Γιάνης Βαρουφάκης: «Ήρθα για να μείνω»

«Θα παραμείνω στην Ελλάδα και την πολιτική»

Το όνομα του πρώην υπουργού Οικονομικών της Ελλάδας, Γιάνη Βαρουφάκη, είναι σε κάθε δελτίο ειδήσεων και η Ελλάδα πρώτο θέμα σε όλη την υφήλιο. Ένα πολυσυζητημένο πρόσωπο το οποίο μπήκε στις ζωές όλων των Ελλήνων και σκοπεύει να παραμείνει στην πολιτική και στην Ελλάδα. 

Ο ίδιος αποδέχτηκε την πρόσκλησή μου αμέσως και έτσι συνάντησα τον πολυσυζητημένο πρώην υπουργό Οικονομικών και νυν βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ νωρίς το απόγευμα κοντά στο κέντρο της Αθήνας. Ήρεμος, μετρημένος, εξαιρετικά ευγενής, αλλά και αποφασισμένος να μιλήσει για τα «κακώς κείμενα» της Ευρώπης, με προέτρεψε να τον ρωτήσω ό,τι θέλω σχετικά με τους τελευταίους μήνες από την υπουργοποίηση έως την «παραίτησή» του. 

«Όταν εισέρχεσαι σε μια κυβέρνηση ως υπουργός Οικονομικών μιας χώρας που έχει ουσιαστικά πτωχεύσει και έχεις να κάνεις με πολύ σκληρούς αντιπάλους που ελέγχουν το κράτος και τα οικονομικά του και στόχος σου είναι να έρθεις σε σύγκρουση μαζί τους, δεν είναι εύκολο. Ήταν μια ζωή που δεν μπορεί να αντέξει κανείς πάνω απο μια εβδομάδα», μου εξηγεί όταν τον ρωτάω πόσο άλλαξε η ζωή του τους τελευταίους μήνες. 

«Πρέπει να είσαι πολύ ανόητος για να πιστέψεις πως όλο αυτό θα είναι μια εύκολη κούρσα».

Τι τον οδήγησε, λοιπόν, να αναλάβει ένα τόσο δύσκολο ρόλο και έχει, τελικά, μετανιώσει για την απόφασή του αυτή να στηρίξει τον αγώνα του ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα στις διαπραγματεύσεις με την Ευρώπη; 

«Δεν είχα επιλογή» μου εξηγεί. «Ήταν ηθικό το ζήτημα. Όταν για 6 χρόνια ασκείς κριτική στην πολιτική και έρχεται ο πρωθυπουργός της χώρας και σου ζητά να κάνεις πράξη όσα λες, δεν μπορείς να αρνηθείς. Είναι από τις πολύ λίγες στιγμές στη ζωή που δεν επιλέγεις. Σε επιλέγει κάτι. Όχι. Σε καμία περίπτωση δεν μετανιώνω για τη θέση που ανέλαβα».

Σύμφωνα με τον Γιάνη Βαρουφάκη αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα, δεν είναι περίπλοκο. 

«Eίναι πολύ απλό. Σε τραπεζικούς όρους ονομάζεται «extend and pretend». 

Μου δίνει το παράδειγμα μιας τράπεζας η οποία δίνει ένα μεγάλο χρηματικό δάνειο σε μια επιχείρηση και μετά συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να γίνει αποπληρωμή.

«Αν η τράπεζα κάνει το σωστό και διαγράψει το «κακό χρέος» της επιχείρησης, παραδεχόμενη ότι το χρέος αυτό δεν πρόκειται να το εισπράξει ποτέ, τότε ουσιαστικά έχει πτωχεύσει και η ίδια η τράπεζα. Οπότε, ένας κακός, ένας διεφθαρμένος τραπεζίτης κάνει το «extend and pretend». Δίνει κι άλλα δάνεια για να πληρώνει τις δόσεις η επιχείρηση με αποτέλεσμα η μαύρη τρύπα να μεγαλώνει, η επιχείρηση να πτωχεύει πιο πολύ και η ίδια η τράπεζα να ελπίζει ότι κάποιος θα έρθει να τους σώσει».

