Έβλεπα εκείνη την εικόνα, που φιλοξενήθηκε σε όλα τα κανάλια ανά τον κόσμο. Το θύμα ενός επιτυχημένου δημοψηφίσματος. Τον ηλικιωμένο κύριο, που αφού επί κάποιες ώρες γύριζε από τράπεζα σε τράπεζα για να σηκώσει από το παραδοσιακό βιβλιαράκι (περιορισμένων) καταθέσεων και αναλήψεων της γυναίκας του, το επιτρεπόμενο, το προκαθορισμένο ποσό των 60 Ευρώ. 

Μόλις και η τρίτη τράπεζα του αρνήθηκε, βγήκε στο δρόμο, έβαλε τα κλάματα και στη συνέχεια κάθισε χάμω στο πεζοδρόμιο και συνέχισε το κλάμα, εξουθενωμένος, απογοητευμένος και πικραμένος. Εικόνες, μέσα μου, περασμένες, θαμμένες στις μνήμες, ζωντάνεψαν. Μυριάδες ημέρες των δύσκολων καιρών της Ελλάδας, που ήταν μισοκοιμισμένες, ξύπνησαν τρομαγμένες. 

Σαν να ήμουν μπροστά, κρυμμένος σε μια γωνιά, παρακολουθούσα την ίδια σκηνή και έκανα την περιγραφή κάπου, σε κάποιον πάνω από τα σύννεφα. Ένα μικρό, παλιό σπιτάκι, από εκείνα τα όμορφα φτωχικά σπίτια της παλιάς Αθήνας. Ο χαμηλός τοίχος του φράχτη, τα κάγκελα που ξάπλωνε, τεμπέλικα, επάνω τους το γιασεμί και οι όμορφες γλάστρες προσεγμένα στοιχημένες, ανθισμένες. Τα ξύλινα παράθυρα, οι γρίλιες και το ζεμπερέκι γαντζωμένο ανάλογα για να μας επιτρέπει να… βλέπουμε, χωρίς να μας βλέπουν. Ασπρισμένο, ασβεστωμένο το πεζοδρόμιο και το κατώφλι. 

Στο βάθος ένα μικρό αυτοσχέδιο κοτέτσι με τρεις κοτούλες και ένα, τυχερό, κόκορα. Καθισμένος σε μια ψάθινη καρέκλα στη λουλουδιασμένη αυλή, απρόσκλητος και αθέατος, έτσι για να συμπληρωθεί το δραματικό σενάριο, παρακολουθώ το διάλογο του ηλικιωμένου ζευγαριού. 

– Άνθρωπε του Θεού δεν μπορώ να κουνηθώ, δεν μπορώ να περπατήσω τόσο δρόμο. Το πόδι μου είναι ακόμη πρησμένο. πάρε μαζί σου το δικό μου βιβλιάριο τραπέζης που έχει λίγα χρήματα, την ταυτότητά μου, το βιβλιάριο του ΙΚΑ, θα σε πιστέψουν. Στο υποκατάστημα του Κολωνού μας ξέρουν. Δουλεύει κι’ ένα παλληκάρι, ταμίας, που πήγαινε με το γιο μας στο ίδιο Γυμνάσιο. Μας ξέρουν σου λέω. Δεν θα δυσκολευτείς να πάρεις τα Ευρώ, σιγά το ποσό. Αν τα πάρεις, που θα τα πάρεις σίγουρα, αν έχει ο Βαγγέλης ένα καλό κοτόπουλο κι όχι πολύ μεγάλο. Ξέρεις. Από τον Ζαρίκο πάρε λίγο σέλινο, δύο κολοκύθια, δύο καρότα… Δεν τα γράφεις να μην τα ξεχάσεις. Την άλλη φορά σου είχα πει σέλινο, έλεγες σε όλο το δρόμο σέλινο, για να μην το ξεχάσεις και μου έφερες …. μαϊντανό. 

