότητας που εκδόθηκε το 2007 το έχει πλέον απαλείψει πλήρως ως στοιχείο «υπηκοότητα» πλήρως. Άρα, η εκτίμησή μας είναι ότι οι πρόσφατα εκδιδόμενες ταυτότητες δεν περιέχουν αναφορά σε υπηκοότητα ούτε περιέχουν δακτυλικό αποτύπωμα».

ΕΠΕΙΔΗ, όπως έγραψα και πιο πάνω, δεν γνωρίζω το θέμα και μόνο «υποθέσεις» (αν μού επιτραπεί) μπορώ να κάνω, μια από αυτές είναι ότι όσα δελτία ταυτότητας έχουν εκδοθεί στην Ελλάδα μετά τον Μάιο του 2000, που η κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη κατάργησε και την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, δεν θα πρέπει να γίνεται και ο διαχωρισμός στον οποίο αναφέρεται ο αναγνώστης μας.

ΕΠΕΙΔΗ, όμως, είναι γνωστός ο τρόπος που λειτουργούν οι δημόσιες υπηρεσίες της πατρίδας μας, όλα είναι πιθανά. Μπορεί, δηλαδή, κάποιος δημόσιος υπάλληλος, λόγω παντελούς άγνοιας, να πίστευε ότι «υπηκοότητα» και «ιθαγένεια» να είναι το ίδιο πράγμα και έγραψε πάνω στο δελτίο ό,τι γούσταρε.

ΠΙΘΑΝΟΝ είναι, επίσης, στη χώρα του «τρεις λαλούν και δυο χορεύουν», που δεν υπάρχει ουσιαστικά έλεγχος και κυρώσεις για τους παραβάτες του νόμου, θα πρέπει να υπήρχαν και δημόσιοι υπάλληλοι που δεν ακολουθούσαν την προβλεπόμενη νομοθεσία και έκαναν του κεφαλιού τους.

ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ σε «εθνικά ευαίσθητες» περιοχές όπως αυτές της Φλώρινας, που η μητρική γλώσσα πολλών συμπατριωτών μας ήταν (και για πολλούς, ενδεχομένως, ακόμα παραμένει) η σλαβομακεδονική, ίσως γινόταν ο διαχωρισμός, γιατί η συγκεκριμένη τοπική διάλεκτος τελούσε υπό διωγμό, μιας και όσοι την μιλούσαν δεν θεωρούνταν «γνήσιοι» Έλληνες.

ΚΑΙ όλα αυτά για έναν σχεδόν αιώνα από τότε που ως πρότυπο Έλληνα μαχητή κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα (από το 1901 έως και το 1905), που τον εκτέλεσαν οι Τούρκοι, ήταν ο καπετάν Κωνσταντίνος Κώττας, που δεν ήξερε ούτε το όνομά του να γράψει στα Ελληνικά…

Η περίπτωση του καπετάν Κώττα είναι ενδεικτική του γλωσσικού μωσαϊκού που επικρατούσε, όχι μόνο στην περιοχή της Φλώρινας, της ευρύτερης Μακεδονίας και των Βαλκανίων, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. 

ΚΑΤΑ τη γνώμη μου, «καθαρό αίμα» δεν υπάρχει. Εκατοντάδες φυλές περιφέρονταν από εδώ και από εκεί και για δεκάδες χιλιάδες χρόνια συνέχιζαν να μετακινούνται, αναζητώντας έναν καλύτερο και πιο ειρηνικό τόπο για να εγκατασταθούν και να επιβιώσουν. 

ΣΤΟ χωριό Ρούλια, κοντά στη Φλώρινα που γεννήθηκε ο Κώττας το 1863, τελούσε κάτω από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και το κατοικούσαν διάφορες φυλές μεταξύ των οποίων αρβανιτοβλάχικες και σαρακατσάνικες οικογένειες που με την πάροδο του χρόνου εκσλαβίστηκαν γλωσσικά.

ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ, οι άνθρωποι μιλούσαν τη γλώσσα των γονιών τους, του τόπου τους και όποια άλλη τους βοηθούσε στις συναναστροφές τους προκειμένου να συνεννοηθούν με τους συνανθρώπους τους και να κάνουν τη δουλειά τους.

ΜΗΝ ξεχνάμε ότι τον ίδιο καιρό (χοντρικά από το 1920 μέχρι το 1975, ακόμα!) που το εθνικόφρον Ελληνικό Κράτος, είχε κηρύξει γλωσσικό πόλεμο κατά των σλαβόφωνων πολιτών του, τους ιδεολογικούς του αντιπάλους (τους κομμουνιστές) τους φυλάκιζε…

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ, καλό είναι να θυμόμαστε ότι οι διαχωρισμοί και οι αντιπαλότητες στη Μακεδονία αρχικά είχαν θρησκευτικές ρίζες. Όλα άρχισαν στις 12 Μαρτίου του 1870 όταν η βουλγαρική Εκκλησία αποσχίστηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ιδρύθηκε η Εξαρχία.

