ΤΗΝ περασμένη εβδομάδα είχα αναφερθεί στο crash test που είχα υποβάλει τον εαυτό μου, για να βρω θέμα της «προκοπής» να ασχοληθώ.

ΕΝΑ θέμα, αν όχι για πολλαπλούς, τουλάχιστον για δύο αποδέκτες: για εμένα και για (ορισμένους έστω…) από εσάς…

ΤΗΝ περασμένη Πέμπτη αναφέρθηκα στο τι με ταλαιπώρησε και με άγχωσε. Σήμερα θα αναφερθώ, στο αποτέλεσμα της αναζήτησης του crash test.

ΕΧΟΥΜΕ λοιπόν και λέμε: όταν είδα και απόειδα, πως όσο και να στύψω το μυαλό μου «πρέπει να το ‘χει κούτρα σου να κατεβάσεις ψείρες», κατάλαβα ότι ματαιοπονώ.

ΜΗΝ έχοντας άλλη επιλογή (και χρόνο για νέα test… πνευματικής αντοχής!) ακολούθησα μια παλαιά και δοκιμασμένη συνταγή του παππού μου, ο οποίος μου έλεγε: «Ο ευκολότερος δρόμος είναι (πάντα) ο δρόμος που ξέρεις».

ΣΥΝΕΠΩΣ, κατέφυγα εκεί που καταφεύγω πάντα, όταν στερεύει το μυαλό μου και ψάχνω για κάποιο καταφύγιο προκειμένου να το ξαποστάσω και να φορτίσω τις (παλιάς κοπής) μπαταρίες του…

ΚΑΙ τέτοια «αποκούμπια», είναι, συνήθως, οι κινηματογραφικές ταινίες, η επιστροφή στο ξεχασμένο υλικό από κανένα ξεθωριασμένο από το χρόνο ταξίδι, το ξαναδιάβασμα κάποιου αγαπημένου βιβλίου και το ξεφύλλισμα βιβλίων με παλιές φωτογραφίες.

ΞΕΧΑΣΜΕΝΕΣ δηλαδή και χρονοβόρες ιστορίες (και συνήθειες) στους εξουθενωτικούς καιρούς των social media και της ναρκισσιστικής γοητείας του facebook και των υπόλοιπων μεγάλων διεθνών οίκων κοινωνικής δικτύωσης.

ΤΕΛΟΣ πάντων, αυτό έκανα τη βδομάδα που μας πέρασε, μέχρι που τυχαία έπασα διαδοχικά πάνω σε τρεις «θησαυρούς» τους οποίους και θα μοιραστώ μαζί σας στην συνεχεία, δίνοντας μάλιστα στους ενδιαφερόμενους και τον «οδικό χάρτη» να συνεχίσουν (αν επιθυμούν) την εξερεύνηση.

Ο πρώτος «θησαυρός» σχετίζεται με ένα οικολογικό θρίλερ στα δάση της Νότιας Ιαπωνίας, ο δεύτερος με μια ουτοπική ερωτική ιστορία ενός θεσσαλονικιού κινηματογραφιστή, και ο τρίτος έχει να κάνει με τα φωτογραφικά αφιερώματα για την Ελλάδα (στις αρχές του περασμένου αιώνα) ενός Γάλλου φωτογράφου.

ΚΑΙ αρχίζουμε από την Ιαπωνία… Μια χώρα που διατηρεί μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου και την οποία σκέπτομαι να επισκεφθώ (και πάλι) σύντομα. Να, με δύο λόγια, πώς έχει το οικολογικό θρίλερ που εξελίσσεται στη χώρα των χρυσάνθεμων και των σαμουράι:

ΜΙΑ πανέξυπνη και αποφασιστική σφήκα, μετατρέπει αράχνες σε ζόμπι και τις αναγκάζει να υφαίνουν ιστούς για τα νεογέννητα… σφηκάκια!

ΣΤΗ συνέχεια και αφού η άτυχη νταντά ολοκληρώνει το έργο της, που της ανέθεσε η σφήκα, γίνεται και κολατσιό των παιδιών που ανάθρεψε…

Ο τρόμος ξεκινά όταν η σφήκα, του είδους Reclinervellous nielsini, τσιμπά την αράχνη με τέτοιο μελετημένο και αριστουργηματικό τρόπο, που την ναρκώνει ελαφρά (για να κάνει τη δουλειά της) χωρίς να σκοτώνει την αράχνη, που ας σημειωθεί, το δηλητήριο της οποίας είναι ακόμα πιο θανατηφόρο.

ΠΡΙΝ το θύμα συνέλθει, το παράσιτο γεννά ένα αυγό πάνω στην αράχνη ή μέσα στην κοιλιά της και η ζωή στο δάσος παίρνει το δρόμο της.

ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ λίγο ακόμα την άκρως ενδιαφέρουσα ζωή των αραχνών και την εξίσου (πιο περίεργη…) ζωή των σφηκών έμαθα ότι υπάρχει ένα άλλο είδος σφήκες που χτίζουν τις φωλιές τους με τα πτώματα… μερμηγκιών!

ΠΕΡΑ από τα δύο πιο πάνω είδη, υπάρχει και ένα τρίτο ακόμα πιο… ύπουλο! Το συγκεκριμένο είδος σφηκών, έχει ανακαλύψει μια χημική ουσία με την οποία και απολυμαίνει(!) τις κατσαρίδες, που στην συνέχεια τις τρώει και μάλιστα από τα μέσα προς τα… έξω!