Πάρε και έξι-εφτά μεγάλες πατάτες και ψωμί. Σκέφτομαι να κάνω πρώτα μια σουπίτσα με όλα τα λαχανικά μήπως και η προκομμένη, η νύφη μας φέρει το μικρό, να φάει κάτι που του αρέσει πολύ, να στυλωθεί, και να συνέλθει από τα νερόβραστα που το ταΐζουν. Μετά θα το βάλω στο φούρνο με τις πατάτες. Δύο φαγητά με ένα κοτόπουλο.

– Κάτσε να πάρω τα λεφτά πρώτα και θα τα θυμηθώ όλα. 

– Θα τα πάρεις, θα τα πάρεις. 

Φίλες και φίλοι, στο αρχικό σενάριο, αυτό που είδαμε όλοι μας στην τηλεόραση, ο ήρωας μας, δεν πήρε από καμιά τράπεζα χρήματα. Και στο δικό μου το σενάριο, στημένο στην φτωχή, αρχοντική και όμορφη Αθήνα, της μεταπολεμικής, φτωχής και υπερήφανης Ελλάδας, δεν πήρε χρήματα από την τράπεζα. 

Στο δικό μου σενάριο έκλαψε κρυφά, συνήλθε καθισμένος σε μια γωνιά και κρατώντας το άδειο δίχτυ για τα ψώνια, πήρε, λυπημένος, το δρόμο της επιστροφής. Σταμάτησε στη βιτρίνα του χασάπη του Βαγγέλη, χαζεύοντας, λυπημένος, την πραμάτεια. 

Ο Βαγγέλης βγήκε στην πόρτα του μαγαζιού και δείχνοντάς του τα κοτόπουλα… αναφώνησε: «Πρώτο πράγμα κύριε Κώστα»

-Το βλέπω Βαγγέλη μου, αλλά δεν έχω χρήματα, δεν πληρωθήκαμε. 

«Και ποιος σου ζήτησε χρήματα κ. Κώστα; Δεν πληρωθήκατε σήμερα θα πληρωθείτε αύριο, μεθαύριο ή την άλλη. Δεν τα χάνουμε». 

Πριν προλάβει ο κ. Κώστας να αντιδράσει, το κοτόπουλο, ωραίο κοτόπουλο, βρισκόταν ξαπλωμένο στο… άδειο φιλέ που κρατούσε ο ήρωας μας. Το ίδιο έγινε στον Ζαρίκο, τον μανάβη, «Τι έχεις μέσα στο φιλέ διπλωμένο κ. Κώστα;» 

-Κοτόπουλο. «Βραστό θα το κάνει η κυρία ή στο φούρνο;» 

-Και τα δύο κ.Ζαρίκο. 

«Τότε χρειαζόμαστε κολοκυθάκι φρέσκο…» 

-Χρειαζόμαστε όλα αυτά που είπατε κ. Ζαρίκο, αλλά δεν θα πάρω γιατί δεν έχω χρήματα. Δεν πληρωθήκαμε. 

«Με προσβάλλετε. Δεν έχετε χρήματα σήμερα, θα έχετε χρήματα την άλλη ή τον άλλο μήνα. Δεν τα χάνουμε. Εγώ βάζω στη σακούλες και εσείς μου λέτε πότε να σταματήσω ή τι άλλο θέλετε. Αφού με ρωτάτε, για την κοτόσουπα θέλει, σίγουρα, σέλινο… Όλα έτοιμα και ένα σημειωματάκι να ξέρετε και τι αγοράσατε και πόσο σας τα χρεώσαμε για να μη σας ζητάμε άλλα αντί άλλων. Οι μανάβηδες δεν έχουν το Θεό τους κ. Κώστα».

Επέστρεφε στο σπίτι, σκυφτός, συγκινημένος, σχεδόν χαρούμενος. Σταμάτησε για ψωμί. Θυμήθηκε πως είχε κάτι ψηλά στην τσέπη του, έφταναν και περίσσευαν για το μικρό καρβέλι. Όταν μπήκε σπίτι, η σύζυγος τον υποδέχτηκε χαμογελαστή και κοιτώντας το γεμάτο δίχτυ, αναφώνησε: «Άδικα γκρίνιαζες. Στα δώσανε τα χρήματα. Στο είπα πως θα σου τα δώσουν. Ξέρω εγώ».