Για να πω την αλήθεια στεναχωρήθηκα ξαναβλέποντας τον Θανάση, τον παλιό καλό μου φίλο, που μόλις μας ήλθε από την πατρίδα. Ήταν από τους πολλούς εκείνους που όταν ξενιτεύτηκαν είπαν εκείνο το… «εγώ θα δουλέψω σκληρά πέντε χρόνια και θα γυρίσω πίσω.» Ήταν από τους λίγους που σχεδόν το κράτησαν. 

Λέω πως σχεδόν το κράτησε, γιατί μετά τα πέντε έλεγε, κάθε χρόνο, πως θα φύγει και έφυγε όταν συμπλήρωσε το δέκατο. Γνωριστήκαμε λίγο πριν φύγει εξαιτίας των παιδιών μας. Οι κόρες μας πήγαιναν στο ίδιο σχολείο για ελληνικά, στην πόλη. Έξυπνος, ήσυχος και σοβαρός άνθρωπος. «Θα φύγω Κώστα. Θα γυρίσω στην πατρίδα. Αν μείνω κι’ άλλο λίγο, δεν θα ξεκολλήσω ποτέ. Θα δω τι θα κάνω. Η Σοφία δεν έχει αντίρρηση καίτοι, εκτός από τους γονείς της, όλοι οι δικοί της είναι σκορπισμένοι στην Αυστραλία. Έφυγε. Τα ήπιαμε τα ποτήρια μας κάποιο Σάββατο, χαιρετηθήκαμε και υποσχεθήκαμε να κρατήσουμε μια κάποια επαφή. 

Το θυμάμαι σαν να είναι τώρα. Τηλεφώνησε την πρώτη φορά η Σοφία, η γυναίκα του, μετά ένα χρόνο, στη γιορτή της μητέρας. Αφού είπαν τα σχετικά με τη σύζυγο, μου τον έδωσε στο τηλέφωνο. Γέλαγε… «θυμάμαι ακόμη τους χαρακτηρισμούς σου για τη γιορτή της μητέρας… Αμερικάνικη καταναλωτική εφεύρεση… και σωρός μέσα σου οι αντιρρήσεις, οι ενδοιασμοί και οι ενστάσεις. Είπαμε αρκετά και υποσχέθηκα να πάω να τον επισκεφτώ, σαν βρεθώ στην πατρίδα. Στην πατρίδα μας είχαν αρχίσει τα προβλήματα όταν με ξαναπήρε. 

Θυμάμαι πως άρχισε να μου διαβάζει κάτι που μου φάνηκε γνωστό και με πρόλαβε: «Θα σου διαβάσω κάτι που είχες γράψει εσύ. Όποιο κομμάτι μου αρέσει απ’ αυτά που γράφατε, όλοι σας, το κόβω και τα έχω κοντά μου, πότε κάνοντας συγκρίσεις με κάποια ντόπια που δημοσιεύονται και πότε για να μου κρατούν συντροφιά και να μαθαίνω νέα σας. Έγραφες: «Υπάρχουν όμως, φίλες και φίλοι και κάποιες ξεχωριστές κατηγορίες μανάδων. Υπάρχουν αυτές που ταΐζουν τα μωρά τους λίγο πλιγούρι από κάποιο τσίγκινο πιάτο που έχει μέσα μια ποσότητα που δεν θα χόρταινε ούτε σπουργίτι. Αυτές οι μάνες που προσπαθούν να τα ταΐσουν με τον… αέρα του πανιασμένου στήθους τους. 

