Ήρωας του πρώτου μυθιστορήματος του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου «Η λάσπη» (εκδ. Μελάνι, Αθήνα 2014) είναι ο 28χρονος Αλέξανδρος, ή «Σάντο» κατά τη μητέρα του (που είναι το alter ego του συγγραφέα), γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η ιστορία και εστιάζεται η όποια δράση. Ο μεγαλωμένος στην Ελλάδα βορειοηπειρώτης Αλέξανδρος επιστρέφει στην Αθήνα (μια πόλη που την γνωρίζει εκ των έσω, αφού έχει μεγαλώσει ως παιδί εκεί, κι έχει μια σχέση αγάπης-μίσους μ’ αυτήν) μετά από μια ανεξήγητη απουσία (αναίτιος χωρισμός;) ενός έτους στην Αλβανία, με ένα και μοναδικό σκοπό: την προαποφασισμένη και λεπτομερώς σχεδιασμένη αυτοκτονία του. Συγκεκριμένα, σκοπεύει να τινάξει τα μυαλά του στον αέρα την ημέρα των γενεθλίων του, υπό τα όμματα της χαροκαμένης μητέρας και της μικροαστής αδερφής του, αφού συναντήσει για τελευταία φορά την αγαπημένη του. Με την αυτοκτονία προτίθεται να αποτινάξει τα ισόβια δεσμά της ύπαρξής του που τον συνθλίβουν ψυχικά. Όλα λοιπόν στο μυθιστόρημα διεξάγονται υπό το πρίσμα αυτού του στόχου – της επικείμενης αυτοκτονίας και των λεπτομερειών υλοποίησής της. 

Θεματολογικά, το μυθιστόρημα αποτελεί (πεζογραφική) προέκταση της ποιητικής συλλογής του συγγραφέα «Ανεκπλήρωτοι φόβοι» (Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας 2013 Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα, εκδ. Πολύτροπον, Αθήνα 2012), δεδομένου ότι κύριο αντικείμενο, και εδώ, είναι τα αδιέξοδα, οι αγωνίες και τα άγχη ενός αποκλεισμένου από παντού νέου ανθρώπου. Ενός εσωστρεφούς νέου που καλείται να επιλέξει μεταξύ μιας άνευ νοήματος ζωής κι ενός τολμηρού θανάτου που νοηματοδοτεί (γι’ αυτόν) την πρώτη. Γι’ αυτό και το «Ανεκπλήρωτοι φόβοι» είναι το πρόπλασμα πάνω στο οποίο ζυμώθηκε «Η λάσπη», αφού εκεί εντοπίζονται πολλά απ’ τα σπέρματα της κοσμοαντίληψης και προβληματικής του συγγραφέα (π.χ. τον εγκλιματισμό ενός μετανάστη -μισο-γηγενή, μισο-αλλοδαπό, δηλαδή ουσιαστικά άπατρη- στο αδιάφορο και αφιλόξενο περιβάλλον μιας ψυχρής μεγαλούπολης που αδυνατεί να ενσωματώσει οτιδήποτε αλλότριο, αποβάλλοντάς το ως ξένο σώμα).

