Στην Κούβα των ονείρων μου…

ΜΕΡΟΣ 1ο: Ήταν ο τόπος που ταξίδεψα παιδί ακόμα μέσα από την φαντασία μου

Τα πρώτα μεγάλα μου ταξίδια τα έκανα με την φαντασία μου στο χωριουδάκι μου, τον Εγρηγόρο της Χίου. Ναυτικός, ο μεγάλος μου ο αδελφός, ο Νίκος (όπως όλοι οι συγχωριανοί νέοι της εποχής του) και μας έστελνε γράμματα από τις χώρες που έπιανε λιμάνι το πλοίο του μαζί με τις περιγραφές: Ιαπωνία, Φιλιππίνες, Βραζιλία, Παναμάς και… Κούβα!

Δεν ξέρω γιατί, αλλά από τότε, μέσα της δεκαετίας του ’60, ήθελα να πάω στην Κούβα.

Καθώς μεγάλωνα, η επιθυμία μου για ένα ταξίδι στην Κούβα γινόταν και εντονότερη. Είχα «προσβληθεί» και από τον ιό της πολιτικής και ήθελα πολύ να πάω και να γνωρίσω την χώρα αυτή μετά την επανάσταση του Κάστρο και του Τσε. Ειδικά του Τσε, που γοήτευε ιδιαίτερα τους νέους.

Τελευταία, μάλιστα, το είχα πάρει απόφαση: Στον επόμενο χρόνο θα πάω Κούβα! Εξάλλου, είχε γράψει πολλά γ’ αυτήν στο “Νέο Κόσμο” -και μου είχε πει ακόμα περισσότερα- και ο Μπάμπης Σταυρόπουλος.

Ένας επιπλέον λόγος ήταν ότι ήθελα να επισκεφτώ την Κούβα «πριν ανοίξει προς τον έξω κόσμο» αλλά και πριν πεθάνει ο Κάστρο, έτσι για να αποτιμήσω το έργο του μακροβιότερου ηγέτη που είδε ο εικοστός αιώνας.

Τελικά φαίνεται ότι η Κούβα «διάβασε τις σκέψεις μου».

Μια μέρα δέχθηκα ένα τηλεφώνημα στο γραφείο από τον Γιώργο Ζάγκαλη που με ρώτησε:

«Έχεις πάει στην Κούβα; Θες να πας;».

«Πάρα πολύ» ήταν η απάντησή μου.

«Έ, τότε θα πάρεις μια πρόσκληση από τον πρέσβη της Κούβας στην Καμπέρα» μου είπε.

Και έτσι έγινε…

Λίγες μέρες αργότερα ήρθε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου η πρόσκληση από τον Κουβανό πρεσβευτή στην Καμπέρα, Jose Manuel.

Πάνω στον ενθουσιασμό μου -και για να πάρω την έγκριση της διεύθυνσης, μιας και είχα από καιρό προγραμματίσει ταξίδι στην Ελλάδα τον Ιούλιο-, έστειλα την πρόσκληση στον διευθυντή μας, Χριστόφορο Γκόγκο, μαζί με την υπογράμμιση ότι “Θα πάω”. Έτσι για να τον προλάβω!

“Θα έρθω και εγώ” ήταν η απάντησή του, αφού η πρόσκληση ήταν για δυο, κάτι που δεν είχα διαβάσει… εγώ.

Τελικά πήγαμε τρεις! Ήρθε και η Μόνικα, η σύζυγος του Χριστόφορου. Τα αεροπορικά εισιτήρια έπρεπε να τα πληρώσουμε και να τα κλείσουμε εμείς.

Και επειδή, λόγω εμπάργκο, πτήσεις από τις ΗΠΑ προς την Κούβα δεν γίνονται, επιλέξαμε να πάμε μέσω Μεξικού, κάτι που μας βγήκε σε καλό, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία.