Σύμφωνα με τον πρώην υπουργό, αυτό ακριβώς συνέβη στην Ελλάδα. Oι Γάλλοι και Γερμανοί τραπεζίτες (καθώς και Έλληνες) είχαν δώσει τεράστια δάνεια σε ανόητες κυβερνήσεις προσποιούμενες ότι αυτά τα δάνεια μπορούν να αποπληρωθούν με νέα δάνεια. «Έτσι δόθηκε στο ελληνικό Δημόσιο το μεγαλύτερο δάνειο στην ανθρώπινη ιστορία, το οποίο είχε πτωχεύσει, υπό τον όρο να μειώσει το εισόδημά του. Αυτό είναι η λιτότητα».

«Ανεύθυνες τράπεζες χρηματοδοτούσαν ανεύθυνες Ελληνικές κυβερνήσεις και -με την διεθνή οικονομική κρίση το 2010- αυτά τα δάνεια κατέρρευσαν αφού ήταν αδύνατο να τα αποπληρώσει το ελληνικό Δημόσιο. Aντί, λοιπόν, να διαγράψουν το χρέος ως «bad debt» με όλες τις επιπτώσεις -και για την Ελλάδα και για τις τράπεζες- προχώρησαν στο «extend and pretend» το οποίο με μαθητική ακρίβεια θα οδηγούσε στην καταστροφή. Όπως και οδήγησε» παραδέχεται με διάθεση ειλικρίνειας.

«Χάσαμε το 1/3 των εισοδημάτων και το χρέος που ήταν 120% τώρα θα πάει στο 200% των εισοδημάτων. Προσποιείσαι βραχυπρόθεσμα ότι δεν έχεις πτωχεύσει και η πτώχευση βαθαίνει». 

«Εμείς εκλεχθήκαμε για να πούμε όχι σ’ αυτό. Εκλεχθήκαμε για να πούμε στους δανειστές μας πως ήρθε η ώρα να καθαρίσει αυτή η βρώμα» συνεχίζει, αναφέροντας τους δανειστές κι ενδιαφέρομαι να μάθω πόσο ειλικρινείς και διαφανείς ήταν οι διαπραγματεύσεις μέσα και έξω από τις αίθουσες του Eurogroup, εφόσον πολλά έχουν ειπωθεί για τις υποσχέσεις που δίνονταν από τους εταίρους στις ευρωπαΐκές αίθουσες ή και έξω από αυτές. 

«Αυτό ήταν το πιο ενοχλητικό κομμάτι της ιστορίας. Δυστυχώς, άλλα λέγονται μπροστά στις κάμερες και άλλα μέσα στο Eurogroup. Τα λεγόμενα άλλαζαν διαρκώς».

Μου φέρνει ως παράδειγμα την πρώτη του συνάντηση με τον κ. Τόμσον στο Παρίσι, παρουσία και του νυν υπ. Οικονομικών, Ευκλείδη Τσακαλώτου:

«Κι ο ίδιος ο Τόμσον συμφωνούσε πως το χρέος πρέπει να κουρευτεί πάρα πολύ άσχημα, κατανοώντας ταυτόχρονα ότι σε μια αριστερή κυβέρνηση δεν μιλούν για περαιτέρω λιτότητα και επιπλέον περικοπές στις συντάξεις γι’ αυτό και πρότεινε στην ελληνική πλευρά να επικεντρωθεί σε αυτά που θέλει να πετύχει με τα σωστά για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μέτρα (φοροδιαφυγή, διαφθορά κ.λπ.)».

Αδυνατώντας να πιστέψω ότι όλη η Ευρώπη είναι εναντίον της Ελλάδας, επιμένω να μάθω τους λόγους για τους οποίους η διαπραγμάτευση με τους εταίρους δεν πέτυχε. 

«Δεν είμαι σίγουρος. Νομίζω ότι το πρόβλημα ξεκινούσε από το ότι δεν είχαμε να διαπραγματευτούμε με έναν μόνο διαπραγματευτή και είχαμε μεγάλες αντιθέσεις τόσο μεταξύ των θεσμών και των υπόλοιπων κρατών αλλά και μέσα στους ίδιους τους θεσμούς και τα ίδια τα κράτη» και προχωρά αναλύοντας τις θέσεις των διαφόρων θεσμών ξεχωριστά. 

«Η Κομισιόν συμφωνούσε με την προστασία των εργαζομένων αλλά δεν ήθελε να ακούσει -έτσι της είχε πει η Γερμανία- περί αναδιάρθρωσης χρέους ενώ η Κεντρική Τράπεζα είχε το δικό της μανιφέστο που αφορούσε τους πλειστηριασμούς σπιτιών. Σύμφωνα με τον κ. Βαρουφάκη, ο κάθε θεσμός είχε ουσιαστικά τις δικές του απαιτήσεις και πολλές φορές αυτό που ήθελε ο ένας ήταν αντίθετος από αυτό που ήθελε ο άλλος. Αυτό, δυσκόλευε πολύ τη διαπραγμάτευση εφόσον υπήρχε και οριζόντια αλλά και κάθετη διάσπαση. 

