Από το βιβλίο του Βασίλη Γκιώνη «Πολεμάρχες και Ηγέτες» που μου δάνεισε ο αδελφός του, δανείστηκα την περιγραφή ενός αρχαίου Αθηναίου στρατιωτικού και σας την παρουσιάζω. Αν δείτε και συνεχίσω να γράφω για Αρχαίους Έλληνες και για τη μεγαλοπρέπεια της Αθήνας του Περικλή, να ξέρετε πως το κάνω επίτηδες.
Έμαθα πως στη Γερμανική Βουλή διαβάζουν (κρυφά) το «Νέο Κόσμο». Προ δύο μηνών ο Γιάνης (με ένα Ν), είχε ξεχάσει ένα «Νέο Κόσμο» της Πέμπτης στην Ευρωβουλή. Τον βρήκε ο… κύριος, μου διαφεύγει τ’ όνομά του, αυτός μωρέ ο… συμπαθέστατος ανάπηρος Γερμανός υπουργός των Οικονομικών. Έβγαλε φωτοτυπία την εφημερίδα και την μοίρασε σε όσους από τους Γερμανούς βουλευτές και ευρω-υπουργούς συμπαθούν την Ελλάδα και τους Έλληνες.
Ήθελε να δώσει και ένα αντίγραφο στον κ. Ολάντ, τον Γάλλο πρόεδρο. Λέγεται πως ο κ. Ολάντ του είπε πως γνωρίζει την εφημερίδα από χρόνια και πως είναι συνδρομητής και λαμβάνει και τις τρεις εκδόσεις εβδομαδιαίως.
«Ο Αλκιβιάδης, Αθηναίος στρατιωτικός και πολιτικός, ανιψιός του Περικλή, ο οποίος και τον κηδεμόνευε, μια και ο πατέρας του Κλεινίας, είχε σκοτωθεί στη μάχη της Κορώνειας (446). Η μητέρα του Δεινομάχη, από τις πλουσιότερες Αθηναίες, ήταν κόρη του Μεγακλέους και εγγονή του Ιπποκράτη. Ο Αλκιβιάδης ήταν μαθητής του Σωκράτη, ο οποίος τον υπεραγαπούσε και πρώτος είχε διακρίνει τα μεγάλα του προσόντα. Ήταν μεγαλοφυής πολιτικός, γενναίος πολεμιστής και σπουδαίος στρατηγός.
Συνάμα ήταν αδίστακτος, ακόλαστος και έθετε τον εαυτό του υπεράνω όλων. Άρχισε την πολιτική του σταδιοδρομία από νεαρή ηλικία, με τη φιλοδοξία της πανελλήνιας κυριαρχίας της Αθήνας, όταν ακόμη ο Πελοποννησιακός πόλεμος βρισκόταν σε εξέλιξη. Με δική του πρωτοβουλία διοργάνωσε το 415 την εκστρατεία της Σικελίας, στην οποία ο ίδιος δεν έλαβε μέρος, επειδή των κατηγόρησαν ότι είχε κόψει τα κεφάλια των Ερμών στην Αθήνα. Η ατυχής αυτή εκστρατεία, κατά την έκφραση του Θουκυδίδη «τίποτα δεν έμεινε που να μη χάθηκε».
Ο Αλκιβιάδης για ν’ αποφύγει την τιμωρία για το σκάνδαλο των Ερμοκοπιδών, που η καταδίκη του θα ήταν θάνατος, διέφυγε στη Σπάρτη, όπου πρόδωσε στους εχθρούς της πατρίδας του τα πολεμικά σχέδια τους. Παράλληλα συμβούλευσε τους Σπαρτιάτες να πλησιάσουν τους Πέρσες. Οι Σπαρτιάτες ακολούθησαν τη συμβουλή του κι έτσι οι ηττημένοι του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας έγιναν ρυθμιστές των ελληνικών υποθέσεων. Αλλά και οι Σπαρτιάτες άρχισαν να υποπτεύονται τον Αλκιβιάδη, αυτός πηγαίνει στους Πέρσες και μετά πάλι στην Αθήνα, όπου γνώριζαν τις ικανότητές του ως στρατιωτικού, συμμετέχει σε μάχες και σημειώνει μια σειρά από λαμπρές νίκες. Όμως θεωρήθηκε υπεύθυνος για μία ήττα του αναπληρωτή του που ονομάζονταν Αντίοχος και έτσι ο Αλκιβιάδης προκειμένου να αποφύγει τις συνέπειες, δραπετεύει στη Θράκη.
Στην τελευταία φάση του Πελοποννησιακού πολέμου, στους Αιγός ποταμούς, όπου οι Αθηναίοι έπαθαν φοβερή καταστροφή από τους Σπαρτιάτες, Ο Αλκιβιάδης θέλησε να συμβουλεύσει τους Αθηναίους. Μετά την άρνησή τους ο Αλκιβιάδης περιορίστηκε στο να παραμείνει απλός θεατής. Δυστυχώς, για τους Αθηναίους, δεν θα πάθαιναν την καταστροφή αν άκουγαν τις πολύτιμες συμβουλές του. Ο Αλκιβιάδης ήταν ο ωραιότερος νέος της εποχής του, ευφυής και πάμπλουτος. Ήταν ο αναμφισβήτητος «νομοθέτης του ανδρικού συρμού». Το μόνο ελάττωμα που είχε ήταν ο τραυλισμός (ψεύδισμα-βραδυγλωσσία ) αλλά και αυτό του το μειονέκτημα το μετέτρεψε σε άφταστο χάρισμα και οι νέοι της Αθήνας έκαναν μεγάλες προσπάθειες να μιμηθούν το τραύλισμά του. Στη μάχη της Ποτίδαιας του έσωσε τη ζωή ο Σωκράτης, αλλά ο μεγάλος φιλόσοφος δεν δέχεται το αριστείο Ανδρείας που θέλουν να του απονείμουν και επιμένει να το πάρει ο Αλκιβιάδης για την ανδρεία του. Ο Αλκιβιάδης αισθάνεται βαρύ το χρέος και επιδιώκει να βρει τρόπο ν’ ανταποδώσει στο Σωκράτη την τιμή που του έκανε να επιμείνει να του δοθεί το αριστείο Ανδρείας.
Τελικά το κατορθώνει σώζοντας τη ζωή του Σωκράτη σε άλλη μάχη. Μετά την ήττα των Αθηναίων στη μάχη στους Αιγός Ποταμούς, ο Πελοποννησιακός πόλεμος τελειώνει με νίκη της Σπάρτης. Ο Αλκιβιάδης κατεστραμμένος, άθλιος και καταδιωκόμενος, με μόνο σύντροφο, την πιστή ερωμένη του, εταίρα Τιμάνδρα κατέφυγε στη Περσία, όπου ο σατράπης της Φρυγίας Φαρναβάζος του παραχωρεί ένα κάστρο. Όμως με απαίτηση των Σπαρτιατών ο σατράπης έβαλε φωτιά στο σπίτι που ήταν ο φιλοξενούμενός του, αλλά ο Αλκιβιάδης κατόρθωσε να διαφύγει μαζί με τη φίλη του. Όμως δύο Πέρσες που ο Αλκιβιάδης είχε ατιμάσει του ενός την αδελφή, του έστησαν ενέδρα και τον σκότωσαν. Του έκοψαν το κεφάλι και το έστειλαν στην περσική πρωτεύουσα και η Τιμάνδρα έθαψε το ακέφαλο σώμα.