«Το φουαγιέ του RSL – Caravan Club ‘ξεχείλιζε’ με Έλληνες και Ελληνίδες, κυρίως προχωρημένης ηλικίας, που περίμεναν υπομονετικά στην ουρά με το εισιτήριο ανά χείρας. Ήταν το περασμένο Σάββατο βράδυ, όταν οι πολικές θερμοκρασίες δεν εμπόδισαν τον κόσμο να πάει στο Oakleigh και να ακούσει τις υπέροχες μελωδίες του αξεπέραστου Βασίλη Τσιτσάνη. 

Κάθε φορά που άνοιγε η πόρτα για να μπει ο κόσμος, ακούγονταν μουρμουρητά για το κρύο και κάποιοι έλεγαν ότι τι καλά θα ήταν να βρίσκονταν στην Ελλάδα και σε κάποια παραλία της!

Ήταν για μια βραδιά ξεχωριστή, μια βραδιά «διαφυγής» από την παγωμένη Μελβούρνη σε ένα ταξίδι στην Ελλάδα, έστω και για μερικές μόνο ώρες. Ήταν μία υπενθύμιση για το πώς έχουν περάσει τα χρόνια σαν νερό. Ο Τσιτσάνης ζούσε κια «βασίλευε» όταν δεκάδες χιλιάδες Έλληνες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα για ένα καλύτερο μέλλον για να έρθουν σε αυτή τη νέα ζωή εδώ. Ίσως ο κόσμος που κατέκλυσε το RSL ήθελε απλώς και μόνο να δει την παράσταση λόγω της αγάπης του προς τον καλλιτέχνη Τσιτσάνη και τη μουσική του. 

Ίσως θα μπορούσαμε να πούμε ότι πήγαν στην εκδήλωση επειδή αισθάνονταν ένα αίσθημα ενοχής που νιώθουν οι Έλληνες εδώ, για να «υποβάλουν τα σέβη» τους στη χώρα που άφησαν πίσω τους και για να δείξουν ότι δεν έχουν ξεχάσει την πατρίδα τους. 

Όταν καθίσαμε στο τραπέζι και άρχισαν οι όμορφες πενιές να γεμίζουν το χώρο, αναρωτηθήκαμε πόσοι από τους Έλληνες γύρω μας αισθάνθηκαν ότι βρίσκονται στην πραγματικότητα πίσω στην πολύτιμη Ελλάδα τους. Ίσως, αναρωτιούνται αν αισθάνονται ακόμη πραγματικοί Έλληνες μετά από τόσα χρόνια στην Αυστραλία, αν έχει μείνει ακόμα η πραγματική βαθιά σύνδεση και αν έχουν αυτή την διαρκή αίσθηση ότι πάντα κάτι τους λείπει. 

Η βραδιά Τσιτσάνη θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια βραδιά όμορφης μουσικής και τραγουδιών, αλλά θα ήταν αδύνατο να μην αντιληφθούμε τα φορτισμένα συναισθήματα που αναμφίβολα κατέκλυσαν την αίθουσα. Νόμιζα ότι θα καθόμουν σε ένα τραπέζι και δεν θα ήμουν σε θέση να ‘αισθανθώ’ και να μην κατανοήσω τη μουσική, ότι δεν θα μπορούσα να συνδεθώ με τη μουσική και το κοινό. Κάθισα εκεί ήσυχα και ήρθαν στο μυαλό μου οι ομορφότερες στιγμές της ζωής μου, φυσικά στην Ελλάδα. Ατελείωτες γλυκές ζεστές νύχτες κάτω από τα αμέτρητα αστέρια που φώτιζαν τα νησιά του Αιγαίου, ημέρες ενός ατελείωτου καλοκαιριού, απερίγραπτα σε ομορφιά χρώματα και το περίφημο ‘φως του Αιγαίου’. Μνήμες από τις γλάστρες που ‘ξεχείλιζαν’ με τις φωτεινές ροζ μπουκαμβίλιες, η εικόνα μιας πλατείας όπου κάθεται ήσυχα ένας ανθρωπάκος κάτω από ένα δέντρο χωρίς να προσέχει τον κόσμο. 

Αλλά δεν ήταν δυνατό να μην πάει το μυαλό των παρισταμένων και στην οδυνηρή πραγματικότητα: «Είμαστε εδώ, σε αυτό το χώρο και στη μέση μιας ατέλειωτης ελληνικής κρίσης. Οπότε, τι είναι καλύτερο να κάνω; Το πιο έξυπνο πράγμα είναι να μείνουμε εδώ, σωστά;», ίσως να αναρωτήθηκαν μία ακόμη φορά οι συμπάροικοι εκείνο το βράδυ. Στην Αυστραλία είμαστε οικονομικά πλούσιοι, αλλά τι έχουμε θυσιάσει γι’ αυτό; 

Έπειτα από δεκάδες ταξίδια στην Ελλάδα τα τελευταία 12 χρόνια μας ήρθε η εξής σκέψη: ‘Στην Αυστραλία υπάρχουμε, στην Ελλάδα ζούμε. Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος συνάντησε και στάθηκε μπροστά από τον φιλόσοφο Διογένη τον Κυνικό, του είπε ότι μπορεί να του προσφέρει ό,τι θέλει, αρκεί να του το ονοματίσει. Τότε ο φιλόσοφος του είπε -πολύ κυνικά- ότι αυτό που θα ήθελε περισσότερο, ήταν να βγει από τη μέση διότι του έκρυβε τον ήλιο! 

Μία υποσημείωση: Οι παραπάνω σκέψεις δεν είναι όλες δικές μου. Είναι μιας καλής φίλης, η οποία βρέθηκε στο RSL – Caraval στο Oakleigh, στο αφιέρωμα στο Βασίλη Τσιτσάνη και την ιστορία του μέσα από τις μουσικές και τα τραγούδια του που έγραψε τις δεκαετίες του ’40 και του ’50 και που ερμήνευσαν οι αξεπέραστοι Σωτηρία Μπέλου, Μαρίκα Νίνου και Πρόδρομος Τσαουσάκης. Ο Αχιλλέας Γιαγκούλης, ο Κον Καλαμάρας, ο Ντίνος Γεωργαλάς, ο Ηλίας Γίλος και η Σταυρίνα Δημητρίου παρουσίασαν το αφιέρωμα και πραγματικά συγκίνησαν το κοινό. 

Η κυρία αυτή που επιθυμεί να μείνει ανώνυμη για προσωπικούς της λόγους, δεν είναι ελληνικής καταγωγής, είναι Αυστραλή. Αλλά τα τελευταία χρόνια σκέφτεται, μιλάει και γράφει Ελληνικά, κάποιες φορές πολύ καλύτερα και από έναν Ελληνοαυστραλό μαθητή της Γ’ Λυκείου. Η αγάπη της για την Ελλάδα την «ανάγκασε» να ταξιδεύει εδώ και πολλά χρόνια και κάθε χρόνο στην πατρίδα μας και σε τόσα πολλά και διαφορετικά μέρη που μόνο λίγοι Ελλαδίτες (και ακόμη λιγότεροι Ελληνοαυστραλοί) έχουν ταξιδέψει.