Μετά, λοιπόν, από δυο 24ωρα ταξιδιού φτάσαμε στην Αβάνα. Ομολογώ ότι αισθανόμουν ένα δέος και μια ανησυχία.

Το αεροδρόμιο σύγχρονο και στην έξοδο μάς περίμενε για να μας παραλάβει ο ξεναγός μας, ο Εμάνουελ, ένας συμπαθέστατος νέος άνθρωπος.

Αφού πήραμε τις αποσκευές, μας οδήγησε στο ταξί που θα μας πήγαινε στο ξενοδοχείο. Πρώτο σοκ!

Το ταξί ήταν στην κυριολεξία ένα διαλυμένο, πολυτρακαρισμένο όχημα. Κοιταχτήκαμε αμίλητοι μεταξύ μας, αν και κάποια στιγμή η Μόνικα μου ψιθύρισε “Why Cuba?”. Ήταν η φράση που μου είπαν συνταξιδιώτες στο αεροπλάνο και στο Μεξικό όταν τους έλεγα ότι πηγαίνω στην Κούβα.

Πριν ξεκινήσει το ταξί, ο Εμάνουελ είχε στα ισπανικά έναν έντονο διάλογο με τον οδηγό και στη συνέχεια γύρισε και μας είπε:

«Έγινε κάποιο λάθος. Δεν είναι αυτό το ταξί μας”. Βγήκαμε, βρήκαμε το κανονικό ταξί και πήραμε το δρόμο για το ξενοδοχείο.

Εντυπωσιακός ο δρόμος. Τελικά, οι εθνικές οδοί σε όλη την χώρα ήταν εντυπωσιακές. Με πολλές λωρίδες και λίγα αυτοκίνητα.

Στο δρόμο προς το ξενοδοχείο πολλά τα παμπάλαια αυτοκίνητα και αρκετά χαλασμένα στην άκρη του δρόμου. Στις διασταυρώσεις και στις γέφυρες εκατοντάδες Κουβανοί έκαναν ωτοστόπ για να πάνε στον προορισμό τους.

Πολλοί μεταφέρονταν σε νταλίκες που είχαν μετατραπεί σε λεωφορεία.

Οι δημόσιες συγκοινωνίες είναι δωρεάν, αλλά προβληματικές, όπως διαπιστώσαμε κατά τις επόμενες τρεις εβδομάδες. Σε όλη την χώρα οι Κουβανοί έβγαιναν στους δρόμους και έκαναν ωτοστόπ για να φθάσουν κάπου. Συνήθως, ήταν κάτω από γέφυρες για να προστατευτούν από τον ήλιο ή την βροχή, μιας και το κλίμα είναι τροπικό και εμείς φτάσαμε στην χώρα όταν άρχιζαν οι μουσώνες που είναι και η μη τουριστική περίοδος.

Η πλειοψηφία των τριών και πλέον εκατομμυρίων τουριστών που δέχεται η χώρα, την επισκέπτεται από τον Νοέμβριο έως τον Απρίλιο που είναι η «στεγνή περίοδος».

Το ξενοδοχείο που καταλύσαμε ήταν πολύ καλό. Ήταν το ξενοδοχείο Memories Miramare Hotel, στο εξωτερικό προάστιο της Αβάνας Miramare, που είναι σχεδιασμένο στα …αμερικανικά πρότυπα.

Εκεί έμενε η εύπορη τάξη πριν την επανάσταση και οι μεγάλοι δρόμοι κατά τα αμερικανικά πρότυπα λέγονται “1η Λεωφόρος”, “2η Λεωφόρος” και πάει λέγοντας… Οι πλούσιοι Κουβανοί είχαν εκεί εντυπωσιακές βίλες τις οποίες και εγκατέλειψαν όταν έγινε η επανάσταση και πήγαν στις ΗΠΑ.

Ήλπιζαν ότι η επανάσταση θα ήταν “μια παρένθεση” και θα επέστρεφαν. “Η επανάσταση θριάμβευσε”, όμως, όπως μας είπε πολλές φορές και ο ξεναγός μας, και οι βίλες κατασχέθηκαν.

