Ειναι σαφές ότι η κυβέρνηση προσπαθεί να επιβάλει το ζήτημα της αντιμετώπισης της τρομοκρατίας ως πρώτο στην πολιτική της ατζέντα. Από αυτήν την πλευρά, έχει καταφέρει τον στόχο της, θέτοντας τους όρους με τους οποίους διεξάγεται ο δημόσιος διάλογος: όποιος δεν είναι με την κυβέρνηση, είναι με τους τρομοκράτες.
Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και οι εντονότεροι επικριτές της, νιώθουν την ανάγκη να ξεκινήσουν τις τοποθετήσεις τους από την καταδίκη της τρομοκρατίας με κάθε μορφή. Το έκανε ο γερουσιαστής της Νότιας Αυστραλίας Cory Bernardi, λέγοντας: “Κανείς δεν θέλει να σταματήσει την τρομοκρατία περισσότερο από εμένα σ’ αυτήν την χώρα”, προτού προβεί στην καταδίκη της εξαγγελίας της κυβέρνησης για αφαίρεση της αυστραλιανής υπηκοότητας από τους υπόπτους για τρομοκρατικές ενέργειες, με υπουργική απόφαση.
Αυτού του είδους ο εθνικός διχασμός μπορεί να αποκτήσει μία άλλη, πολύ πιο σοβαρή διάσταση, ξεπερνώντας το δίπολο “μαζί μας – εναντίον μας”, καθώς είναι ορατός ο κίνδυνος δημιουργίας δύο κατηγοριών Αυστραλών πολιτών, αν η κυβέρνηση υλοποιήσει τις εξαγγελίες της. Από την μια θα βρίσκονται οι κάτοχοι διπλής υπηκοότητας, οι οποίοι θα κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή να στερηθούν των προνομίων που παρέχει η Αυστραλιανή υπηκοότητα, η οποία είναι πράγματι ένα σημαντικό προνόμιο, κατοχυρώνοντας μία σειρά δικαιωμάτων και ελευθεριών, μέσα από τις αξίες της ισότητας και της δικαιοσύνης. Από την άλλη, θα βρίσκονται οι κάτοχοι Αυστραλιανής ιθαγένειας που δεν έχουν άλλη υπηκοότητα, οι οποίοι θα είναι σχετικά ασφαλείς (αν και η κυβέρνηση έχει ήδη απειλήσει με άρνηση προνοιακών επιδομάτων για τους ύποπτους τρομοκρατικών ενεργειών).
Κι ενώ κανείς δεν αρνείται ότι η συμμετοχή σε πράξεις βίας και τρομοκρατίας αποτελεί ευθεία απειλή στο σύστημα αξιών της χώρας, η εξαγγελθείσα πολιτική μπορεί να έχει μεγαλύτερες και σοβαρότερες παρενέργειες από τα πιθανά οφέλη που ευαγγελίζεται.
Η εκχώρηση της εξουσίας αφαίρεσης υπηκοότητας στα χέρια ενός υπουργού είναι βαθύτατα αντιδημοκρατική, καθώς δίνει στον υπουργό ένα είδος δικαστικής εξουσίας, αδιανόητης σε μία σύγχρονη δημοκρατία. Αν η Αυστραλία επιχαίρει – και δικαίως – για τον σεβασμό στους νόμους που διασφαλίζει την κοινωνική συνοχή, είναι ακριβώς γιατί το δικαστικό σύστημα έχει αναλάβει την απονομή δικαιοσύνης. Τα δικαστήρια είναι αρμόδια να κρίνουν αν κάποιος πολίτης έχει διαπράξει κάποιο αδίκημα και όχι οι υπουργοί. Καταργώντας στην πράξη την διάκριση των εξουσιών -έναν από τους πυλώνες της δημοκρατίας- η κυβέρνηση εισέρχεται σε πολύ επικίνδυνα νερά, με μεγάλη επιπολαιότητα.
Η ελληνική παροικία της Αυστραλίας έχει ακόμη πολύ νωπές τις μνήμες της εφαρμογής τέτοιων πολιτικών, όταν τα μέλη της υπέστησαν πολιτικούς διωγμούς, από την εποχή του ελληνικού εμφυλίου, μέχρι τα χρόνια της χουντικής επταετίας. Τότε, η Αυστραλιανή υπηκοότητα είχε λειτουργήσει ξανά σαν μοχλός πίεσης, στο πλαίσιο μιας πολιτικής μαστίγιου και καρότου που ανήκει σε άλλες εποχές και δεν θα έπρεπε να ξαναζήσουν οι πολίτες, ούτε αυτής, ούτε καμίας άλλης χώρας.