Προς ικανοποίηση των θιασωτών της “πράσινης ανάπτυξης”, η ηλιακή ενέργεια κερδίζει έδαφος ανάμεσα στις επιλογές της αυστραλιανής κυβέρνησης, έστω και αν πρόκειται για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών ορυχείων. 

Ήδη, οι εκθέσεις εμπειρογνωμώνων δείχνουν ότι η ηλιακή ενέργεια είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστική σε σχέση με το αέριο ή το πετρέλαιο, ιδιαίτερα σε απομακρυσμένες περιοχές, όπου υπάρχουν εγκαταστάσεις ορυχείων, αλλά η σύνδεση με το δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας καθιστά απαγορευτικό το κόστος. 

Η Αυστραλιανή Υπηρεσία για την Ανανεώσιμη Ενέργεια, υπολογίζει το κόστος βάσει ορισμένων παραμέτρων, όπως είναι το κόστος κατασκευής και λειτουργίας ενός σταθμού ενέργειας διαιρώντας το με το συνολικό ύψος ενέργειας που θα παραγάγει στον χρόνο ζωής του. Από τα στοιχεία της Υπηρεσίας προκύπτει ότι για έναν σταθμό που θα παράγει ενέργεια αξίας 50 δολαρίων ανά μεγαβατώρα σε διάρκεια είκοσι ετών, η εγκατάσταση ενός σταθμού ηλιακής ενέργειας ξεπερνά με άνεση τη δημιουργία γεννήτριας που θα βασίζεται στο πετρέλαιο. Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο ότι δεν απαιτείται η επιδότηση από το κράτος για την κατασκευή των εν λόγω μονάδων, αν και η διάρκεια των περισσότερων από αυτά τα έργα εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητά τους, όπως και την βεβαιότητα ότι η επένδυση θα επιστραφεί στο κράτος. 

O Οργανισμός Χρηματοδότησης Καθαρής Ενέργειας έχει υπολογίσει το ύψος της συνολικής επένδυσης στην ηλιακή και αιολική ενέργεια στην Αυστραλία σε 40 δισ. δολάρια μέχρι το 2020, κάτι που θα διπλασιάσει τις δυνατότητες αξιοποίησής της. 

ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΑ ΑΙΟΛΙΚΑ ΠΑΡΚΑ

Τα πορίσματα των οργανισμών που μελετούν τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΕΠ) επιβεβαιώνουν, κατ’ αυτόν τον τρόπο την σαφή προτίμηση που δείχνει η κυβέρνηση Abbott στην ηλιακή ενέργεια, εις βάρος της αιολικής. Αυτή η προτίμηση αναμένεται να φανεί ξεκάθαρα την Δευτέρα, οπότε και θα δοθεί στην δημοσιότητα το πόρισμα της επιτροπής της Γερουσίας για τις πιθανές επιπτώσεις των ανεμογεννητριών στην υγεία των πολιτών. Παρά το ότι δεν υπάρχουν μέχρι στιγμής αποδείξεις για επιπτώσεις των υποήχων στον ανθρώπινο οργανισμό -μία σειρά ειδικών μελετών απορρίπτουν τις ανησυχίες- η επιτροπή αναμένεται να λάβει υπ’ όψιν τις διαμαρτυρίες των πολιτών που διαμένουν κοντά σε αιολικά πάρκα και να προτείνει τον περιορισμό της αδειοδότησης, ώστε να χορηγούνται σε πάρκα που θα εγκαθίστανται σε Πολιτείες που υιοθετούν τις ομοσπονδιακές ρυθμίσεις για την εκπομπή ήχου χαμηλών συχνοτήτων. 

Αυτή η απόφαση θα ενισχύσει την εξουσία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης επί των Πολιτειών, καθώς οι άδειες ανανεώσιμης ενέργειας χορηγούνται από την Κοινοπολιτεία, ενώ οι κανονισμοί για τον θόρυβο και τις ηχητικές συχνότητες ποικίλλουν από πολιτεία σε πολιτεία.

Παράλληλα, η επιτροπή αναμένεται να προτείνει και τον χρονικό περιορισμό των επιδοτήσεων για την εγκατάσταση ανεμογεννητριών. Μέχρι στιγμής, οι επιδοτήσεις καλύπτουν είκοσι χρόνια λειτουργίας των αιολικών πάρκων. Η Γερουσία προτείνει τον περιορισμό τους στα πέντε χρόνια, απόφαση την οποία το Υπουργείο Περιβάλλοντος στηρίζει, θεωρώντας ότι αυτό σημαίνει ότι η εν λόγω τεχνολογία αποτελεί μία ήδη ικανοποιητικά ανεπτυγμένη βιομηχανία.

ΑΓΡΟΤΕΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΦΩΤΟΒΟΛΤΑÚΚΩΝ

Ωστόσο, η μετάβαση στην ηλιακή ενέργεια δεν είναι απρόσκοπτη. Χαρακτηριστική είναι η δύσκολη θέση στην οποία έχει βρεθεί η κυβέρνηση του Queensland, καθώς καλείται να λάβει θέση για ένα θέμα που διχάζει τον αγροτικό κόσμο της Πολιτείας. Στην περιοχή του Clare, μία μονάδα παραγωγής ζαχαροκάλαμου έχει λάβει άδεια για την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών 130 μεγαβάτ στο κτήμα του, προσπαθώντας να εκμεταλλευτεί την ηλιοφάνεια της περιοχής που είναι η μεγαλύτερη στην χώρα. Στα σχέδιά του αντιτίθενται άλλοι παραγωγοί, που θεωρούν η παραχώρηση του κτήματος, συνολικής έκτασης 3400 στρεμμάτων, η οποία υπολογίζεται ότι θα απέφεραν 27 χιλιάδες τόνους ζάχαρης το χρόνο, αντιτίθεται στους πολεοδομικούς κανονισμούς και την χωροταξική νομοθεσία. Η συγκεκριμένη επένδυση, ύψους 400 εκατομμυρίων δολαρίων, εντάσσεται στην δέσμευση της κυβέρνησης του Queensland για κάλυψη των ενεργειακών της αναγκών κατά 50% από ΑΕΠ μέχρι το 2030.