Κάνοντας κατάδυση στα βάθη της ψυχής μου

Στον αγώνα για επιβίωση σ' έναν άγνωστο τόπο, η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο συνυπάρχει με τη νοσταλγία για τη πατρίδα

«Όποιος δεν είδε το Βόλο, να πάει να τον δει,

κι αν τον είδε να πάει να τον ξαναδεί.

Γιατί αυτή η πολιτεία είναι μία από τις μεγάλες απλοχεριές της ζωής,

που αν έρθεις στον κόσμο και ξεχάσεις να τις χαρείς,

είναι σαν να ξέχασες 

γιατί ήρθες»

Μενέλαος Λουντέμης 

Ονομάζομαι Ειρήνη, Ειρήνη Αγγελική, και είμαι 15 χρονών. Από αυτή την απλοχεριά της ζωής, τον όμορφο Βόλο κατάγομαι και εγώ, όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα. Ο Βόλος, στριμωγμένος ανάμεσα σε βουνό και θάλασσα -η πρωτεύουσα του νομού, που άλλοι τον παρομοιάζουν με δαγκάνα και άλλοι με μισάνοιχτη αγκαλιά-, αποτελεί μια από τις παλαιότερα κατοικημένες περιοχές του ελλαδικού χώρου, γνωστός για τον Ιάσονα της Αργοναυτικής εκστρατείας και για το Πήλιο, το βουνό των Κενταύρων, όπου κατοικούσε ο Κένταυρος Χείρων. 

Μια πόλη που σε μαγεύει με τις φυσικές της ομορφιές και την ιστορία που κουβαλάει ανά τους αιώνες, καθώς κατορθώνει να συνδυάζει άψογα φύση, παράδοση και πολιτισμό. Στη δική μου «Κολχίδα», την Αυστραλία, έφτασα πριν από επτά μήνες. Η δικιά μου «Αργοναυτική εκστρατεία» ξεκινά κάπως έτσι… 

Όσο βρισκόμουν στην προσκοπική κατασκήνωση το καλοκαίρι του 2014, η μαμά μου τηλεφώνησε λέγοντας πως έκανε αίτηση απόσπασης ως δασκάλα Ελληνικών. Στις αρχές του Οκτωβρίου, το Υπουργείο Παιδείας έδωσε την έγκριση για την τριετή απόσπαση της μητέρας μου. Έτσι στα τέλη Ιανουαρίου του 2015, η μαμά κι εγώ θα αναχωρούσαμε από την πατρίδα με προορισμό τη χώρα των Αβοριγίνων, αφήνοντας πίσω τον μπαμπά και τα αδέρφια μου, συγγενείς και φίλους. Ίσως εγώ με τη μαμά είμαστε με αυτούς που θέλουν να ζήσουν το ακραίο, που εξερευνούν το άγνωστο ώστε να ανακαλύψουν το νέο, αποκτώντας εμπειρίες και αρπάζοντας κάθε ευκαιρία, εξασφαλίζοντας ένα καλύτερο αύριο στην οικογένεια μας. Βέβαια, αυτός είναι και ο σκοπός μας! Έχοντας η μία την άλλη και περιθώριο μιας εβδομάδας βρήκαμε ένα share room, όπου ζήσαμε τρεις μήνες, για σπίτι, και γράφτηκα στο σχολείο Oakleigh Grammar. Την επόμενη εβδομάδα ξεκίνησα, κάνοντας την πρώτη Λυκείου, την οποία είχα αρχίσει ήδη στην Ελλάδα. Η προσαρμογή ήταν απότομη και ένα μεγάλο κύμα δυσκολιών βρισκόταν μπροστά μας. 