Σήμερα στην περιοχή αυτή στεγάζουν, κυρίως, ξένες πρεσβείες. Ανάμεσά τους και η ελληνική, ακριβώς απέναντι από το ξενοδοχείο μας. Αλλά γι’ αυτήν θα μιλήσουμε σε άλλο κεφάλαιο.

Καλό λοιπόν και τεράστιο το ξενοδοχείο με πισίνες, μπαρ, εστιατόρια κ.λπ.

Η πελατεία από όλο τον κόσμο. Κυρίως, ισπανόφωνοι, αλλά και Ρώσοι, Καναδοί, Πολωνοί κ.ά.

Πρώτο μας μέλημα να αλλάξουμε χρήματα. Αυτό έγινε στο ξενοδοχείο και γινόταν και σε όλα τα ξενοδοχεία που διαμέναμε. 

Η Κούβα, για όσους δεν το ξέρουν, έχει διπλό νόμισμα. Το CUC είναι για τις δοσοληψίες με το εξωτερικό και του τουρίστες μαζί με το πέσο Κούβας ή CUP για τους ντόπιους, Η ισοτιμία ενός CUC, του νομίσματος δηλαδή που χρησιμοποιούν οι τουρίστες, είναι όσο και ενός Ευρώ περίπου.

Πρώτη διαπίστωση στο ξενοδοχείο ήταν οι προβληματικές επικοινωνίες. Τα κινητά τηλέφωνά μας δεν είχαν σήμα (Roaming). Έπρεπε να πάρουμε Κουβανέζικο αριθμό.

Για να τηλεφωνήσουμε στο εξωτερικό έπρεπε να το κάνουμε μόνο μέσω της ρεσεψιόν του ξενοδοχείου και το κόστος απαγορευτικό. Περίπου 15 δολάρια με χρέωσαν για μια κλήση ενός λεπτού στην Αυστραλία.

Εξίσου προβληματικό και το ίντερνετ σε όλη την χώρα. Στα περισσότερα ξενοδοχεία που μείναμε, είχε wi-fi μόνο γύρω από τη ρεσεψιόν, αλλά ήταν ακριβό (το πιο φθηνό κόστιζε περίπου έξι δολάρια την ώρα) και ιδιαίτερα αργό.

Και, φυσικά, ούτε κουβέντα για skype μέσω κινητού. Ήταν μπλοκαρισμένο ως “αντίποινα” στο εμπάργκο των ΗΠΑ.

Ένα εμπάργκο δεκαετιών που αν και ταλαιπωρεί την Κούβα το “αντέχει” ο λαός της και έχει βρει «αντίδοτο» προς μεγάλη απογοήτευση των Αμερικανών.

Στην Κουβανική πρωτεύουσα και στο ξενοδοχείο μας φθάσαμε αργά. Μέχρι να πάμε στα δωμάτιά μας και να πάρουμε ένα ποτό στην πισίνα (με όχι και πολλές επιλογές) ήρθε ή ώρα του δείπνου.

Παρακολουθήσαμε λίγο ένα μουσικό πρόγραμμα ζωντανής κουβανικής μουσικής στο ξενοδοχείο και αποσυρθήκαμε για να ξεκουραστούμε.

Αργά τη νύχτα ήρθαν από την Καμπέρα άλλοι τρεις Αυστραλοί (από την Χιλή), επίσης προσκεκλημένοι του Κουβανού πρέσβη και του Υπουργείου Τουρισμού της Κούβας, που θα συμπλήρωναν το γκρουπ μας. Αυτοί ήρθαν μέσω Καναδά. Επέλεξαν αυτή την διαδρομή γιατί τους τρόμαζε η εγκληματικότητα στο Μεξικό, όπως μας είπαν.