Μου γεννάται το εύλογο ερώτημα και ρωτώ να μάθω ποιος είναι ο θεσμός εκείνος που παίρνει τις τελικές αποφάσεις. 

«Κανένας τελικά δεν ήταν ο ‘decision maker’. Είναι σαθρά δομημένο αυτό που λέγεται τροίκα. Συνεπώς, αυτό που ελπίζαμε ήταν ότι θα έρθει η μεγάλη αυτοκρατόρισσα της Ευρώπης, η μεγάλη κυρία, που τελικά θα αποφασίσει τι πρόκειται να γίνει. Αναφέρεται στην καγκελάριο της Γερμανίας, κ. Άνγκελα Μέρκελ. 

«Η κ. Μέρκελ έδωσε την ιδέα στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, ότι σκόπευε να παρέμβει την τελευταία στιγμή και να δώσει τη λύση για την Ελλάδα».

«Πραγματικά, η καγκελάριος ήταν πολύ συνετή και συγκροτημένη και γνώριζε πολύ καλά το θέμα. Ήξερε το ελληνικό μνημόνιο απ’ έξω και ανακατωτά. Καλύτερα κι από τα μέλη των ελληνικών προηγούμενων κυβερνήσεων. Και ελπίζαμε, χωρίς να έχουμε καμία άλλη επιλογή εφόσον δεν είχαμε εντολή να συγκρουστούμε με την Ευρώπη, να συνεχίσουμε τις συνομιλίες μέχρι να έχουμε μια σοβαρή συμφωνία. Η οποία δεν ήρθε ποτέ». Θυμίζω στον κ. Βαρουφάκη παλιές του δηλώσεις, σύμφωνα με τις οποίες η έξοδος της Ελλάδας από την Ευρώπη φαινόταν σχεδόν αδύνατη και όμως τώρα συνεχίζει να βρίσκεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. 

«Θα ήταν τεράστιο το κόστος να βγει μια χώρα από την Ευρώπη. Αυτό που πιστεύω ότι έπρεπε να γίνει, ήταν να κάνουμε ένα default εντός της Ευρωζώνης, όποιο κι αν είναι το κόστος, χωρίς να βγούμε από την Ευρωζώνη και απλώς να περιμένουμε να έρθει μια καλύτερη συμφωνία».

«Αυτό τους πονάει πάρα πολύ. Να μην πληρώσουμε το ΔΝΤ με κόστος την απειλή του κλεισίματος των Τραπεζών. Εφόσον σου κλείσουν τις τράπεζες είτε θα παραδοθείς για να ξανανοίξουν ή θα βρεις έναν τρόπο να λειτουργεί η οικονομία έστω και υποτυπωδώς με παράλληλο σύστημα ρευστότητας εντός του Ευρώ, εκφρασμένο σε ευρώ, γιατί τότε αρχίζει και η άλλη μεριά να έχει μεγάλο κόστος εφόσον κινδυνεύουν να μην πάρουν τα λεφτά τους πίσω». 

Αναφέρεται ανοιχτά στον Υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας κ. Β. Σόιμπλε που υπήρξε από την αρχή απόλυτα σαφής αναφορικά με την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρώπη. 