Η υποτυπώδης δράση που παρακολουθούμε, κατά τη διάρκεια των δύο ημερών πριν την εκτέλεση του σχεδίου του ήρωα, έχει ως επίκεντρο την έμμονη ιδέα και προοπτική του επικείμενου σκηνοθετημένου θανάτου του, τόσο ως τρόπο δραπέτευσης από επώδυνες και τραυματικές μνήμες όσο και ως εναλλακτική λύση (δια)φυγής-λύτρωσης. Απ’ αυτή την άποψη, ο θάνατος εδώ καλύπτει όλο το χρονικό φάσμα. Δηλαδή αντιμετωπίζεται ως υπόβαθρο-προϊστορία (φροϋδική πατροκτονία), ως παρόν (στο οποίο ασφυκτιά μες στο «μπετόν ενός παρόντος που δεν φαίνεται να τον ενδιαφέρει και να τον συγκινεί»), αλλά και ως προοπτική (ένα μέλλον στο οποίο αρνείται να ζήσει). Έτσι, μπερδεμένος με ένα επώδυνο όσο και νοσταλγικό παρελθόν, ανεξήγητα απαθής για το παρόν και ιδιαίτερα το μέλλον, ανίσχυρος να κατανοήσει και οργανώσει στοιχειωδώς τη ζωή του, ξεκομμένος και ανικανοποίητος από όλους και όλα, ζώντας από αγγαρεία («με το ζόρι και με τα γόνατα») σε βαθμό ψυχο-σωματικής διαταραχής (εκδηλούμενη ως στομαχική ανωμαλία που, μαζί με τον εμετό της αχώνευτης τροφής, ξερνάει χολή, αηδία και πίκρα), δεν έχει άλλη επιλογή απ’ αυτήν της αυτοχειρίας. Αυτοεγκλωβισμένος μέσα στον στοιχειωμένο από αυτοκτονικό ιδεασμό εαυτό του, ο ήρωας προσπαθεί να ισορροπήσει αδέξια, ως μαθητευόμενος ακροβάτης, πάνω στο τεντωμένο σκοινί της αβύσσου. Θεωρεί πως είναι ο λογικότερος και καταλληλότερος τρόπος για να κάνει κάτι αξιόλογο στη ζωή του: να την αφαιρέσει με ασυνήθιστη – για το χαρακτήρα του – θεατρικότητα και εκδικητικό και αυτοδιεκδικητικό τρόπο.

Εξού και η όλη πυρετώδης προπαρασκευαστική δραστηριότητα (να τακτοποιήσει διάφορες εκκρεμότητες) διεξάγεται μέσα από ένα φρενήρη σαρωτικό λόγο, κύριος άξονας του οποίου είναι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Ουσιαστικά πρόκειται για έναν συνεχή διαταραγμένο παραληρηματικό μονόλογο, ο οποίος προσφέρεται ιδανικά στο να αποδώσει την ψυχοσυναισθηματική ατμόσφαιρα και το νοσηρό κλίμα του άγχους και της ταραχής που διέπει τον ήρωα. Κι αυτό διότι τα αδιέξοδα του αφηγητή-ήρωα αντικατοπτρίζονται στα αδιέξοδα της γλώσσας και της αφήγησης. Ιδιαίτερα όταν αυτός αναδράμει σε διάφορα επώδυνα περιστατικά της παιδικής του ηλικίας που διαμόρφωσαν τον εύθραυστο ψυχισμό του και τα οποία σχετίζονται με το στενό οικογενειακό του περιβάλλον (πατέρα, μητέρα, αδερφή, παππούδες, γιαγιάδες), αλλά και τον στενό κοινωνικό του περίγυρο (φίλους, γνωστούς, κτλ) καθώς τα ανασκαλεύει αυτά στη μνήμη του, ανατρέχοντας σε κάποιο χωριό της Βορείου Ηπείρου. Κι επειδή ήταν σε μικρή ηλικία όταν συνέβησαν αυτά τα περιστατικά, η μνήμη του υποβοηθείται από φωτογραφίες, με προεξάρχουσα αυτή στην οποία απεικονίζεται όλη η οικογένειά του λίγο πριν το τολμηρό εγχείρημα να μεταναστεύσει στην Ελλάδα για μια καλύτερη ζωή. Εκεί αποθανατίζονται «λες και πόζαραν πριν οδηγηθούν στην εκτέλεση μιας ομαδικής θανατικής καταδίκης» -μια ενοραματική στάση, καθώς ποζάρει και ο ίδιος (ο Σάντο) με αμφίεση που θυμίζει μελλοθάνατο- σαν να επρόκειτο για αυτοεκπληρούμενη προφητεία… Ταυτίζεται μάλιστα τόσο πολύ μ’ αυτό το στιγμιότυπο, ή την «εκδοχή του, που νιώθει περισσότερο οικεία» που -αν υποτεθεί ότι είχε μέλλον- θα του άρεσε να χρησιμοποιούσε μια αντίστοιχη φωτογραφία σε μελλοντική του ταυτότητα. 

