Όταν τα κόμματα «ψαρεύουν» ψήφους…

... εμείς χάνουμε το φρέσκο ψάρι από το πιάτο μας


Φοβερή εικόνα που μού δίνεται έτσι “στην ψύχρα”, από τους τρεις συνομιλητές μου, αυτό το μουντό απόγευμα του Αυγούστου.

Στην πραγματικότητα, τη συνθέτω μόνη μου, από τα συμφραζόμενα. Αυτή είναι η ωμή αλήθεια.

Λατρεύω τα ψάρια και, γενικά, όλους σχεδόν τους καρπούς της θάλασσας, επομένως κάθε ενδεχόμενο να λείψουν από το πιάτο μου, μου δημιουργεί ένα φοβερό σύμπλεγμα συναισθημάτων που δεν θα δοκιμάσω να αναλύσω σήμερα. Όχι χωρίς το φόβο να βγω εκτός θέματος.

Λοιπόν στο προκείμενο. Η Πολιτεία, την οποία εκπροσωπεί η παρούσα κυβέρνηση των Εργατικών, σε δύο μήνες θα αποφανθεί οριστικά, αυτήν τη φορά, για την τύχη των επαγγελματιών ψαράδων του Port Phillip Bay. Μια τύχη που, οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, την βλέπουν να διαγράφεται, θολά μεν, αλλά απειλητικά στον ορίζοντα.

Στόχος, να εκτοπιστούν οι επαγγελματίες ψαράδες από το Port Phillip -43 αδειούχοι στο σύνολό τους- και ν’ αφήσουν τους ερασιτέχνες να… αλωνίζουν ελεύθεροι.

Η ΛΟΓΙΚΉ … ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΟΓΟΥ

“Είναι παράλογο”, αντιδρώ, έχοντας απέναντί μου, την Βαρβάρα Κώνστα, διευθύντρια του Melbourne Seafood Centre, την Μαρία Μανιά, διευθύντρια του Victorian Fishery into Resource Management και τον Γιάννη Μανιά, επαγγελματία ψαρά, εδώ και 35 χρόνια.

“Όχι, αν υπολογίσει κανείς τον αριθμό των ψηφοφόρων” απαντούν, σε συγχορδία, οι συνομιλητές μου, πληροφορώντας με ότι οι ερασιτέχνες που διεκδικούν την αποκλειστικότητα του χώρου, ανέρχονται σε 750.000.

Κάτι, μου θυμίζει αυτό και πάμε πίσω στον περασμένο Νοέμβριο, λίγο πριν τις πολιτειακές εκλογές, όταν ο (τότε) κυβερνών συνασπισμός του Dennis Napthine, υποσχόταν στους ερασιτέχνες του Port Phillip Bay, ότι σε περίπτωση που θα επανεκλεγεί οι επαγγελματίες ψαράδες θα εκτοπιστούν από το χώρο.

Ως γνωστόν, η επανεκλογή δεν συνέβη και τη διακυβέρνηση της Πολιτείας μας ανέλαβε το Εργατικό Κόμμα με πρωθυπουργό τον Daniel Andrews. O κίνδυνος, όμως, πληροφορούμαι σήμερα, δεν αποσοβήθηκε. Ο λόγος είναι ότι και ο κ. Andrews, προεκλογικά, είχε δώσει στους ενδιαφερόμενους ερασιτέχνες ψαράδες, την ίδια υπόσχεση, προμηνύοντας δυσάρεστες εξελίξεις για τους επαγγελματίες.

“Το θέμα είναι πολιτικό, όσο και άδικο, πρωτίστως για το κοινό. Για τα 5,7 εκατομμυρίων κατοίκων της Βικτώριας που θα τους στερήσει το δικαίωμα να τρώνε φρέσκο ψάρι. Στην ουσία, είναι αντιδημοκρατικό και θα πρέπει να πληροφορηθεί ο κόσμος τι ακριβώς συμβαίνει. Δεν γίνεται να τους φέρουν προ τετελεσμένου γεγονότος.

Αυτός είναι και ο λόγος που διεξάγουμε ειδική εκστρατεία για την πληροφόρηση των καταναλωτών” λέει η Βαρβάρα Κώνστα, η οποία έχει γεννηθεί και ανατραφεί σε οικογένεια μεγάλων ψαράδων. Είναι κόρη του Κυριάκου (Jack) Μυρικλή, μια εντυπωσιακή παρουσία, τόσο στη λιανική όσο και χονδρική πώληση του είδους, οι γνώσεις της δε στο αντικείμενο, όσο και η κοινωνική της ευαισθητοποίηση, είναι αναμφισβήτητες.

ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΜΑΣΤΕ

“Καταστρεφόμαστε” θα πει μονολεκτικά ο Γιάννης Μανιάς, εραστής της θάλασσας, από τα 18 του χρόνια και -από το 1985- ιδιοκτήτης ψαροκάικου.

“Η άδειά μου πριν λίγο καιρό άξιζε περίπου $300.000. Από τότε που άρχισε όλη αυτή η εκστρατεία για την εκτόπισή μας, μηδενίστηκε η αξία της. Ποτέ ο χώρος μας δεν ήταν ‘ανθόσπαρτος’. Πάντα παλεύαμε με τους διάφορους κανονισμούς και περιορισμούς, προσπαθώντας να επιβιώσουμε. Όσοι είμαστε εκεί, είναι γιατί έχουμε πάθος με τη θάλασσα. Φυσικά, για μας δεν είναι σπορ, αλλά θέμα επιβίωσης. Το περιβάλλον δεν κινδυνεύει από μας που ξέρουμε τη δουλειά μας και είμαστε ελεγχόμενοι. Αυτό μπορώ να σας το επιβεβαιώσω. Από την άλλη πλευρά, είναι οι ερασιτέχνες εκείνοι οι οποίοι αυξάνονται και πληθύνονται και από μερικές βάρκες που ήταν πριν δέκα χρόνια, σήμερα ανέρχονται σε χιλιάδες. Μπορούμε, εντούτοις, με καλή θέληση, να συνυπάρξουμε. Μάς έχουν, όμως, κάποιοι από αυτούς, κηρύξει τον πόλεμο και, σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα, άγριο”.