Το πρωί αφού πήραμε το πλούσιο πρωϊνό μας (όπου κυριαρχούσαν τα τροπικά φρούτα) ξεκίνησε η «εξερεύνηση της Κούβας».

Εμείς, οι έξι «Αυστραλοί», ο ξεναγός μας Εμάνουελ και ο οδηγός ενός κινέζικου μίνι-μπας, ο Ιγνάτιους. Με αυτό το μίνι-μπας κάναμε χιλιάδες χιλιόμετρα σε όλη τη χώρα τις επόμενες μέρες.

Πριν ξεκινήσει, όμως, η «εξόρμηση» έπρεπε να περάσουμε και από τη Γενική Γραμματεία Τύπου για να μας εκδώσουν ειδικές δημοσιογραφικές ταυτότητες.

Πρώτη έκπληξη εδώ: Ο καλοντυμένος και με γραβάτα κύριος στην είσοδο απαγόρευσε στο Χριστόφορο και τη Μόνικα να εισέλθουν, επειδή φορούσαν πέδιλα! 

Τελικά, ανέλαβα εγώ να τους «εκπροσωπήσω». Προς έκπληξή μου, μέσα στο κτίριο μέλη του προσωπικού φορούσαν … σαγιονάρες!

Ευγενέστατο το προσωπικό εξέδωσε τις δημοσιογραφικές ταυτότητες για τις οποίες καταβάλλαμε 60 πέσος έκαστος.

Μάλιστα, εγώ είχα και μια κουβέντα με έναν αξιωματούχο, ο οποίος με ρώταγε για την οικονομική κρίση στην Ελλάδα.

Του εξηγούσα για την διαπραγματευτική τακτική της κυβέρνησης Τσίπρα όταν μου είπε λακωνικά, αλλά με νόημα:

«Εμείς έχουμε καλές σχέσεις με το ΚΚΕ».

Το έπιασα το υπονοούμενο…

Πήραμε τις δημοσιογραφικές ταυτότητες, μπήκαμε στο mini bus και αρχίσαμε τις βόλτες στο ιστορικό κέντρο της Αβάνας.

Η κεντρική πλατεία με το Καπιτώλιο, ήταν ομολογουμένως εντυπωσιακή. Εξίσου εντυπωσιακά και τα αμερικανικά αυτοκίνητα-αντίκες που κυκλοφορούσαν και θύμιζαν την εμπειρία μιας άλλης εποχής, μιας εποχής, όμως, που έμελλε να είναι διαχρονική για τους ίδιους τους Κουβανούς. Τα μεγάλα ξενοδοχεία γύρω από την πλατεία, όπως επίσης και τα μουσεία ήταν καλοδιατηρημένα. 

Μερικά κτίρια είχαν αναπαλαιωθεί και ήταν εντυπωσιακά, αλλά τα περισσότερα, όντως πολύ ωραία κτίρια, ήταν ξεχασμένα και υπό κατάρρευση. Είχαν μείνει έτσι από την επανάσταση του Κάστρο, τότε, το 1959, που ο μεγάλος ηγέτης μαζί με τον Τσε και μια παρέα νέων ανθρώπων, υποχρέωσαν τον δικτάτορα Μπατίστα να αυτοεξοριστεί και ανέλαβαν την εξουσία της χώρας.

Ιδιαίτερα έντονη η παρουσία του Τσε στην Αβάνα κι σε όλη την χώρα και εγώ (ξανα)ζούσα το μύθο της επανάστασης αφού όλα τον θύμιζαν.

Μαζί, λοιπόν, στις επόμενες εκδόσεις θα περιοδεύσουμε την Αβάνα και όλη την Κούβα και μέσα από περιγραφές και φωτογραφίες θα την γνωρίσουμε καλύτερα. Θα μιλήσουμε για την ιστορία της, την επανάσταση, το σήμερα και τις προοπτικές της, αλλά θα αναφερθούμε και στο ελληνικό στοιχείο της που παρουσιάσει ξέχωρο ενδιαφέρον.