Η ποιήτρια Μαρία Σερβάκη, αντισυμβατική και ιδιαιτέρως αγαπητή στους ομότεχνούς της, πέθανε την Πέμπτη, 18 Ιούνη 2015, σε ηλικία 85 χρόνων στον οίκο ευγηρίας όπου φιλοξενούνταν τα τελευταία χρόνια, και κηδεύτηκε την Παρασκευή, 19 Ιούνη στο Νεκροταφείο Βύρωνα. Γεννήθηκε στην Κρήτη το 1930. Σπούδασε Αρχαιολογία και Αγγλική Φιλολογία. Εργάστηκε ως ξεναγός και για πολλά χρόνια ως καθηγήτρια σε σχολεία της Ελλάδας και του Λιβάνου. Ήταν ενεργό μέλος και υποστηρίκτρια πολλών φιλοζωικών σωματείων. Πρωτοπαρουσιάστηκε στα Γράμματα το 1954, δημοσιεύοντας ποιήματα στο περιοδικό «Αθηναϊκά Γράμματα», ενώ συνεργάστηκε με την «Λέξη» και την «Πάροδο». Η ποίησή της υφολογικά παραπέμπει σε γνωστές ποιήτριες της εποχής, τη Μελισάνθη, τη Μυρτιώτισσα κ.ά. Το δημοτικό τραγούδι και η πολυφωνική ποίηση θα αφήσουν το στίγμα της στα ποιήματά της της δεκαετίας του ’70, ενώ από τη δεκαετία του ’80 στρέφεται στον σουρεαλισμό. Είναι η εποχή που ζει στην οδό Άγρας απέναντι από το σπίτι του Σεφέρη, δακτυλογραφεί και μοιράζει τα ποιήματά της χέρι με χέρι. Η Μαρία Σερβάκη με την ιδιότυπη ποίησή της φαίνεται πως ακουμπά ιδιαιτέρως τους αισθητήρες των νέων κυρίως ποιητών. Eξέδωσε τις ποιητικές συλλογές «Περιπέτεια» (1956), «Ενδυτροβαράν» (1971), «Μυστράς» (1972), «Ο άλλος κήπος» (1983), «Περίπατος και σχόλια της Σέρκετ Μπαστ Ρα στους χώρους των ανθρώπων» (1992), «Αποσταθεροποιήσεις σε συχνότητες αντιεπιστημονικής φαντασίας» (1995), «Το φίδι – Μία Ιεροτελεστία» (1998), «Μήδεια» (2003), «Οδοιπόρος» (2014). Έγραψε ο Γιώργος Μαρκόπουλος για την τελευταία της συλλογή «Οδοιπόρος»: «Η Μαρία Σερβάκη αποφασίζει να εμφανιστεί και πάλι δημοσίως με τον «Οδοιπόρο», μια συλλογή, η οποία πιστεύω ότι είναι ίσως η καλύτερή της, αφού ο χρόνος πλέον έχει πατινάρει αθόρυβα και αργά-αργά την παλαιά υπέρλαμπρη στίλβη των στίχων, αφήνοντας να φανεί μόνη της η ακριβή εκείνη όσο και υπέροχη, λόγω της διαβρωτικής από την αγωνία και την λύπη, λάμψης της ψυχής, ενώ το ποίημα εμφανίζεται όλο και πιο «σφιχτό», πιο συγκροτημένο, απολύτως ελεγχόμενο, και ο λόγος όλο και πιο λυγμικός και, κυρίως, όλο και πιο συγκεκριμένος. Και μια και ανέφερα την λέξη «συγκεκριμένος», θέλω να σημειώσω ότι πράγματι, όλα εδώ εμφανίζονται τελείως ορατά και απτά. Και ποια είναι αυτά τα «όλα»; Η αγωνία του θανάτου, οπωσδήποτε, ο τρόμος της μοναξιάς, αλλά και ο φόβος -ο τρομερός φόβος- από το πέρασμα του χρόνου με όλα όσα συνεπάγεται αυτό. Όσο για τους αγαπημένους νεκρούς της, αυτή για χάρη τους σε ολόκληρη την συλλογή -την συλλογή αυτή στην οποία δεν υπάρχει ούτε ένας στίχος χωρίς την αξία ή την ιδιαίτερη βαρύτητά του- μεταμορφώνεται σε μια μοναχή σε άδεια, ερημική εκκλησία μοναστηριού, όπου κάθε απόγευμα μαζεύει τα κεράκια -τις ζωές τους- όταν τελειώνουν στο μανουάλι και τα κρατάει -ταγμένη για πάντα- γερά στην μνήμη, στην ποδιά και στην καρδιά της».
Ήδη, ετοιμάζεται συγκεντρωτική έκδοση της ποίησής της, η οποία αναμένεται να κυκλοφορήσει στο τέλος της χρονιάς. Συλλυπητήρια για τον θάνατό της εξέφρασε η Εταιρεία Συγγραφέων, της οποίας ήταν ιδρυτικό μέλος.
*Διαβάστε σχετικά και στο ιστολόγιό μου Το Κόσκινο στο http://tokoskino.wordpress.com