Αναφέρεται σε καταστάσεις που, όντως, δείχνουν ότι τα πράγματα έχουν αγριέψει.

“Η κυβέρνηση μάς κρατά σε αγωνία για τους επόμενους δύο μήνες, οπότε φοβόμαστε ότι θα δεχτούμε και τη χαριστική βολή. Λένε ότι η τελική απόφαση θα δοθεί τότε” λέει ο Γιάννης Μανιάς, προσθέτοντας ότι “ο κόσμος πρέπει να γνωρίζει. Δεν πρόκειται μόνο για μας, αλλά για μια αλυσίδα ανθρώπων και καταστάσεων που θα επηρεάσει αυτή η απαγόρευση αν τελικά πραγματοποιηθεί”.

Να πούμε ότι ο χώρος των επαγγελματιών ψαράδων μαζί με όλους που συνδέονται μ’ αυτόν, σε επίπεδο χονδρικής και λιανικής πώλησης, απασχολεί πάνω από 7.000 άτομα, των οποίων οι θέσεις απειλούνται αν υλοποιηθεί η απαγόρευση για την οποία μιλάμε.

“Επιχειρήματα, όπως αυτά της απειλής του περιβάλλοντος, δεν ευσταθούν” θα πει η Μαρία Μανιά, προσθέτοντας: “Το Αυστραλιανό Ίδρυμα Διατήρησης του Περιβάλλοντος ελέγχει το θέμα επισταμένα και έχει καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι από τους επαγγελματίες ψαράδες τηρούνται όλοι οι κανονισμοί που εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητά του. Το περιβάλλον δεν κινδυνεύει” καταλήγει.

“Ας σκεφθούμε όμως και το θέμα της υγείας των ανθρώπων” επεμβαίνει η Βαρβάρα Κώνστα. “Οι γιατροί συνιστούν σήμερα φρέσκο ψάρι. Το ερώτημά μου είναι ‘έχουν δικαίωμα οι πολιτικοί να αφαιρέσουν το φρέσκο ψάρι, από το πιάτο του καταναλωτή’; Γιατί, σε τελευταία ανάλυση εκείνος που θα την πληρώσει θα είναι ο καταναλωτής. Η χονδρική αγορά, θα εφοδιαστεί ψάρι από αλλού. Δεν θα παύσει να υπάρχει. Δεν θα είναι όμως το φρέσκο ψάρι που υπάρχει σήμερα. Ξεχάστε τα μπαρμπούνια, τις γόπες, τις σαρδέλες, τις τσιπούρες, τις γλώσσες, και τόσα άλλα που υπάρχουν στο Port Phillip Bay.

Αναμφισβήτητα, θα επηρεαστεί και η λιανική αγορά, οι 250 επιχειρηματίες που βρίσκονται στο χώρο σήμερα και έχουν τη συγκεκριμένη πελατεία τους.

Αυτοί κινδυνεύουν να δουν τους πελάτες τους, να τους γυρίζουν την πλάτη” καταλήγει.

ΧΤΥΠΗΜΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

“Θα είναι σοβαρό χτύπημα στην οικονομία” θα πει η Μαρία Μανιά και αυτό οφείλει να το υπολογίσει η Πολιτεία.

“Επίσης, το επιχείρημα των ερασιτεχνών ψαράδων ότι οι επαγγελματίες ‘παίρνουν όλα τα ψάρια’, δεν ευσταθεί. Στο Port Phillip Bay, υπολογίζεται ότι οι ερασιτέχνες ψαρεύουν 600-700 τόννους συναγρίδας το χρόνο, χωρίς να ελέγχονται αυστηρά για την τήρηση των κανονισμών. Από την άλλη πλευρά, οι επαγγελματίες, κάτω από αυστηρή επιτήρηση, ψαρεύουν περίπου 400 τόννους θαλασσινών το χρόνο”.

Στη συζήτηση έρχεται στην επιφάνεια μία ουσιαστική, απορίας άξια, πληροφορία. Οι ερασιτέχνες αγοράζουν τα δολώματα που χρησιμοποιούν στο ψάρεμα, από τους επαγγελματίες. Όχι βέβαια απευθείας, αλλά από τα μαγαζιά τα οποία, οι δεύτεροι, εφοδιάζουν. Αν, όπως πολλοί από αυτούς επιθυμούν, τους βγάλουν από τη μέση, από πού θα αγοράζουν τα δολώματά τους.

Η ίδια, μας πληροφορεί, ότι “θα κάνει θραύση η μαύρη αγορά. Η εκτόπιση των επαγγελματιών, απλά θα ανοίξει την πόρτα στην μαύρη αγορά στην οποία θα εισβάλλουν πολλοί από τους σημερινούς ερασιτέχνες. Αυτό είναι αυτονόητο” θα καταλήξει η Μαρία Μανιά.

Το θέμα σοβαρό, οδηγεί, εντούτοις, στο ερώτημα “πώς γίνεται να ανατρέπεται -στη συγκεκριμένη περίπτωση- ο κανόνας ‘το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό’ και να μετατρέπεται στο ‘τα πολλά μικρά ψαράκια τρώνε τα λίγα μεγάλα;’