Ο Γιώργος Πούλος έφτασε στο Σίδνεϊ το 1952 με το πλοίο “Κυρήνεια”, ένα πρώην αρματαγωγό του Πολεμικού Ναυτικού που είχε μετατραπεί σε πλοίο μεταφοράς μεταναστών.

Καταγόταν από το Παρόρι Μεσηνίας και αφού πολέμησε στον Δεύτερο Παγκόσμιο και τον Εμφύλιο που ακολούθησε, πήρε το δρόμο της μετανάστευσης, αφήνοντας για πάντα πίσω του την αγαπημένη, αλλά γεμάτη δύσκολες αναμνήσεις Ελλάδα.

Ο πατέρας του Γιώργου, Φίλιππος και ο θείος του Χρήστος, βρίσκονταν ήδη στην Αυστραλία δέκα χρόνια πριν εκείνος αποφασίσει να μεταναστεύσει, απασχολούμενοι σε φυτείες με ζαχαροκάλαμα στο Κουίνσλαντ. Ξεκίνησε να εργάζεται μαζί τους και δεν άργησε να στείλει πρόσκληση στην σύζυγό του Σταυρούλα και τα δυο τους παιδιά, Νίκο και Αφροδίτη. Εννέα μήνες αργότερα, η Μαργαρίτα, το νεότερο παιδί της οικογένειας, γεννήθηκε στην Αυστραλία.

Η αδυναμία που είχε στις κόρες του ήταν μεγάλη. Καθ’ ότι παλαιών αρχών, τις μεγάλωνε αυστηρά σαν να βρισκόταν ακόμη στην Ελλάδα. Μετά το θάνατο της γυναίκας του το 1998, μία συμπεθέρα του τού έστελνε γράμμα κάθε Χριστούγεννα κι εκείνος αρνείτο να το ανοίξει γιατί ήταν «παντρεμένη γυναίκα».

«Τόσο παλαιών αρχών ήταν ο πατέρας μου» συμπληρώνει ο Νίκος.

Όταν ο Γιώργος Πούλος ξεκίνησε τη δική του δουλειά, ανοίγοντας το “Ρίο”, έβαλε σε αυτό όλη του την αγάπη και την ενέργεια, μετατρέποντάς το ένα μικρό θρύλο της Νέας Νότιας Ουαλίας.

«Η δουλειά ήταν η ζωή του» συνεχίζει ο γιος του που τον βρήκε νεκρό πίσω από τον πάγκο την περασμένη Τετάρτη.

«Εργαζόταν κυριολεκτικά μέχρι την τελευταία του μέρα».

«Δεν ήταν και πολύ καλά τελευταία, αλλά ικέτευε να βγει από το νοσοκομείο και να ανοίξει το μαγαζί του. Απλώς τον κρατούσε στη ζωή. Του έδινε ένα λόγο να ξυπνά το πρωί. Δεν έβγαζε πια χρήματα από αυτό» συμπληρώνει.

Ο κ. Πούλος άνοιγε στις 11 κάθε πρωί και έκλεινε στις 10 κάθε βράδυ. Καμιά φορά κρατούσε το μαγαζί ανοιχτό ακόμη κι αν ήταν μέσα μόνο ένας πελάτης. α

Μεταξύ των δεκαετιών ’50-’70, το “Ρίο” ήταν ένα μικρό χρυσωρυχείο, στενά συνδεδεμένο με ένα από τα πιο παλαιά και χαρακτηριστικά σινεμά του Σίδνεϊ, το παλιό Summer Hill, που βρισκόταν ακριβώς δίπλα. 

«Ουρές κόσμου περίμεναν έξω από το μαγαζί για ένα μιλκσέικ. Είχαμε αυτά τα παλιά καρεκλάκια και γέμιζαν όλα». 

«Διάσημοι σαν τον Johnny O’Keefe και τον Lionel Long έρχονταν για το μιλκσέικ του πατέρα μου. Το καλύτερο μιλκσέικ στη Νέα Νότια Ουαλία».

Ο Γιώργος Πούλος δεν ήταν γνωστός μόνο ανάμεσα στην ελληνική παροικία, αλλά, κατά κοινή ομολογία, θεωρείτο μια από τις πιο χαρακτηριστικές προσωπικότητες της urban σκηνής του Σίδνεϊ.