Μέσα απ’ αυτά τα ενσταντανέ, ο ήρωας αναβιώνει τον επώδυνο προσωπικό και οικογενειακό ξεριζωμό και αυτόν άλλων ομοεθνών του (μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν κι εγκληματικά στοιχεία) και τις περιπέτειές τους, πρόγευση των οποίων αποτελούσαν οι απερίγραπτες ταλαιπωρίες τους (με σαραβαλιασμένα αυτοκίνητα και εξουθενωτικές πεζοπορίες σε κακοτράχαλα βουνά) με ένα και μοναδικό σκοπό: την άφιξη στην ελληνική γη της επαγγελίας, όπως αφελώς νόμιζαν, και τα μάτια τους υγραίνονταν από συγκίνηση. Γιατί, δυστυχώς, στην Αλβανία τους έβριζαν ως «Έλληνες», ενώ στην Ελλάδα τους βρίζουν τώρα ως «Αλβανούς», έτσι που να μην ξέρουν τι ακριβώς είναι. Τα αναπολούμενα αυτά περιστατικά τον ερεθίζουν, τον εξοργίζουν και τον πληγώνουν, καθώς συνδέονται συνειρμικά και ταυτίζονται άμεσα με την άσχημη παροντική του κατάσταση. Δηλαδή με ό,τι παρατηρεί και βιώνει γύρω του κατά τις καθημερινές εξόδους και άσκοπες περιπλανήσεις του στους δρόμους της Αθήνας, με μόνη παρέα ένα περίστροφο στην τσέπη. Αυτή την καθημερινότητα εκμεταλλεύεται και σχολιάζει κυνικά. 

Τις εξορμήσεις του ήρωα συνθέτουν παραστάσεις, ήχοι, συναντήσεις, διαμειφθέντα, χειρονομίες, σκηνές και οτιδήποτε αποτελεί την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που ζει διττά: δηλαδή και ως πραγματικότητα αλλά και ως παραίσθηση – καθώς τέμνεται από επώδυνες μνήμες-αισθήματα-συμβάντα του παρελθόντος που σημάδεψαν τη ζωή του, αλλά και τη μελλοντική λυτρωτική προσμονή του επικείμενου θανάτου. Όλα τα παραπάνω που προσλαμβάνει με τις πέντε του αισθήσεις -κυρίως τα ορώμενα- αποτελούν εφαλτήριο αναμόχλευσης στη μνήμη του: προσώπων (αγαπημένων και μισητών), γεγονότων και καταστάσεων που σημάδεψαν τη ζωή του – έφραξαν το δρόμο του και ακύρωσαν τα όνειρά του περιθωριοποιώντας τον. Γι’ αυτό και τον βλέπουμε σε μια κατάσταση διαρκούς διέγερσης, να συλλογάται, να φιλοσοφεί, να ασθμαίνει, να αμφισβητεί, να παραμιλά, να στηλιτεύει, να παραφέρεται, να εξοργίζεται, να επαναστατεί, και να συζητά με διάφορα πρόσωπα: τον εαυτό του, ξένους διαβάτες, παλιούς γνώριμους κτλ. Άλλοτε ανταποκρινόμενος σε φανταστικούς ή πραγματικούς διαλόγους με γνωστά και αγαπημένα του πρόσωπα (την φίλη του, την αδερφή του, την μητέρα του, το γιατρό του) κι άλλοτε συζητώντας με άγνωστα και απεχθή πρόσωπα που συναντά τυχαία. 