«Ελπίζαμε ότι η Σύνοδος Κορυφής της Ευρωζώνης EuroSummit θα ήταν εκείνη που θα έδινε εντολή στο Eurogroup για εξεύρεση λύσης. Το ξέραμε μετά τον Μάρτιο πως στο Eurogroup δεν υπήρχε πιθανότητα να βρεθεί λύση. Η πλειοψηφία ήταν με τον Σόΐμπλε. Γι’αυτό είχαμε δώσει όλη μας την ενέργεια στο να πειστούν οι αρχηγοί κρατών. Ο Σόιμπλε δεν ενδιαφέρεται ποια κυβέρνηση υπάρχει στην Ελλάδα, ωστόσο θα ήταν ίσως διατεθειμένος να δεχθεί μια κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας για περισσότερο χρόνο αλλά στο πλάνο του πάντα ήταν το Grexit. Δεν τον ενδιαφέρει η Ελλάδα. Για εκείνον το παιχνίδι είναι με την Γαλλία και λιγότερο με την Ιταλία. Η Ελλάδα είναι απλώς ένα εργαλείο. Δημιουργώντας συνθήκες πανικού στην Ελλάδα, τρομοκρατεί το Παρίσι περισσότερο, για να το κάνει να αποδεχθεί κάποιες από τις δικές του απόψεις και ακούγοντας τον κ. Ολάντ να μιλάει για μια συγκεκριμένη μορφή ομοσπονδίας, η οποία δεν είναι δημοκρατική αλλά μια ένωση λιτότητας και αυστηρότητας. Πολύ φοβάμαι πως μπορεί ήδη να το έχει πετύχει και πλέον μένει να δούμε κατά πόσο ο κ. Σόιμπλε μένει ικανοποιημένος με αυτό ή αν θέλει να κάνει κι άλλες κινήσεις ενεργοποιώντας το Grexit». 

Μιλάμε για λάθη δικά του και της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ το τελευταίο εξάμηνο. 

«Κανένας δεν μπορεί να πει ότι δεν θα έκανε κάτι διαφορετικά. Όποιος το λέει αυτό, είναι επικίνδυνος. Αυτό που θεωρώ ότι ήταν λάθος μου -και το παίρνω πάνω μου- ήταν ότι πίστεψα την απόφαση του Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου η οποία για μας ήταν μια πολύ μεγάλη επιτυχία. Μας πήρε 3 Eurogroup να την κάνουμε, τινάξαμε στον αέρα τα 2 πρώτα για να μη δεσμευόμαστε από το μνημόνιο αλλά από μια σειρά μεταρρυθμίσεων που θα συγγράφαμε εμείς. Να γίνουμε οι συγγραφείς του δικού μας μεταρρυθμιστικού προγράμματος το οποίο ήταν εκπληκτικό. Το λάθος μου ήταν ότι το πίστεψα ότι είχαμε μια έντιμη συμφωνία. Μας πήρε πάρα πολύ καιρό να καταλάβουμε και να πιστέψουμε ότι αυτό ήταν μια κίνηση που μπορεί να την εννοούσε η κ. Μέρκελ εκείνη τη στιγμή αλλά πάρα πολύ γρήγορα ο κ. Σόιμπλε, ο οποίος ήταν εναντίον αυτού – επανέκτησε την πρωτοβουλία των κινήσεων. Τέσσερις μόλις μέρες μετά -στις 24 Φεβρουαρίου- ο κ. Σόιμπλε είχε ήδη ανατρέψει εκείνη τη συμφωνία».

Στην ερώτησή μου για το ποιος τελικά είναι αυτός που έχει τον έλεγχο και την ευθύνη της τελικής υπογραφής για το ζήτημα της Ελλάδας μου απαντά χωρίς δεύτερη σκέψη.

«Χωρίς να θέλω να φανώ αμετανόητος, αν ψάχνουμε να βρούμε τα αίτια της αποτυχίας σε μικρά λάθη τακτικής, κινδυνεύουμε να χάσουμε από την οπτική μας το έγκλημα που έκανε ο θύτης. Ουσιαστικά ανέτρεψε μια κυβέρνηση γιατί δεν του άρεσε. Ο μόνος λόγος που δεν έγινε η συμφωνία στο τέλος ήταν επειδή δεν ήθελαν συμφωνία με αυτή την κυβέρνηση γιατί είμαστε μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Ήταν πραξικόπημα όπως είπε και ο πρωθυπουργός. Αν υπήρχε άλλη κυβέρνηση, οποιοδήποτε άλλο κόμμα και τους πρότεινε αυτό που τους προτείναμε εμείς την 21η Ιουνίου, θα το είχαν δεχθεί. Γιατί ήταν πάρα πολύ κοντά σε αυτό που ζητούσαν και γιατί είχαμε κάνει τεράστιες υποχωρήσεις μόνο και μόνο για να έχουμε μια κάπως έντιμη συμφωνία. Εάν την είχε κάνει αυτην την πρόταση το ΠΑΣΟΚ ή η ΝΔ, θα την είχαν δεχθεί. Ήθελαν να μας ανατρέψουν. Δεν ήθελαν να δώσουν συμφωνία σε μας παρά μόνο αν ήταν μια συμφωνία καθ’όλα ταπεινωτική».»Αυτό που προσπάθησα να κάνω είναι να δούμε τις βαθιές σημαντικές μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η χώρα και στις οποίες συμφωνούμε με τους Ευρωπαίους ώστε τουλάχιστον να προχωρήσουμε με αυτές και παράλληλα να μιλάμε και να κάνουμε και το ‘comprehensive review’. Να περάσουμε τέσσερα βασικά νομοσχέδια για να ξεκινήσει έτσι να χτίζεται και μια εμπιστοσύνη απέναντί μας. Η απάντησή τους ήταν πάντα η ίδια: 

