ΕΠΕΙΔΗ βαρέθηκα να γράφω τα ίδια και τα ίδια, είπα να παρακάμψω σήμερα την επικαιρότητα.
ΝΑ στρέψω τους προβολείς της στήλης στο παρελθόν αποφάσισα. Στα πρώτα εφηβικά βήματα της παροικίας μας.
ΤΗΝ εποχή που, ακόμα η νιότη μας υποσχόταν ότι θα γινόμασταν άλλοι…
ΤΟ σπινθήρα να αναφερθώ στα περασμένα μού τον έδωσε μια παλιά ιστορία που έφερε στην επικαιρότητα ένας πρώην συνάδελφος.
ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ για τον Νίκο Ψαλτόπουλο, που έκανε πρόσφατα μια σελίδα στο facebook για να σώσει από την κατεδάφιση τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο National Theatre του Richmond.
ΤΗΝ περασμένη Δευτέρα, η συνάδελφος Ευγενία Παυλοπούλου έγραψε για τον αγώνα του Νίκου να σώσει τον κινηματογράφο και η εφημερίδα μας αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος της πρώτης της σελίδας στο θέμα, το οποίο και συγκίνησε πολλούς συμπάροικους.
Ο Νίκος Ψαλτόπουλος τηλεφώνησε την επόμενη μέρα για να μας ευχαριστήσει, λέγοντάς μας παράλληλα ότι είχε τέτοια απήχηση η αναφορά μας στο θέμα που του τηλεφώνησαν και τρεις κινηματογραφιστές που ενδιαφέρονται να κάνουν ένα ντοκιμαντέρ για έναν από τους πιο γνωστούς παλιούς κινηματογράφους της παροικίας μας.
ΓΙΑ να δώσω, λοιπόν, τροφή (και… ιδέες) στους κινηματογραφιστές και να βοηθήσω τον Ψαλτόπουλο (και την Παυλοπούλου) να συνεχίσουν την εκστρατεία της κινητοποίησης για να σωθεί το National από τα αρπακτικά της ανοικοδόμησης, θα αναφερθώ στη χρυσή εποχή των ελληνικών κινηματογράφων.
ΟΙ ελληνικοί κινηματογράφοι άρχισαν να φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια μετά την άφιξη στη Μελβούρνη των πρώτων κυμάτων της μαζικής μετανάστευσης.
ΟΛΟΙ όσοι έφταναν μετά το 1955 στην προβλήτα του Port Melbourne, το πρώτο πρόβλημα που αντιμετώπιζαν ήταν να βρουν ένα δωμάτιο να μείνουν και μια δουλειά σε κάποιο κοντινό εργοστάσιο.
ΜΕ το που έβρισκαν λοιπόν στέγη, συνήθως στο σπίτι κάποιου συμπατριώτη τους ή γνωστού τους και μια δουλίτσα σε εργοστάσιο, το μόνο που απέμενε να κάνουν, ήταν να βρουν και μια γκομενίτσα που θα όμορφαινε τη ζωή τους.
ΕΝΑΣ από τους πιο ενδεδειγμένους χώρους για να συναντήσουν γυναίκα εκείνη την εποχή ήταν οι κινηματόγραφοι που λειτουργούσαν στα προάστια που έμεναν πολλοί Έλληνες.
ΟΙ κινηματογράφοι τότε δεν λειτουργούσαν μόνο σαν χώροι συνάντησης και διασκέδασης αλλά και σαν… νυφοπάζαρα.
ΠΡΟΠΑΝΤΟΣ σαν νυφοπάζαρα, για πολλούς που είχαν έλθει εδώ, νέοι και ανύπαντροι και έψαχναν για συντροφιά και ενδεχομένως, μελλοντική σύντροφο.
ΠΟΛΛΟΙ έρωτες που άρχιζαν τότε με την πρώτη ματιά σε κάποιο από τα υπερωκεάνια που έφταναν εδώ φορτωμένα μετανάστες, συνεχίζονταν στους… κινηματογράφους.
