Η λογοτεχνία πρέπει να κοιτάει μπροστά, υποκρινόμενη πάντα ότι μιλά για πράγματα που μοιάζουν για καθαρές φαντασιοκοπίες. Το μυθιστόρημα του ψυχιάτρου Μόδη Γούναρη με τίτλο «Οι εχθροί της χαράς» βαδίζει ξεκάθαρα σ’ αυτό τον δρόμο.
Σύμφωνα με τον Μόδη Γούναρη μια εταιρεία, παντελώς ανύπαρκτη πριν μερικά χρόνια, αλλά απολύτως υπαρκτή σήμερα, κατασκεύασε ένα μηχάνημα εφοδιασμένο με μεγάφωνο, το οποίο εκπέμπει υπερήχους που ακούνε μόνο οι έφηβοι και λειτουργεί απωθητικά, καλύτερα από τον πιο νταγλαρά ΜΑΤατζή.
Η περιγραφή μάλιστα που κάνει ο ήρωας με το χαρακτηριστικό όνομα Θανάσης Ωφελιμιάδης, καθιστά τον συγγραφέα ύποπτο, τουλάχιστον μαντικών ικανοτήτων. Ο Ωφελιμιάδης λοιπόν εξηγεί σε έναν σκεπτικιστή φίλο του: «… Κοίτα, αυτοί οι μάγκες θέλουν να προωθήσουν αυτή τη συσκευή σε διάφορα μαγαζιά και υπηρεσίες ή και σε ιδιώτες ακόμη που στεγάζονται σε μεγάλους ανοιχτούς ή στεγασμένους χώρους και θέλουν να διώξουν τον νεαρόκοσμο. Πιο συγκεκριμένα, ξέρεις ότι πολλά εφηβάκια κυρίως των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων πάνε και μαζεύονται στους διαδρόμους των εμπορικών κέντρων ή έξω από μαγαζιά διασκέδασης ή ακόμα και σε κλιμακοστάσια πολυκατοικιών. Εκεί μ’ ένα κουτάκι μπύρα μπορούν να κάτσουν με τις ώρες και να σαχλαμαρίζουν, περνώντας την ώρας τους. Αφενός λοιπόν είναι φύρα για τους εμπόρους και αφετέρου ενοχλούν με τις φωνές τους ή τα χαζοπαιχνίδια τους που μερικές φορές εδώ που τα λέμε μπορεί να κινούνται σε τελείως αντικοινωνική κατεύθυνση. Αυτή η συσκευή λοιπόν εκπέμποντας τους υπέρηχους θα τους απωθεί γιατί, έστω κι αν δεν είναι αντιληπτοί από μεγαλύτερους ανθρώπους θα τους δημιουργεί έναν ανυπόφορο βόμβο. Καταλαβαίνεις; Θα ναι κάτι σαν εφηβοαπωθητικό, θα διώνει τους πιστσιρικάδες που μπορεί όπως είπαμε να’ χουν αντικοινωνικές συμπεριφορές».
Γέλασε ο Ωφελιμιάδης και συνέχισε: «η τεχνολογία στην υπηρεσία της τάξης και της ομαλότητας…»
Ο ήρωας, με τον οποίο συνομιλεί ο Ωφελιμιάδης στο μυθιστόρημα, καθότι ιδεαλιστής, απορρίπτει την ιδέα ως απαράδεκτη αλλά, τα επιχειρήματά του ποσώς μας ενδιαφέρουν. Αυτό δα έλειπε να ακούμε και τους άλλους. Η ιδέα, είναι σούπερ ντούπερ και, φυσικά, δεν έμεινε ανεκμετάλλευτη. Η εταιρεία, για να τιμήσει τον συγγραφέα, εφάρμοσε την ιδέα του στην πόλη του.
Συμπτωματικώς, ακόμη και ο εκδοτικός με την ονομασία «Πανοπτικόν», παραπέμπει πέραν πάσης αμφιβολίας, στην αναγκαιότητα να μετατραπούν ολόκληρες οι πόλεις και όχι μόνο οι πλατείες, σε κανονικό Πανοπτικό σύστημα, όπως ο Τζέρεμυ Μπένθαμ το είχε φανταστεί, με τα σέα και τα μέα του. Όλα αυτά δεν είναι τυχαία. Θαρρώ ότι απάντησα σε όλα τα ερωτήματα για το θέμα και κυρίως έδωσα λύση εφόσον βρεθούμε ποτέ μπροστά σε ανάλογο πρόβλημα. Ο μόνος φόβος που με διατρέχει είναι ένας. Μπας κι αυτοί οι δαιμονικοί πιτσιρικάδες εφεύρουν άλλο μηχάνημα, για να βομβαρδίζουν με ανυπόφορους βόμβους τους σαράντα και άνω που πίνουν κοκτέιλς στις καφετέριες των πλατειών, κάτι σαν αόρατο στυλολέηζερ, και τότε, το πλήγμα σε τούτη την παραγωγική διαδικασία θα είναι αγιάτρευτο. Μπορεί να εξαφανιστούν όλα τα τραπεζοκαθίσματα. Εκτός και αυτός ήταν ο βαθύτερος στόχος του Μόδη Γούναρη. Ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος με τους ψυχίατρους.
*Από κείμενο του δημοσιογράφου του ρ/σ “Στο Κόκκινο 93,4” Απόστολου Λυκεσά.