Ένα απ’ τα παράδοξα του πεζογραφήματος του Γκέζου είναι ότι, παρόλη τη ζοφερή ατμόσφαιρα και τον φαινομενικά καταθλιπτικό του τόνο, το τελευταίο διαβάζεται αβίαστα, αν όχι κι ευχάριστα. Η άνεση αυτή απορρέει από τη μεγάλη οικειότητα του αναγνώστη με το γενικότερο κοινωνικο-πολιτισμικό πλαίσιο και γίγνεσθαι της ελληνικής «κρίσης». Έτσι, ο αναγνώστης μπορεί να μην κατανοεί πάντα και πλήρως τη συλλογιστική/συμπεριφορά του ήρωα και τον ιδιόρρυθμο ψυχισμό του, ούτε να συμμερίζεται αναγκαστικά τον κομπλεξικό χαρακτήρα, τις ιδεοληψίες και πρακτικές του. Σίγουρα όμως ταυτίζεται με το γνωστό κλίμα του «ελληνικού σκηνικού» στο οποίο ζει, αναπνέει, κινείται και δρα ο τελευταίος, καθώς αρκετά απ’ τα περιγραφόμενα συμβεβηκότα και ορισμένες καταστάσεις τις έχει βιώσει και/ή βιώνει ο ίδιος ζώντας στο ίδιο χωροχρονικό σύμπαν. Επίσης ταυτίζεται και με τη γλώσσα η οποία, παρά τα ψυχολογικά αδιέξοδα και σκαμπανεβάσματα του αφηγητή, διατηρεί μια ασυνήθιστη φρεσκάδα, άνεση και επικαιρότητα (χρησιμοποιώντας λέξεις, φράσεις και αργκό του συρμού) και παραμένει παλλόμενη και αυθεντική – ιδιαίτερα όταν μεταχειρίζεται το βορειοηπειρωτικό ιδίωμα. Ακόμη κι όταν εκφράζει απελπισία και οργή, η γλώσσα καταφέρνει να γίνεται ανάλαφρη (κάποτε και χιουμοριστική), διατηρώντας τον εσωτερικό ρυθμό του κειμένου. Έτσι, τα όποια ανοιχτά «παραθυράκια» δίνουν κάποιες ανάσες στην αφήγηση, επιτρέποντας να μπαίνει λίγο φως και οξυγόνο σε μια, κατά τα άλλα, δύσκαμπτη, ερμητική και κλειστοφοβική ιστορία.

Η επιλογή και υιοθέτηση του ατέρμονου εσωτερικού/παραληρηματικού (μονο)λόγου, αν και εναλλάσσεται με την παρεμβολή αυθεντικών και/ή φανταστικών διαλόγων -ή ακριβώς γι’ αυτό, επειδή δηλαδή την καθιστά τελικά πολυφωνική αφήγηση- δεν είναι ούτε απλή ούτε ακίνδυνη υπόθεση, ιδιαίτερα για έναν πρωτοεμφανιζόμενο πεζογράφο, καθότι είναι περίπλοκη και χρειάζεται λεπτούς χειρισμούς κι επεξεργασία. Διότι μπορεί, εκ πρώτης όψεως, να φαίνεται ότι δίνει άνεση αφηγηματικών χειρισμών (αφού οι πλαγιογραφημένες μύχιες σκέψεις και τα συναισθήματά του ήρωα, εκτός του ότι αποτελούν κύριες συνιστώσες των διαδραματιζομένων, προσδίδουν μια ιδιαίτερα δραματική υφή που εμπλουτίζει το μυθιστόρημα), στην πραγματικότητα όμως κρύβει παγίδες. Δημιουργεί δηλαδή μια επικίνδυνα αποπροσανατολιστική και κάποτε επιζήμια για το κείμενο σύγχυση, καθώς ο ακατάσχετος, χειμαρρώδης κι εξουθενωτικός για τον αναγνώστη μονόλογος του αφηγητή, εν τη ανεξέλεγκτη ρύμη του, συμπαρασύρει τα πάντα. Συγκεκριμένα, προκαλεί συντακτικές εκτροπές εξαιτίας της άναρχης σύνταξης του λεκτικού -εφάμιλλης του παραζαλισμένου χαρακτήρα του αφηγητή, αλλά και της συχνής και αυθόρμητης παρεμβολής του λόγου των άλλων- διαλόγους, βορειοηπειρωτικό ιδίωμα κτλ. Αυτές οι παρεμβολές είναι οπωσδήποτε αφηγηματικά ενδιαφέρουσες, όχι μόνο γιατί ποικίλουν τη μονοτονία της ατέρμονης πρωτοπρόσωπης λογοδιάρροιας αλλά και γιατί παίζουν λειτουργικό ρόλο στο κείμενο. Ιδιαίτερα η χρήση του βορειοηπειρωτικού ιδιώματος δεν προσδίδει απλώς και μόνο εξωτικό χαρακτήρα στην αφήγηση, αλλά λειτουργεί και εξισορροπητικά με τον διαταραγμένο ψυχισμό του ήρωα, καθώς παραπέμπει σε απώτερες γαλήνιες παραστάσεις του φυσικού τοπίου της γενέτειράς του και σε νοσταλγικές γαστριμαργικές γεύσεις -εν αντιθέσει με το απάνθρωπο, τσιμεντοποιημένο τοπίο της νοσηρά αποπνικτικής Αθήνας. Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, οι παρεμβολές οδηγούν και σε κάποια δυσνόητα κι εξεζητημένα εγκεφαλικά κλισέ (όπως «περιθώριο αμφισβήτησης της οριστικής και αμετάκλητης παύσης λειτουργίας του εγκεφάλου», «τεχνική ανθρωπομηχανολογική σύμπτωση» κτλ.) τα οποία εκτός από δυσνόητα είναι και περιττά. Επίσης κάποιες στυλιστικές επιλογές (όπως οι διπλές συνώνυμες λέξεις χωρισμένες με κάθετη γραμμή) είναι άστοχες και προδίδουν αδεξιότητα και αδυναμία επιλογής του συγγραφέα. Επίσης, η παράθεση/παρεμβολή διαλόγων χωρίς παύλες ή εισαγωγικά, μπερδεύει τον αμύητο αναγνώστη που δυσκολεύεται να παρακολουθήσει την εναλλαγή της αφήγησης – ποιος και πότε μιλάει κτλ.

