Μου θύμισε μερικούς ο Μιχάλης Μυστακίδης Ο.Α.Μ, αρχισυντάκτης της εφημερίδας «Ελληνικός Κήρυκας», ο οποίος, στη στήλη του με τίτλο Κήρυκας… έφη καθημερινά, αναφέρθηκε στους, αρκετούς θα έλεγα, Έλληνες πρωθυπουργούς που πέθαναν στην ψάθα.
Μια φυσιογνωμία ιδιαίτερης λαμπρότητας, ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας, ο Ιωάννης Καποδίστριας, που άφησε την επιτυχημένη του σταδιοδρομία στη Ρωσία, για να έλθει στην Ελλάδα να «στήσει» ένα κράτος. Γύριζε χειμώνα-καλοκαίρι με τα ίδια, πεντακάθαρα ρούχα, αρνήθηκε να λαμβάνει το μισθό του κυβερνήτη και δεν καταδέχτηκε να πάρει ούτε δραχμή από τα χρήματα του νεογέννητου ελληνικού Κράτους. Λένε πως μοίρασε αρκετή από την περιουσία του, για τις ανάγκες του κράτους και των συμπολιτών του.
Ένα ωραίο πρωινό, την ώρα που έβγαινε από την εκκλησία, το πρωτοπαλίκαρο, ο Μαυρομιχάλης, τον σκότωσε. Λένε πως ο Μαυρομιχάλης στέρησε την πατρίδα μας από μια προσωπικότητα ολκής, για μερικά στρέμματα γης.
Μια άλλη περίπτωση αγωνιστή, πλουσίου, είναι αυτή του εκ των πρωταγωνιστών της Επανάστασης του 1821, Ανδρέα Λόντου. Πρώην μεγαλοκτηματίας, έδωσε για τον εθνικό αγώνα το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του. Έγινε υπουργός Εσωτερικών και μοίρασε το μισθό του και μία σύνταξη που λάμβανε ως στρατηγός, στους πρώην συναγωνιστές του. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ζούσε πάμπτωχος, ξεπουλώντας τα τελευταία του υπάρχοντα και το 1846 αυτοκτόνησε.
Παραδείγματα πολλά στην ιστορία μας, πολιτικών του παρελθόντος που θέλησαν να προσφέρουν στην πατρίδα.
Λένε πως ένας από αυτούς, ο Ζηνόβιος Βάλβης, που έκανε δύο θητείες ως πρωθυπουργός, ζούσε πολύ λιτά, όταν κρύωνε έριχνε επάνω του μια κάπα τσοπάνου. Πέθανε πάμπτωχος το 1872 και κηδεύθηκε δημοσία δαπάνη.
Το ίδιο φτωχός έφυγε από τη ζωή, το 1879, ο εξάκις πρωθυπουργός Επαμεινώντας Δεληγιώργης. Την επομένη της κηδείας του η Πολιτεία χορήγησε στη οικογένειά του σύνταξη 500 δραχμών το μήνα, για να μην πεινάσουν.
Φτωχότερος από ό,τι μπήκε στην πολιτική έφυγε και ο επτάκις πρωθυπουργός της χώρας, Χαρίλαος Τρικούπης. Είχε αναγκαστεί να πουλήσει ολόκληρη την πατρική του περιουσία και τα τελευταία χρόνια της ζωής του έμενε σε νοικιασμένο σπίτι.
Ανάλογη στάση κράτησε και ο Γεώργιος Καφαντάρης, ο οποίος διετέλεσε πρωθυπουργός το 1924 και έμενε σε σπίτι με ενοίκιο. Απ’ ό,τι λέγεται, κάποιος πολιτικός μηχανικός, ο οποίος γνώριζε τα προβλήματα υγείας και τα οικονομικά προβλήματα του Καφαντάρη, θέλησε να του παραχωρήσει, τελείως δωρεάν, κάποιο σπίτι για να μένει. Ο Καφαντάρης αρνήθηκε κατηγορηματικά, λέγοντας: «Τώρα το προσφέρει και δεν θέλει τίποτα. Ποιος ξέρει τι μπορεί να μου ζητήσει αύριο». Χρειάστηκε να κάνει έγγραφο σε συμβολαιογράφο ο πολιτικός μηχανικός, στο οποίο δήλωνε ρητά ότι δεν θα προβάλει καμία αξίωση στο μέλλον, για να γίνει δεκτή η δωρεά του.
Μια ακόμη δυνατή περίπτωση αυτή του Νικόλαου Πλαστήρα. Απ’ ό,τι γράφουν, δανεικά από δύο φίλους του στρατιωτικούς πήρε για να κάνει τον πολύ απλό γάμο της αδελφής του. Έμεινε στην ιστορία ως ο φτωχός πρωθυπουργός. Λιτός ο τρόπος ζωής του, έμενε και αυτός με ενοίκιο και όταν πήγαν να του βάλουν τηλέφωνο στο σπίτι, λέγεται πως δήλωσε: «η πατρίδα όχι μόνο δεν έχει περίσσια χρήματα, αλλά υποφέρει. Εγώ όλη τη μέρα είμαι στο γραφείο, το βράδυ που θα πλαγιάσω λίγες ώρες τι να το κάνω το τηλέφωνο…» Κοιμόταν σε στρατιωτικό ράντσο και απαγόρευε στους δικούς του να λένε πως είναι συγγενείς του και να εκμεταλλεύονται το όνομά του για προσωπικό τους όφελος. Λέγεται πως ο αδελφός του πήγε να ζητήσει δουλειά στη ζυθοποιία του ΦΙΞ ως εργάτης. Επακολούθησε η εξής στιχομυθία
– Πώς λέγεσαι;
– Βασίλειος Πλαστήρας.
– Με τον πρωθυπουργό έχεις συγγένεια;
– Ο πρωθυπουργός είναι αδελφός μου και εσείς ίσως με προσλάβετε δοκιμαστικά γιατί είμαι αδελφός του. Εκείνος, αν το μάθει -και θα το μάθει-, θα σας ζητήσει να με διώξετε γιατί σας είπα ότι είναι αδελφός μου. Χαίρεται.
Πέθανε το 1953. Άφησε 216 δραχμές και δέκα δολάρια στην ψυχοκόρη του. Λέγεται πως, στους λίγους που βρέθηκαν κοντά του τη στερνή του ώρα, είπε: «Όποιος μπορεί, ας κάνει ό,τι μπορεί για την Ελλάδα».