‘Μην τολμήσετε. Θα τα κάνουμε όλα μαζί’. Ήταν στημένη η δουλειά απο την αρχή γιατί ηθελαν να ρίξουν την κυβέρνησή μας. Δεν ανέχονταν μια κυβέρνηση που τους έλεγε εξ αρχής ότι το πρόγραμμα το οποίο επέβαλλαν στην Ελλάδα τα τελευταία 5 χρόνια ήταν αποτυχημένο».

Και τι θα γινόταν αν βάζαμε τη γροθιά στο μαχαίρι και τελικά δεν προχωρούσε με συμφωνία ο πρωθυπουργός στην τελευταία συνάντηση με τους εταίρους;

«Αυτό που έλεγα από την αρχή ήταν πως πρέπει να πάμε εξ αρχής με καλή πίστη στις διαπραγματεύσεις. Δεν μπορούμε εμείς να πάρουμε το φταίξιμο ότι διακόψαμε τις διαπραγματεύσεις όμως από την άλλη μεριά πρέπει να είμαστε έτοιμοι για τη στιγμή που θα κάνουν εκείνοι μια μεγάλη επιθετική κίνηση π.χ. να κλείσουν τις τράπεζες, η οποία είναι η πιο εχθρική κίνηση που μπορεί να κάνει κάποιος σε μια χρηματοοικονομία. Aν απλώς κάτσεις και τους κοιτάς τότε έχεις χάσει. Είχα προτείνει τρία πράγματα που έπρεπε να γίνουν -ως αντίποινα- σε περίπτωση που μας κλείσουν τις τράπεζες. Το ένα ήταν να μεταθέσουμε στο απώτερο μέλλον τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου που διαθέτει ακόμα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα -κάτι που δεν έχει ξαναγίνει ποτέ σε καμία χώρα του κόσμου. Το δεύτερο ήταν να παράξουμε δική μας ρευστότητα σε ευρώ, όχι για να βγούμε απο το ευρώ, αλλά για να παραμείνουμε στο ευρώ όσο υπάρχει αυτή η κόντρα. Και το τρίτο, εφόσον η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα παρέβηκε βασικές αρχές της κεντρικής τραπεζικής, θα έπρεπε να αλλάξουμε το καθεστώς της δικής μας κεντρικής τράπεζας ώστε να έχουμε περισσότερο έλεγχο πάνω της. Να νομοθετήσουμε γι’ αυτό». 

Είναι φανερό πως ο πρώην υπουργός έχει συγκεκριμένες απόψεις περί οικονομίας και πολιτικής. Κάποιοι τον πιστεύουν ενώ άλλοι έχουν πλέον χάσει την εμπιστοσύνη τους. Ο ίδιος φαίνεται να θέλει να μείνει και να συνεχίσει να μάχεται για αυτά που πιστεύει χωρίς όμως να διευκρινίζει αν θα συνεχίσει να στηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ. 

«Είμαι βουλευτής και συνεχίζω να πολιτεύομαι. Έχω απογοητευτεί από ορισμένους συντρόφους οι οποίοι αποφάσισαν οτι θα διασπάσουν την ενότητα του κόμματος και μεταξύ μας στρεφόμενοι εναντίον μου. Κάτι τέτοιο κάνει πολύ κακό στον ΣΥΡΙΖΑ. Αν δεν διαφυλάξουμε την ενότητα του κόμματος αποδεχόμενοι ότι διαφωνούμε, τότε νομίζω πως θα έχουμε κάνει κάτι πάρα πολύ κακό απέναντι σ’αυτόν τον τόπο». 

Στην ερώτηση μου αν θα παραμείνει στην Ελλάδα, την πολιτική σκηνή και τον ΣΥΡΙΖΑ, μου απαντά:

«Βεβαίως και θα παραμείνω στην Ελλάδα και την πολιτική».