Αρχίσαμε να βαδίζουμε πιασμένες από το χέρι, κοντά η μία στην άλλη, χαμένες, μουδιασμένες, δισταΚτικές, σαν να είμαστε τυφλές, δίχως να γνωρίζουμε που θα μας φέρει το κάθε βήμα που θα αποτολμούσαμε. Στον αγώνα για επιβίωση σ’ έναν άγνωστο τόπο, η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο συνυπάρχει με τη νοσταλγία για τη πατρίδα. Είναι δύσκολο να αφήνεις μια ζωή έντονης ρουτίνας, ακόμη κι αν τη μισείς. Δεν κρύβω πως η ζωή μου βρίσκεται ακόμη στην πατρίδα και παρόλο που έρχονται στιγμές που νομίζω ότι δε θα μπορέσω να ζήσω σε αυτή τη χώρα, τώρα έχω βρει κάποιο ρυθμό. Αφήνοντας του καθηγητές μου στο Μουσικό Σχολείο Βόλου, όλοι έλεγαν πως θα προσαρμοστώ εύκολα, θα αποκτήσω εμπειρίες, θα ανοίξουν οι ορίζοντές μου και θα γνωρίσω έναν άλλον κόσμο, μια άλλη γη. Από τη μία μεριά είχαν δίκιο, αλλά από την άλλη όχι, η προσαρμογή δεν ήταν εύκολη. Φίλους και εξόδους δεν έχω και ούτε επιζητώ, γιατί ήρθα εδώ με έναν σκοπό. Όλοι μου οι φίλοι βρίσκονται πίσω και ακόμη κι αν μιλάμε δεν είναι το ίδιο. Δεν τους έχω δίπλα μου και η θερμή τους αγκαλιά είναι πολύ μακριά. Τους έχω συνέχεια στο μυαλό μου, γιατί κι εκείνοι δίνουν τον δικό τους αγώνα ώστε να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις του σχολείου. Όμως, έχω τη μαμά στο πλευρό μου, για την οποία είμαι πολύ περήφανη. Πήρε μια απόφαση, την οποία λίγοι θα έπαιρναν και είναι άξια θαυμασμού. Ένας αληθινός ήρωας, ένα αληθινό πρότυπο μιας δασκάλας. Πάντα η μία δίπλα στην άλλη, θεμελιώνοντας πιο ισχυρούς δεσμούς μεταξύ μαμάς και κόρης, σκεπτόμενες τον μπαμπά και τα αδέρφια μου, τον Αποστόλη και τον Κωνσταντίνο. 

Δυστυχώς, η οικονομική κρίση χωρίζει πολλές οικογένειες καθημερινά. Η πενταμελής οικογένειά μας στέκεται περήφανη και χαμογελά, κι ας βρισκόμαστε μίλια μακριά. Εξάλλου τη μάχη τη χάνεις, όταν δεν δίνεις τη μάχη. Ποτέ ο ελληνικός λαός δε γονάτιζε μπροστά σε κάθε δυσκολία και εγώ είμαι ένα περήφανο Ελληνάκι, που δε θα σκύψει ποτέ το κεφάλι. Μετά από επτά μήνες δυσκολιών κατάφερα να πάρω υποτροφία στο Melbourne Theatre Company, το οποίο θα παρακολουθήσω την επόμενη εβδομάδα και καταφέραμε να βρούμε ένα unit με τη βοήθεια ανθρώπων, Ελλήνων που ήρθαν ως μετανάστες.

Πολύτιμη και η βοήθεια φίλων της μαμάς, που γνωρίστηκαν εδώ και απλόχερα έδωσαν τα πάντα σε εμάς, δίχως να ζητούν αντάλλαγμα. Γεμάτη η καρδιά τους με συναισθήματα και τα χέρια τους με υλικά αγαθά. Άνθρωποι που θα μείνουν ανεξίτηλοι στη μνήμη μου. Συγκεντρωμένη και μένοντας πιστή πάντα στον σκοπό μου, προετοιμασμένη για κάθε δυσκολία, έχοντας στο νου μου το Βόλο, θέλοντας να κάνω υπερήφανη την Ελλάδα, βρίσκομαι τόσα μίλια μακριά από τη χώρα μου στα 15 χρόνια της ζωής μου. Ένα κουβάρι έντονα συναισθήματα ξεδιπλώνονται καθημερινά μπροστά μου. 

