Έχουμε εδώ μια ανθολογία ποιημάτων του Αυστριακού ποιητή George Trakl (Γκεόργκ Τρακλ – 1887-1914), σε εισαγωγή, σημειώσεις, σχόλια και μετάφραση της Ιωάννας Αβραμίδου.
Ο Γκέοργκ Τρακλ υπήρξε ένας ποιητής που έζησε στο ίδιο του το πετσί τους διχασμούς της εποχής του, φιλοδόξησε να προφητεύσει αλλά και να δει να καταντά θύμα των καταστροφών του πολέμου, να ζήσει εκ των έσω την αγωνία και τη διάλυση κοινωνιών και πολιτισμών, την κατακρήμνιση κάθε θεμελίου ζωής ως αποτέλεσμα του Γολγοθά και του παραλογισμού του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Από τους πλέον εμβληματικούς ποιητές της εποχής του, ο Τρακλ μπορεί να διαβαστεί τόσο λυτρωτικά όσο και συναισθηματικά. Αυτό απορρέει από την ποίησή του, η οποία δεν είναι από αυτές τις ποιήσεις που διαβάζονται απλώς. Το αντίθετο, η ποίηση του Τρακλ, επειδή αντανακλά την ίδια του τη ζωή, δεν μπορεί να γίνει κατανοητή επαρκώς. Για να συμβεί αυτό ο αναγνώστης είτε θα πρέπει να έχει μυηθεί στα μυστικά του εσωτερικού κόσμου του ποιητή είτε να έχει ζήσει ο ίδιος αυτά που έζησε ο ποιητής. Οι στίχοι του Τρακλ είναι πέρα για πέρα βιωμένοι μέσα από τα πολλαπλά θραύσματα τόσο του εγώ του όσο και του συνόλου όλων όσων τον περιβάλλουν, μέσα στη δίνη του πολέμου, της κατακρεούργησης και της βύθιση στα άδυτα της ανυπαρξίας κάθε ξεχωριστής περίπτωσης ανθρώπου.
Όπως γράφει ο Κλαούντιο Μαγκρίς, «εάν ο μεγαλύτερος ποιητής της γερμανικής γλώσσας του εικοστού αιώνα έχει την αίσθηση ότι εκφράζει την εποχή του, ότι την ενσαρκώνει αποδεχόμενος όλες τις πληγές της, είναι ακριβώς γιατί νιώθει ελεύθερος από κάθε δεσμό, νιώθει ξεριζωμένος από κάθε κοινωνικό πλαίσιο και ξένος μέσα στην ίδια του την κατοικία, μες στον τεχνολογικό πολιτισμό και μέσα στον κόσμο που τον περιβάλλει».
Ο Τρακλ γεννήθηκε και έζησε τα πρώτα 18 χρόνια της ζωής του στο Σάλτσμπουργκ της Αυστρίας. Το 1905 παρατάει το σχολείο, δουλεύει ως φαρμακοποιός, ενώ πειραματίζεται με τη συγγραφή θεατρικών έργων, αλλά τα δύο του μικρά έργα “Η Μέρα των Ψυχών” και “Φάτα Μοργκάνα” δεν έχουν επιτυχία όταν παίζονται. Το 1908, μετακομίζει στη Βιέννη, σπουδάζει φαρμακευτική και στη συνέχεια προσπαθεί να εργαστεί. Μια τάση φυγής, μια σχεδόν αναρχική διάθεση δεν του επιτρέπουν να ενταχθεί σε μια τακτοποιημένη ζωή μέσα στην αυστηρή αστική κοινωνία. Τα ναρκωτικά τού δίνουν τη δυνατότητα να ταξιδεύει σε δικούς του κόσμους και να αναλαμβάνει εκεί τους πιο ακραίους ρόλους. Η πρώτη συλλογή εκδίδεται το 1913, ενώ ήδη από το 1912 συνεργάζεται με το περιοδικό “Der Brenner”, από τις σημαντικότερες φωνές της γερμανόφωνης πρωτοπορίας. Το 1914, με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στρατολογείται στο μέτωπο της Γαλικίας ως τραυματιοφορέας. Η εξάρτησή του από τα ναρκωτικά, οι ενοχές και η συναισθηματική του αστάθεια επιδεινώθηκαν με το ξέσπασμα του πολέμου. Μετά τη μάχη του Γκρόντεκ, όπου βρέθηκε μόνος του στη δυσχερή θέση να περιθάλψει ενενήντα βαριά τραυματισμένους, κατέρρευσε και επιχείρησε να αυτοπυροβοληθεί, αλλά οι σύντροφοί του τον απέτρεψαν. Όμως πεθαίνει τη νύχτα της 3ης προς 4η Νοεμβρίου από μεγάλη δόση κοκαΐνης, σε ηλικία 27 ετών.