ΑΥΤΑ τα λίγα για τις σφήκες από την Ιαπωνία που είναι πιο πανούργες και από τον ομηρικό Οδυσσέα.

ΟΠΟΙΟΣ, όμως, θέλει να μάθει περισσότερα για πρωτότυπα (και πιο δημιουργικά) θαύματα της φύσης, όπου δεν υπάρχουν «κόκκινες γραμμές» μεταξύ της συνεχόμενης ανακύκλωσης της ζωής και του θανάτου, ας ρίχνει πού και πού καμιά ματιά στο The Journal of Experimental Biology.

ΠΙΣΤΕΨΤΕ με, ορισμένα άρθρα του είναι πιο ενδιαφέροντα και… ενημερωτικά από το… facebook, που την επόμενη μέρα δεν θυμάσαι τι διάβασες την προηγούμενη.

ΜΙΑ παρόμοια εμπειρία, αλλά με άλλους πρωταγωνιστές, έζησα, βλέποντας την κινηματογραφική ταινία του Τάκη Κανελλόπουλου που είχε ως θέμα της τον ανθρωποκτόνο έρωτα που ζει λίγο με τίμημα να κερδίσει την αιωνιότητα…

ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ για την ταινία «Εκδρομή», που είχε βραβευτεί στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης όταν προβλήθηκε για πρώτη φορά το 1966 που γυρίστηκε.

ΑΥΤΗ ήταν η πρώτη φορά που είδα τη συγκεκριμένη ταινία, αν και το όνομα του σκηνοθέτη μου ήταν γνωστό από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, που είχα δει, στην Αθήνα, δύο άλλες ταινίες του που με είχαν εντυπωσιάσει.

ΗΤΑΝ η ταινία «Ουρανός», η πρώτη που γύρισε το 1962, ο Τάκης Κανελλόπουλος και με το «καλημέρα» έκλεψε την παράσταση και τα φώτα της δημοσιότητας, και η ταινία «Παρένθεση» που γυρίστηκε το 1968.

ΕΚΤΟΤΕ δεν έτυχε να δω ή να διαβάσω κάτι σχετικό για τον Τάκη, μέχρι που την περασμένη Πέμπτη το βράδυ, προσπαθώντας για δύο ώρες να βρω στο You Tube μια παλιά (αλλά καλή) ελληνική ταινία να δω, έπεσα τυχαία πάνω στην «Eκδρομή».

ΚΑΤΑ τη γνώμη μου, ήταν η καλύτερη ταινία του Κανελλόπουλου και μακράν η καλύτερη ελληνική ερωτική ταινία που έχω δει. Το τέλος της ταινίας συμπύκνωνε έναν έρωτα, που κράτησε τόσο λίγο, γιατί ήταν τόσο μεγάλος…

ΕΝΑ παρόμοιο τέλος, είχε δώσει στην αντισυμβατική ταινία του, Hana-Bi, 30 χρόνια αργότερα ο Άρχοντας των άκρων. Ο Ιάπωνας σκηνοθέτης, Τακέσι Κιτάνο, με το απλησίαστο χιούμορ και την ποιητική βιαιότητα.

Η «Εκδρομή» στην οποία πρωταγωνιστούσαν ο Κώστας Καραγιώργης, η Λίλη Παπαγιάννη και ο Άγγελος Αντωνόπουλος εξιστορούσε τη ζωή ενός λοχία που ερωτεύτηκε τη γυναίκα στο λοχαγού του, η οποία ήταν επίσης τρελά ερωτευμένη και με τους δύο άνδρες.

ΑΝ σας μένει χρόνος δείτε την ταινία, η οποία είναι και φωτογραφικά πολύ προχωρημένη για την εποχή της, όπως προχωρημένος ήταν και ο Τάκης Κανελλόπουλος που γεννήθηκε στις 26 Οκτωβρίου του 1933 και πέθανε στις 21 Σεπτέμβρη του 1990.

ΝΑ σημειώσω πριν το ξεχάσω ότι, πριν γυρίσει τον «Ουρανό» το 1961, είχε γυρίσει τον «Μακεδονικό γάμο». Πρόκειται για μια εικοσάλεπτη ταινιούλα από τις καλύτερες του ελληνικού κινηματογράφου.

ΑΦΗΣΑ τελευταία την επίσης ενδιαφέρουσα ιστορία του φιλέλληνα Ελβετού φωτογράφου, Fred Boissonnas, που για δύο λόγους: επειδή είναι μεγάλη και θέλει περισσότερο ψάξιμο, μιας και ο Φρεντ, εκτός από καλός φωτογράφος, ήταν και επιχειρηματίας, και είχε πολλά επεισοδιακά πάρε δώσε με το ελληνικό Έθνος και επειδή έχω κατά νου, αντί να γράφω ανούσιες ιστορίες για να γεμίζω (που και που τον χώρο) να δημοσιεύω φωτογραφίες του.

Ο Φρεντ επισκέφτηκε πολλές φορές την Ελλάδα τις τρεις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα και έβγαλε ορισμένες από τις καλύτερες φωτογραφίες που έχω δει για την πατρίδα μας εκείνης της εποχής.

ΓΙΑ να μας μείνει χρόνος να βάλουμε κάποια φωτογραφία του Φρεντ από την Ελλάδα του 1903, σταματώ εδώ και θα επανέλθω στη ζωή του, τις φωτογραφίες του και τις σχέσεις του με την Ελλάδα, όταν θα μου δίνεται η ευκαιρία, δημοσιεύοντας τις φωτογραφίες του που μιλούν από μόνες τους για την εποχή εκείνη. Γεια χαρά.