Από τη μία αισθάνομαι λύπη που δεν μπορώ στην παρούσα φάση να βρίσκομαι στην Ελλάδα ώστε να νιώσω πιο ζεστά τον παλμό των γεγονότων, στον αντίποδα όμως νιώθω ανακουφισμένη επειδή πιστεύω πως πλέον έχω πάρει το μέλλον στα χέρια μου. Με τη βοήθεια του Θεού, εύχομαι όταν μεγαλώσω να καταφέρω να σταθώ στα πόδια μου και τα όνειρα μου να αρχίσουν να παίρνουν χρώμα. Θέλω να βοηθήσω τη χώρα μου, τη γενέτειρα του πολιτισμού και σαν παιδί της λαϊκής τάξης να σταθώ όρθιο απέναντι στα όνειρα, στις δικές μου προσδοκίες, δίχως φόβο και ανασφάλεια. 

Όσον αφορά τους μετανάστες ή τους πρόσφυγες, που καταφθάνουν στην Ελλάδα, μπορώ να πω πως κι αυτοί είναι άνθρωποι, άνθρωποι που θέλουν να ζήσουν. Μέσα στο χαλασμό της πατρίδας τους, αλαφιασμένοι, εγκαταλείπουν όπως-όπως τα σπίτια τους, στοιβάζονται σε βαπόρια, καράβια, πληρώνουν όσο-όσο για να σωθούν. Κάθε ένας κουβαλάει την ιστορία του, τους πόθους του, τα κατεστραμμένα όνειρα και τις ελπίδες του. Η ιστορία λοιπόν επαναλαμβάνεται, όπως πολλοί αναφέρουν. Παρόμοιες εικόνες από τις γεμάτες σελίδες με αίμα της ελληνικής ιστορίας ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια μας. 

Έλληνες από τις Αλησμόνητες Πατρίδες είχαν ζήσει την ίδια φρίκη. Και σήμερα νοσταλγούν αθεράπευτα τις μακρινές πατρίδες, του Πόντου και της Μικράς Ασίας, στην άλλη, την αντίπερα όχθη του Αιγαίου. Η Ελλάδα σήμερα αιμορραγεί από τη φυγή των Ελλήνων, που γίνονται μετανάστες σε άλλες χώρες για ένα καλύτερο αύριο και αποτελεί γέφυρα, μονοπάτι για πολλούς άλλους που αναζητούν και εκείνοι το καλύτερο αύριο. Όμως τόσος πόνος, τόσοι άνθρωποι, τόση δυστυχία μπορούν να χωρέσουν στην ήδη πληγωμένη πατρίδα μου. Βασανισμένοι λαοί. Ποιοι είναι όμως αυτοί που σκορπούν και σήμερα το 2015, πρόσφυγες και μετανάστες στους πέντε ανέμους; Ποιος φταίει για όλα αυτά; Το ξέρετε εσείς; Ίσως… Κλείνω με αυτή την απορία και τους στίχους του ποιητή Κώστα Βάρναλη από το ποίημα «Οι Μοιραίοι».

– Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!

– Φταίει ο Θεός που μας μισεί!

– Φταίει το κεφάλι το κακό μας!

– Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!

Ποιος φταίει; ποιος φταίει;

Κανένα στόμα

δεν το ‘βρε και δεν το ‘πε ακόμα.

[…]

Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,

προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!

*Η Ειρήνη Σούλη βρέθηκε στα γραφεία του «Νέου Κόσμου» για μια εβδομάδα, θέλοντας να αποκτήσει εργασιακή εμπειρία (work experience), όπως απαιτεί το αυστραλιανό εκπαιδευτικό σύστημα.