Η Ελληνίδα πρωτοπόρος του κοινοτικού ραδιοφώνου

Το τελευταίο πράγμα που ήθελε η Κούλα Μπίτση ήταν να ασχοληθεί με το ραδιόφωνο

Όλα ξεκίνησαν με μια επιστολή, που απευθυνόταν σε μία 20χρονη κοπέλα, την Κούλα. Η επιστολή είχε αποστολέα τον επιχειρηματία Γιώργο Μπίτση. Ο Μπίτσης ήταν ιδιοκτήτης πολυκαταστήματος στη γωνία των οδών Russell και Lonsdale Streets, αλλά ο επικεφαλής του ραδιοφωνικού προγράμματος «3Cs Colac». Η ίδια λέει στο Νέο Κόσμο ότι αρνήθηκε αμέσως την πρόταση. «Δεν ενδιαφερόμουν καθόλου! Ήθελα να σπουδάσω» λέει σήμερα η 74χρονη βετεράνος ραδιοφωνική παραγωγός. 

Ωστόσο, το όνειρό της να συνεχίσει τις σπουδές στην Παιδική Ψυχολογία δεν εκπληρώθηκε. Αργότερα, τις συνέχισε σε θέματα λογιστικής και οικονομικού και εμπορικού δικαίου. Ξεκίνησε μια μακρά, πλούσια και μερικές φορές ταραχώδη καριέρα στα αυστραλιανά ραδιοκύματα. 

Γεννήθηκε σε ένα χωριό έξω από τα Ιωάννινα, και ο ο πατέρας της απηύδησε με τις εμπειρίες του από τον πόλεμο στην περιοχή, και αποφάσισε να μεταφέρει την οικογένεια στην Αυστραλία, όπου ζούσε η αδελφή της μητέρας της. Έφτασαν τον Οκτώβριο του 1956 και λίγες μόλις ημέρες πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μελβούρνης.

ΑΞΕΧΑΣΤΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ 

Η καριέρα της άρχισε τον Ιούνιο του 1958, και κάθε Κυριακή μαζί με τον Μπίτση, τον οποίο και παντρεύτηκε τελικά, ταξίδευαν στο Colac της δυτικής Βικτώριας. Σύντομα άρχισε τα προγράμματα και στους σταθμούς 3KZ και 3ΧΥ. «Είχα ακροατές απ’ όλη τη χώρα. Εκείνες τις ημέρες υπήρχαν πολλές καφετέριες και μικρά μπακάλικα (milk bars) σε όλες της αυστραλιανές πόλεις, και έτσι άκουγαν τα προγράμματα και λάμβανα πολλές επιστολές» λέει στο «Νέο Κόσμο». 

«Μια φορά μια γυναίκα με ένα μαύρο μαντήλι στο κεφάλι ήρθε από μία κωμόπολη και μου είπε: ‘Κούλα, να σταματήσει τις διαφημίσεις για το πλυντήριο ρούχων. Το αγόρασα! Βάλε τώρα κανά τραγούδι να ακούσουμε’. Και τότε ο διευθυντής του καταστήματος με τα πλυντήρια μου λέει: ‘Είναι η καλύτερη φιλοφρόνηση διότι μιλάτε κατευθείαν στο κοινό’. Γελάσαμε τόσο πολύ με το περιστατικό». Θυμάται έναν άντρα από την επαρχιακή Βικτώρια που της έγραψε ένα ευχαριστήριο σημείωμα, στο οποίο αναφερόταν ότι ήταν η μόνη ελληνική φωνή που άκουγε εκεί που ζούσε, μακριά από τα αστικά κέντρα.

Συνειδητοποίησε γρήγορα πόσο σημαντικό είναι το ραδιόφωνο για την ελληνική κοινότητα της Αυστραλίας. Η ίδια ήταν ακροάτρια του προγράμματος «Stanley Youth» του Γιαννόπουλου και κατάλαβε πόσο σημαντικό ήταν για τους μετανάστες το ραδιόφωνο. «Νόμιζα ότι ήταν μια μεγάλη ευθύνη» λέει η ίδια. 

Η δύναμη και η επιρροή της Κούλας Μπίτση έγιναν αντιληπτά όταν συνέβαλε σε μία προσπάθεια να συγκεντρωθούν χρήματα για την οικονομική ενίσχυση μιας μητέρας από το Prahran που ο Ελληνοαυστραλός σύζυγός της δολοφονήθηκε. Κατάφερε να συγκεντρώσει από τους ακροατές 750 λίρες (αυτή ήταν η ονομασία του αυστραλιανού δολαρίου μέχρι το 1966), τα οποία ήταν πολλά χρήματα εκείνες τις ημέρες! Μάλιστα, έχουν γραφτεί πολλά άρθρα γι ‘αυτό», θυμάται η ίδια.

Σύγχυση δημιουργήθηκε με την ίδρυση από τον αείμνηστο Gough Whitlam της ραδιοφωνίας SBS. «Η ελληνική Παροικία δεν ήταν έτοιμη. Δεν κατάλαβε ότι η SBS δεν ήταν ένα κοινοτικό ραδιόφωνο», εξηγεί η ίδια, συμπληρώνοντας ότι «υπήρχε ένα διοικητικό συμβούλιο από το οποίο λαμβάνονταν οι εντολές. Τους πήρε λίγο χρόνο για να το συνειδητοποιήσουν, αλλά δυστυχώς έγιναν το θύμα». Μερικά επιφανή μέλη της ελληνικής παροικίας προσπάθησαν και πέτυχαν την απόλυση της Μπίτση από τη θέση της ως συντονίστρια του προγράμματος. 

Η ίδια δεν υποχώρησε στις απαιτήσεις, έχασε τη δουλειά της και ξεκίνησε μία σύντομη καριέρα σε χρηματιστηριακές εταιρίες, καθότι ποτέ δεν επιθυμούσε να γίνει νοικοκυρά και να εξαρτάται από το σύζυγό της. Τον τελευταίο τον έχασε πριν από 39 χρόνια και αφού είχαν συμπληρώσει κάτι παραπάνω από 10 χρόνια ως παντρεμένο ζευγάρι.

ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΝΕ ΜΑΖΙ

Σύμφωνα με την Κούλα, το ραδιόφωνο της SBS εξακολουθεί να έχει μια θέση στα ερτζιανά κύματα, αλλά όπως λέει η ίδια ένα πράγμα του λείπει: η μουσική. «Εκτός από τις ειδήσεις, η μουσική είναι σημαντική. Οι νέοι άνθρωποι θέλουν να ακούν μουσική, επιθυμούν να γνωρίζουν τις πιο πρόσφατες κυκλοφορίες» λέει και συνεχίζει: «Στόχος κάθε ραδιοφωνικού προγράμματος είναι όχι μόνο να ενημερώσει και να εκπαιδεύσει, αλλά και να ψυχαγωγεί». 

Σήμερα, η Κούλα Μπίτση, αφοσιωμένη σύζυγος και μητέρα, παραμένει πολυάσχολη, παρά το γεγονός ότι έχει περάσει τα 70 της. Ανέκαθεν ερχόταν σε κόντρα με τα κοινωνικά στερεότυπα. Η διορατικότητα, η ενέργεια και οι ισχυρές απόψεις της για τη ζωή της είναι παρόμοιες με εκείνες μιας νέας και σύγχρονης γυναίκας, αλλά πολύ σοφότερης.

Η Κούλα Μπίτση είναι μία αληθινή πρωτοπόρος και η ζωή της θα πρέπει να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για τις νεώτερες γενιές.