ΕΝΑΣ από αυτούς που, από το 1960 μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1970, ήταν ένα από τα πιο δημοφιλή νυφοπάζαρα, ήταν και ο κινηματογράφος National στο Bridge Rd του Richmond.
Ο συγκεκριμένος κινηματογράφος που είχε χτιστεί το 1921, αντικαθιστώντας έναν θερινό, πέρασε σε ελληνικά χέρια, όπως και αρκετοί άλλοι, το 1961.
ΩΣ ελληνικός κινηματογράφος λειτούργησε μέχρι το 1983, ενώ στη συνέχεια και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990, φιλοξένησε πολλές ελληνικές συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις και ξένα μουσικά συγκροτήματα.
ΣΤΟ National πήγα για πρώτη φορά, ένα Σαββατόβραδο του 1971, για να κάνω παρέα στον φίλο μου τον Δημήτρη από τη Θεσσαλονίκη, που είχε ραντεβού με μια συμπατριώτισσά του, που είχε έλθει στη Μελβούρνη λίγα χρόνια πριν και έμενε στο σπίτι της αδελφής της που ήταν κοντά στον κινηματογράφο.
ΑΠ’ Ο,ΤΙ φαίνεται, όμως, η παρέα μου δεν του έφερε γούρι, γιατί το ίδιο βράδυ τα «έσπασε» με το κορίτσι και μετά λίγες εβδομάδες (και τρία χρόνια στην Αυστραλία) έφυγε για την Θεσσαλονίκη χωρίς να επιστέψει.
ΓΙΑ δεύτερη φορά πήγα, αν θυμάμαι καλά, μετά από 15 χρόνια να δω μια συναυλία του Ψαραντώνη που είχε έλθει τότε από την Ελλάδα.
ΕΚΤΟΤΕ, κάθε φορά που περνώ από το Bridge Rd. και μπροστά από το National, θυμάμαι το Δημήτρη και τον Ψαραντώνη…
ΝΑ προσθέσω εδώ ότι, μέχρι το Μάιο του 1970 που ήλθα στην Αυστραλία για να επισκεφθώ τη μητέρα μου, αν και φανατικός κινηματογραφόφιλος, δεν έβλεπα ελληνικές ταινίες.
ΠΑΡΑ το γεγονός ότι τη δεκαετία του 1960 πήγαινα στον κινηματογράφο σχεδόν κάθε βράδυ (εκεί ξόδευα ό,τι χρήματα κατάφερνα να συγκεντρώσω) είχα δει όλες και όλες μόνο πέντε ελληνικές ταινίες το «Δράκο» του Νίκου Κούνδουρου, τη «Συνοικία το όνειρο» του Αλέκου Αλεξανδράκη, τον «Ζορμπά» του Μιχάλη Κακογιάννη, το «Έγκλημα στο Κολονάκι» με τον Μιχάλη Νικολινάκο και το «Ποτέ την Κυριακή» του Ζιλ Ντασέν που πρωταγωνιστούσε η Μελίνα Μερκούρη».
ΤΗΝ εποχή εκείνη έβλεπα, σχεδόν αποκλειστικά αμερικάνικες, εγγλέζικες και γαλλικές ταινίες που προβάλλονταν στις περισσότερες αίθουσες της Αθήνας.
ΠΡΟΤΙΜΟΥΣΑ τις καουμπόικες από την άγια αμερικάνικη Δύση και τις πολεμικές ταινίες από το Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, ενώ μεγάλη εντύπωση μου έκαναν τότε και οι γαλλικές γκανγκστερικές ταινίες με τον Ζαν Καμπέν, τον Έντι Κονσταντίν, τον Λίνο Βεντούρα, τον Αλέν Ντελόν (που ήταν και ο μεγάλος γόης της εποχής εκείνης) και τον Ζαν Πωλ Μπελμοντό.
ΕΒΛΕΠΑ τόσες πολλές αμερικανικές ταινίες τότε, που είχα μάθει απέξω, όχι μόνο τα ονόματα των σκηνοθετών και των πρωταγωνιστών, αλλά και τα ονόματα των αμερικανικών Πολιτειών.