Κάποιες μάνες που ακούνε τη φωνή του Θεού που τις λυπήθηκε να τους λέει: «Έλα σε παίρνω κοντά μου για να ξεκουραστείς. Μη στεναχωριέσαι θα το φροντίσω το παιδί σου». Μίλησες για μάνες, οι περισσότερες χωρίς σύντροφο, να παλεύουν (κυριολεξία), νύχτα και μέρα με το παράλυτο και διανοητικά ανάπηρο παιδί τους. Μιλάς για μάνες με διαφορετικά χρώματα στο δέρμα, ισχνές, πρόωρα γερασμένες με κουρέλια που σούρνονται ανεβαίνοντας το Γολγοθά τους, προσπαθώντας να σηκώσουν το σταυρό τους, χωρίς κανείς να του δίνει ένα χέρι. Είναι και εκείνη η μάνα με το ανάπηρο παιδί που δεν κοιμάται. Εδώ και χρόνια από το σπιτικό της ακούγονται μόνο κλάματα, άναρθρες κραυγές και προσευχές». 

Αυτά έγραφες Κωνσταντή στη στήλη σου μια κάποια Πέμπτη. Στην Ελλάδα μας έχουμε πολλές μάνες όπως τις περιγράφεις, δικές μας και ξένες. Μπορείς να κάνεις τίποτα; Χρήματα, ρούχα, τρόφιμα, ότι μπορείς. Σου εγγυώμαι ότι θα μοιραστούν δίκαια εκεί που πρέπει. Έκανα ότι μπορούσα. Πέρασαν τρία χρόνια από τότε. Μιλήσαμε πολλές φορές στο τηλέφωνο. Όταν τον επισκέφθηκα έγινε θυσία. Λίγο έξω από το Ξυλόκαστρο σ’ ένα υπέροχο σπιτάκι πνιγμένο στα λουλούδια. 

Θυμάμαι τα λόγια του: «Είμαστε καλά. Πούλησα το μαγαζί, όχι το κτίριο, μόνο την επιχείρηση και πήρα καλά χρήματα για τα ελληνικά δεδομένα. Πήρα τη σύνταξη στα εξήντα πέντε, έχω και τα χρήματα του ενοικίου κι’ είμαστε με το βασιλιά γενιά. Μόνοι μας. Ο γιος μας ζει στην Καβάλα, έχει φαρμακείο με τη γυναίκα του, δεν έχουν παιδιά. Η κόρη μας, τα ξέρεις, συνεχίζει σπουδές στο Σίδνεϊ και μένει τώρα με τη χείρα αδελφή της γυναίκας μου, πλούσια και καλή γυναίκα θα έλεγα, που δεν έχει δικά της παιδιά και την έχει σαν κόρη της. Στα έλεγα από το τηλέφωνο. Δούλευα και στην Ελλάδα όσο δούλευα και στην Αυστραλία. Εδώ αντιμετώπιζα τα του κράτους με τους ακαταλαβίστικούς γρήγορους ρυθμούς του και στην Αυστραλία με τους αργούς ρυθμούς και την επιφανειακή σκόνη δικαίου. Εδώ ανέπνεα τον αέρα το δικό μου χαιρόμουν τον ήλιο και τη θάλασσα μας το καλοκαίρι και τη μυρωδιά του ξύλου, στο τζάκι, το χειμώνα. Δεν θέλω να κάνω συγκρίσεις με την Αυστραλία γιατί έφαγα ψωμί και χόρτασα στην αγκαλιά της. Την αγαπώ και την πονάω τη χώρα που έζησα τόσα χρόνια». 

Συναντηθήκαμε ξανά πριν λίγες μέρες. Η κουνιάδα του, η χήρα, πέθανε και άφησε ότι είχε και δεν είχε στην κόρη τους. Η κόρη τους έχει συνδεθεί με κάποιο παλικάρι, καλό παιδί, ελληνόπουλο και συμφοιτητή της. «Κι’ εγώ, Κωνσταντή, δεν ξέρω τι να κάνω. Ν’ αφήσω τη γυναίκα μου που θέλει να μείνει με την κόρη μας, να τελειώσει, όπως λέει, τις σπουδές, να παντρευτεί και βλέπουμε; Να πηγαινοέρχομαι και να το πάω έξι μήνες εδώ και έξη μήνες άνοιξη και καλοκαίρι στην πατρίδα; Δεν ξέρω τι να κάνω.