ΟΙ ΔΕΥΤΕΡΕΣ ευκαιρίες φάγανε τα καλύτερά μας χρόνια. Ερωτες, φιλίες, πολιτικές – όλοι δεύτερες ευκαιρίες μάς ζητούσαν. Κι εμείς τη δίναμε. Σαν τους ηλίθιους. Αν υπήρχε Νομπέλ Μαλακίας θα το κραδαίναμε τώρα δόξη και τιμή. Γιατί κανείς δεν μας ψεκάζει, παιδιά. Εκ γενετής είμαστε ψιλοκρετίνοι.
Δεύτερες ευκαιρίες μας ζητάνε πάλι. Την ώρα που μια χώρα βουλιάζει 20.000 λεύγες κάτω απ’ τη θάλασσα – τα κανάλια ακκίζονται με τα παραλειπόμενα του ντιμπέιτ. Τα κουτσομπολιά, το γκόσιπ, το ντρες κόουντ.
Πόσο ψηλός ο ένας, πόσο κοντός ο άλλος, πόσα ποτήρια νερό ήπιε ο Τσίπρας, το σακάκι του Μεϊμαράκη που ‘χει ντούγκλα το μουστάκι (για να παραφράσουμε και το κλασικό «δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη»). Απύθμενες αηδίες που ουδεμία σχέση έχουν με τον κυρίαρχο γνώμονα μιας πολιτικής επιλογής.
Ετσι είμαστε εμείς οι Ελβετοί απ’ το καντόνι του Γκραουμπίντεν. Με λυμένα όλα τα προβλήματα, αγχωνόμαστε αν πάει 5′ πίσω ο ελβετικός ο κούκος. Εξ ου και τα προεκλογικά μας κριτήρια είναι ανάλογα:
Εγώ θα ψηφίσω αρχηγό από 1,85 και πάνω. Εγώ από 1,85 και κάτω. Εγώ όποιον πίνει πολύ νερό. Εγώ όποιον οδηγεί συλλεκτικό μίνι μόρις. Εγώ όποιον του αρέσουν τα ζακάρ πουλόβερ, ο Ερίκ Ρομέρ και οι καρμπονάρες. Δεν θα ψηφίσω με βάση τις ανάγκες μου, όοοοχι: Θα ψηφίσω με βάση τις εσκεμμένες παπαριές ορισμένων δελτίων ειδήσεων.
Τις ημέρες αυτές εμμονικά ανατρέχω στην Πηνελόπη Δέλτα. Η πατρικία των ελληνικών γραμμάτων περνούσε, κληρονομικώ δικαιώματι, από μάνα σε κόρη. Σαν τα σεμέν πετσετάκια που είδαμε και πάθαμε να τα ξεκολλήσουμε πάνω από τις ασπρόμαυρες Urania τηλεοράσεις!
Λάτρεψα το «Παραμύθι χωρίς Όνομα» – αργότερα θα με μάγευε και στο θέατρο σε διασκευή του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Και πάντα, παραμονές εκλογών, ζωντανεύει ξανά αυτός ο άναρχος, ατσούμπαλος, σαματατζής λαός που ισορροπεί – με θεαματική αποτυχία – ανάμεσα στην απόκοτη λεβεντιά και στην καλπάζουσα άνοια.
Βασικός ήρωας ο Βασιλιάς Αστόχαστος. Ένα ανθρωπάκι σκαρφαλωμένο πάνω στον ετοιμόρροπο θρόνο. Με τη στραβοχυμένη κορόνα και τα κουρέλια μιας πάλαι ποτέ πορφύρας… Γύρω του βυσσοδομούν πραξικοπήματα, κινήματα, επαναστάσεις, ίντριγκες, διαπλοκές και συνωμοσίες.
Το θησαυροφυλάκιο του κράτους το ‘χει βάλει ο βασιλιάς Αστόχαστος στην κωλότσεπη – ενώ ο λαός πεινάει. Φτώχεια, πείνα και εξαθλίωση, φως από πουθενά.
Κάθε τρεις και λίγο, σε ζόρια και παλούκια, η βασιλική οικογένεια την έκανε με ελαφρά απ’ το παλάτι. Η βασίλισσα ανελάμβανε πάντα να ενημερώσει τον βασιλιά για τη νέα μετακόμιση. Κι εκείνος, αδιάφορος κι αμέτοχος, αναστέναζε στωικά και μουρμούριζε:
«Άντε πάλι, μάζευε και κουβάλα!»
Δεν τον ενδιέφεραν, βλέπεις, τον Βασιλιά Αστόχαστο, τα βάσανα του λαού. Στα τσακίδια η πείνα, η ανέχεια, το αδιέξοδο, ο θυμός, η οργή, οι πέτρες που θρυμματίζανε τα ακριβά κρύσταλλα της χλιδής του! Τον ενδιέφερε μόνο να μην ξεβολευτεί. Να μην πάρει το δισάκι του στον ώμο, να μην πλανιέται στα ερείπια μιας χώρας που αυτός κατέστρεψε:
«Άντε πάλι, μάζευε και κουβάλα!»
Κανείς δεν μας ψεκάζει, παιδιά. Εκ γενετής είμαστε ψιλοκρετίνοι. Και η ψήφος του κρετίνου μετράει ίδια με την ψήφο του συνετού. Η ψήφος του λαμόγιου ίδια με την ψήφο του έντιμου.
Η ψήφος του θύτη ίδια με την ψήφο του θύματος. Μακάρι, στο εκλογικό τμήμα, μαζί με την ταυτότητα να καταθέταμε πιστοποιητικά ευφυΐας, ευαισθησίας, ευθυκρισίας. Και αναλόγως να προσμετρώνται τα κουκιά: το δικό σου πιάνεται για 3, το δικό του για 2, το δικό μου για 1.
Ζει ο Βασιλιάς Αστόχαστος! Αλλάζει πρόσωπα, ιδεολογίες, εξαγγελίες, αλλά, ναι: μια χαρά ζει! Και μια χαρά θα μας θάψει όλους!
Κι επειδή θα ακούσουμε τα τέρατα μέχρι την Κυριακή, ετοιμαστείτε. Θωρακιστείτε. Εμβολιαστείτε για να εξασφαλίσετε την ανοσία, κόντρα στην ανοησία.
Καλό βόλι. Ή μάλλον καλό μπόλι.
Advertisement