ΜΠΟΡΟΥΣΑ να εντοπίσω στο χάρτη ευκολότερα (και γρηγορότερα) τις αμερικανικές Πολιτείες απ’ τους νομούς της Ελλάδας. Για τέτοιο κόλλημα μιλάμε…
ΘΥΜΑΜΑΙ ότι με είχε εντυπωσιάσει τόσο πολύ το «Killing» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ που από τότε έβλεπα όλες του τις ταινίες δύο και τρεις φορές, όπως συνέβη με τον «Σπάρτακο» και πέντε συνεχόμενες φορές (κάθε βράδυ!) όπως συνέβη με την «Οδύσσεια του Διαστήματος».
ΚΑΙ δεν την έβλεπα μόνο, γιατί με εντυπωσίαζαν πάντα οι ταινίες επιστημονικής φαντασίας (και αυτή παραμένει μια από τις κορυφαίες στην ιστορία του κινηματογράφου) αλλά γιατί δεν χόρταινα να ακούω το μουσικό κομμάτι του Στράους που είχε χρησιμοποιήσει.
Ο Κιούμπρικ έχει σκηνοθετήσει επίσης μια σειρά από αριστουργηματικές ταινίες, όπως για παράδειγμα, το «Σταυροί στο μέτωπο», «Το κουρδιστό πορτοκάλι», τη «Λολίτα» του Ναμπόκοφ και βεβαίως το διαχρονικό και αξεπέραστο «Doctor Strangelove» που παραμένει κατά τη γνώμη μου η πιο αντιπολεμική σατιρική ταινία που έχει γυριστεί.
ΟΣΕΣ, λοιπόν, ελληνικές ταινίες δεν είχα δει στην Ελλάδα τις είδα μαζεμένες, όταν ήλθα στην Αυστραλία.
ΕΔΩ «γνώρισα» τον Νίκο Κούρκουλο που την δεκαετία του 1970 μεσουρανούσε. Τον Παπαμιχαήλ, την Αλίκη Βουγιουκλάκη και βεβαίως, τον Νίκο Ξανθόπουλο και την Μάρθα Βούρτση.
ΠΟΤΑΜΙ έτρεχαν τα δάκρυα στον ελληνικό κινηματογράφο Paramount του Όκλι όταν πρόβαλε ταινίες του Ξανθόπουλου και της Μάρθας δεν έβρισκες εισιτήριο να μπεις και όταν έμπαινες καρέκλα να καθίσεις…
ΧΑΜΟΣ, σας λέω, γινόταν και την δεκαετία του 1970 ακόμα σε αρκετές ταινίες, όπως για παράδειγμα, στο «Κοινωνία ώρα μηδέν» και το «Χώμα βάφτηκε κόκκινο» του Νίκου Κούρκουλου.
ΤΗΝ «κάτω βόλτα» οι ελληνικοί κινηματογράφοι άρχισαν να την παίρνουν στις αρχές τις δεκαετίας του 1980, όταν εμφανίστηκαν τα μαγαζιά που νοίκιαζαν ταινίες σε video.
ΑΠΟ τότε οι άνθρωποι άρχισαν να εγκαταλείπουν μαζικά τις αίθουσες των κινηματογράφων και να την αράζουν στο σαλόνι τους, βλέποντας ταινίες και τρώγοντας πίτσες.
ΠΕΡΑΣΑΝ αρκετά χρόνια μέχρι οι κινηματογράφοι να αρχίσουν να ανακάμπτουν. Για τους ελληνικούς όμως είχε σημάνει το τέλος.
ΟΣΟΙ κινηματογραφόφιλοι από εκείνον το κόσμο έχουν απομείνει, βλέπουν πια καμιά ταινία στο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου της Κοινότητας Μελβούρνης.
ΟΠΟΙΟΣ ενδιαφέρεται να σωθεί η πρόσοψη του National Theatre ας επικοινωνήσει με τον Νίκο Ψαλτόπουλο.
Γεια χαρά.