ΠΙΣΩ από την απόσχιση, βέβαια, δεν κρύβονταν μόνο οι θρησκευτικοί λόγοι και οι… κανόνες της Εκκλησίας, αλλά, κυρίως, εθνικιστικοί λόγοι. Βρίσκονταν δηλαδή και άνθρωποι που για λογαριασμό των ομοεθνών τους έψαχναν και για την εθνική τους ταυτότητα.

ΝΑ πω εδώ με δυο κουβέντες (γιατί το θέμα είναι πολύ μεγάλο) ότι μετά την επικράτηση της Επανάστασης του 1821 και την ίδρυση του ελληνικού κράτους, άρχισε να λανσάρεται και επίσημα η Μεγάλη Ιδέα και ο ελληνικός εθνικισμός με σημαία τον αλυτρωτισμό άρχισε να δραστηριοποιείται.

ΗΔΗ, από το 1840 ακόμα, ο ελληνικός εθνικισμός είχε κάνει «φωλιά» στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης, που οι Έλληνες διατηρούσαν ανέκαθεν τον πρώτο και τελευταίο λόγο και τον χρησιμοποιούσε (όσο μπορούσε) για να εδραιωθεί η προπαγάνδα του. 

ΑΥΤΟ ενόχλησε τους υπολοίπους Βαλκάνιους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και άρχισαν και αυτοί με τη σειρά τους να οργανώνονται και να αγωνίζονται για την εδραίωση της δικής τους εθνικής ταυτότητας.

ΜΕΤΑ τη απόσχιση και για να μπορέσει η Εκκλησία τους να επιβιώσει ήθελε βέβαια και «πιστούς» για να την ακολουθήσουν και τέτοιους άρχισαν να «ψαρεύουν» μεταξύ των ομοεθνών και των ομόγλωσσών τους.

ΕΤΣΙ άρχιζαν να προσαρτούν βίαια και Εκκλησίες που μέχρι τότε ανήκαν στο Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης και να στρέφονται, κυρίως, κατά των ελληνικών εκκλησιών και Ενοριών. 

ΜΕ τα χρόνια, τα βίαια επεισόδια αυξάνονταν μέχρι που στο τέλος του 19ου αιώνα και μετά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, το λόγο πήραν τα ντουφέκια, τα μαχαίρια, οι δολοφονίες, οι κρεμάλες και οι βιασμοί.

ΕΤΣΙ άρχισε ο διχασμός και η αντιπαλότητα των κατοίκων της Μακεδονίας και φτάσαμε σιγά-σιγά στον Μακεδονικό Αγώνα που προσπάθησε να οργανώσει το 1904 ο Παύλος Μελάς με την καθοδήγηση του Ίωνα Δραγούμη.

ΣΤΟΝ αγώνα εκείνο κατά των Βούλγαρων κομιτατζήδων και των Οθωμανών κατακτητών αγωνίστηκε και ο Κωνσταντίνος Κώττας καθώς και άλλοι σλαβόφωνοι Έλληνες της Μακεδονίας.

ΝΑ προσθέσω εδώ ότι ο καπετάν Κώττας και οι ομόγλωσσοι σύντροφοί του βγήκαν στο βουνό κατά των Τούρκων κατακτητών από το 1897, ενώ σλαβόφωνοι ήταν επίσης και οι ιχνηλάτες που βοηθούσαν τον Παύλο Μελά να συλλέξει πληροφορίες από τα μετόπισθεν των Βουλγάρων. 

ΝΑ πω ακόμα για την ιστορία ότι Σλαβομακεδόνες ήταν αυτοί που τον περιέθαλψαν όταν τραυματίστηκε και σλαβόφωνες οι γυναίκες που των μοιρολόγησαν όταν υπέκυψε στα τραύματά του. 

ΤΟ ΠΩΣ από αυτό το σημείο της πατριωτικής τους προσφοράς φτάσαμε στο ρετσινόλαδο του Μεταξά και στην μετέπειτα απαράδεκτη συμπεριφορά του ελληνικού Κράτους απέναντι στους σλαβόφωνους συμπατριώτες μας, είναι μια άλλη πληγωμένη ιστορία για την οποία θα μιλήσουμε προσεχώς.

ΑΥΤΑ τα λίγα, επ’ ευκαιρία της επιστολής του Γιάννη Αλεξίου για ένα πολύ μεγάλο θέμα. Αν υπάρχουν διαφωνίες ή ανακρίβειες στο κείμενο που προηγήθηκε ευχαρίστως να δημοσιεύσουμε τις παρατηρήσεις σας. Γεια χαρά.