Τέλος, το παραληρηματικό, ρευστό, είδος γραφής του Γκέζου δεν δημιουργεί μόνο πολυσημία, αλλά αφήνει πολλά σημεία σκοτεινά και αναπάντητα στο μυθιστόρημα. Ενδεικτικά και μόνο αναφέρω τα εξής: (i) Αγνοούμε τους λόγους φυγής του ήρωα από την Ελλάδα και αν είναι ένοχος κάποιου εγκλήματος. (ii) Αν επέστρεψε στην Ελλάδα προκειμένου να πληρώσει το τίμημα ενός (άγνωστου σ’ εμάς) εγκλήματος, ή αν είνα απλώς φυγάς απ’ τη σκληρή πραγματικότητα της ζωής. (iii) Γιατί δεν εξηγεί στην αγαπημένη του τι ακριβώς του συμβαίνει και δεν αξιοποιεί τη δική της κατανόηση και βοήθεια. (iv) Αν είναι όντως ανισόρροπος, ή αν η παραφροσύνη του είναι φανταστική, επινοημένη – αφού σε κάποια σημεία τα αφηγούμενα ρέουν λογικά/φυσιολογικά, ενώ σε άλλα καταρρέουν σαν οικοδομημένα από προχειροφτιαγμένη, νερουλή λάσπη. (v) Αν το DNA του Σάντο είναι προδιατεθειμένο (βιολογικά, κληρονομικά, από τη μοίρα) για το θάνατο, ή μήπως πρόκειται για καθαρά προσωπική επιλογή του. (vi) Γιατί το τέλος του μυθιστορήματος είναι διφορούμενο – καθώς δεν ξέρουμε αν τελικά αυτοκτόνησε. (Απλώς τον βλέπουμε να περιφέρεται στη μέση του δρόμου, με ένα περίστροφο στο χέρι, μετέωρος κι αναποφάσιστος…).

Όλα τα παραπάνω ευλόγως κάνουν τον αναγνώστη να αναρωτιέται αν και κατά πόσο (έως ποιο σημείο), η τακτική αυτή δικαιολογείται μυθιστορηματικά, ή αν πρόκειται για ένα αφηγηματικό τρικ/άλλοθι προκειμένου ο συγγραφέας να υπεκφύγει και συγκαλύψει τις όποιες αδυναμίες στις απαιτήσεις του μυθιστορηματικού είδους. Παρ’ όλα αυτά όμως και ασχέτως των όποιων ενστάσεων μπορεί να έχει κανείς, γενικά κι ανεπιφύλακτα πρόκειται για ένα στέρεο, δυνατό κι εντυπωσιακά σκηνοθετημένο υπαρξιακό θρίλερ ενός προικισμένου, ταλαντούχου και πολλά υποσχόμενου συγγραφέα, ο οποίος έχει ήδη εγγράψει υποθήκες με το πρώτο του κιόλας μυθιστορηματικό εγχείρημα. 

(Σημ.: Θερμές ευχαριστίες στη Γιάννα Β που μου γνώρισε τον πρώην μαθητή της Χρήστο Αρμάντο Γκέζου και, βέβαια, για την ευγενική αποστολή των βιβλίων του).